Ήταν 20 Απριλίου του 1946. Για πρώτη φορά σε αθλητικό αγώνα ακούγεται η φράση «Για την Ελλάδα». Κι όμως το όνομά του ανθρώπου που αφιερώνει τη νίκη του στην πατρίδα του είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Ο Στέλιος Κυριακίδης είναι ο μαραθωνοδρόμος που στις 23 Μαΐου 1946, προς τιμήν του, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη. Ήταν η πρώτη φορά, μετά την Κατοχή, που άναψαν τα φώτα στον Ιερό Βράχο.
Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στις 4 Μαΐου 1910 στην Πάφο. Γιος αγροτών, έδειξε από μικρός ότι είχε κλίση στο… περπάτημα. Με την παραμικρή αφορμή «πεταγόταν» από το χωριό του στο απέναντι και διένυε την απόσταση των 20 χλμ. χωρίς καμία αντίρρηση. Έφηβος πια εκπροσωπούσε το χωριό του σε αγροτικούς αγώνες και το 1930 γράφτηκε στον γυμναστικό σύλλογο Ολύμπια Λεμεσού, όπου έμεινε μέλος του μέχρι τον θάνατό του.
Το 1934 μετακόμισε στην Αθήνα και πήγε για δουλειά στην ΔΕΗ (τότε Ηλεκτρική Ενέργεια). Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε Βαλκανικούς Αγώνες ενώ κατάφερε να καταρρίψει την πανελλήνια επίδοση του Σπύρου Λούη για να πάρει την πιο ωραία συμβουλή από έναν σπουδαίο Ολυμπιονίκη:
«Παιδί μου, Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες» φέρεται ότι του είπε όταν τον υποδέχτηκε στο σπίτι του.
Το 1936 ο Στέλιος Κυριακίδης αγωνίζεται στους Ολυμπιακούς του Βερολίνο. Αυτή η συμμετοχή του θα του σώσει τη ζωή...
Ο συγκλονιστικός αγώνας που «έσωσε» έναν ολόκληρο λαό
Ο Μαραθώνιος της Βοστόνης ήταν από τους δυσκολότερους της εποχής. Φαβορί για τη διοργάνωση του 1946 ήταν ο Άγγλος Κένεθ Μπέιλι και ο Αμερικανός, νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι. Κανένας δεν υπολόγιζε τον ταλαιπωρημένο από την πείνα της Κατοχής, «κοκαλιάρη» Στέλιο Κυριακίδη.
Ο μαραθωνοδρόμος είχε συμμετάσχει και στη διοργάνωση του 1930, αλλά εγκατέλειψε διότι τα καινούργια αθλητικά παπούτσια, που του είχαν χαρίσει Έλληνες ομογενείς, πλήγωσαν τα πόδια του. «Αυτή τη φορά δεν θα εγκαταλείψω. Ήρθα να τρέξω για 7.000.000 πεινασμένους Έλληνες», έλεγε παντού.
Ακόμα όμως και οι γιατροί είχαν ενστάσεις για τη συμμετοχή του, ενώ οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν ειρωνικά «ο κοκαλιάρης Έλληνας».
Ο Κυριακίδης όμως ήταν αποφασισμένος να τρέξει και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Υπογράφει υπεύθυνη δήλωση ότι είναι ενήμερος για τον κίνδυνο και ετοιμάζεται για τον αγώνα, έναν αγώνα που θα έμενε στην ιστορία.
Ο Στέλιος Κυριακίδης ζητάει από την επιτροπή να τρέξει με τον αριθμό «7» και του έδωσαν το «77». Ο αθλητής όχι μόνο δεν απογοητεύτηκε αλλά θεώρησε ότι θα είναι δύο φορές τυχερός.
Ξεκίνησε αργά και στο μέσον της διαδρομής επιτάχυνε. Επειδή δεν είχε τρέξει μαραθώνια διαδρομή για περισσότερα από έξι χρόνια ξεκίνησε κάνοντας οικονομία δυνάμεων μέχρι το μέσο της διαδρομής. Και κάπου εκεί είναι που αισθάνεται ότι έχει τις δυνάμεις να πετύχει τον στόχο του. Περνούσε τον έναν αθλητή μετά τον άλλο. Έτρεχε για όλους τους Έλληνες και η νίκη ήταν για αυτόν μονόδρομος.
Ένας ομογενής, θέλοντας να τον βοηθήσει, του έδωσε ένα πορτοκάλι, αλλά μπερδεύτηκε στα πόδια του και καθυστέρησε τον μαραθωνοδρόμο. Ελάχιστα χιλιόμετρα πριν από το τέλος, ο Κυριακίδης ακούει έναν Έλληνα που του φώναζε: «Για την Ελλάδα, Στέλιο μου. Για τα παιδιά σου».
Τα λόγια τού βάζουν φτερά στα πόδια. Μαζεύει όλα τα σωματικά του αποθέματα, προσπερνά τον πρωτοπόρο Τζόνι Κέλι και τερματίζει πρώτος φωνάζοντας: «Για την Ελλάδα». Ο χρόνος του, 2:29:27, αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Λέγεται πως ότι όταν ο Τζόνι Κέλι ρωτήθηκε «πώς και έχασε από τον Έλληνα κοκαλιάρη;», απάντησε: «Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου και αυτός για έναν ολόκληρο λαό».
Από τις αφηγήσεις του πατέρα του ο Δημήτρης Κυριακίδης αναφέρει: «Σε κάποιο σημείο, όταν ήταν δεύτερος, ένας Έλληνας θεατής του φωνάζει: "Στέλιο μου, έστω και δεύτερος". Αυτό τον έκανε να πει: "Γιατί δεύτερος; Θα βγω πρώτος". Πήρε μία ανάσα, ξεπερνάει τον Κέλι και τον κερδίζει με δύο λεπτά διαφορά».
Η νίκη του του άνοιξε πόρτες αλλά αυτός το μόνο που ήθελε και ζήτησε ήταν ένα: «Θέλω να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στους 7.000.000 Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου, που υποφέρει. Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου» έλεγε και ξαναέλεγε.
Η νίκη και τα λόγια του ευαισθητοποίησαν ομογενείς και Αμερικανούς. Συγκεντρώθηκαν 250.000 δολάρια, ενώ Έλληνας εφοπλιστής μετέφερε με δύο πλοία του τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα. Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη».
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα και 1.000.000 Έλληνες τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα. «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας» έλεγε και συγκινούσε. Πραγματοποιήθηκε επίσημη τελετή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ο λόγος του Στέλιου Κυριακίδη προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
Αυτός ήταν «απόγονος του Φειδιππίδη», όπως ονόμασαν τα αμερικανικά μέσα τον Στέλιο Κυριακίδη, τον πρώτο Έλληνα που κέρδισε στον Μαραθώνιο της Βοστόνης το 1946.
Ο Στέλιος Κυριακίδης είναι ο μαραθωνοδρόμος που στις 23 Μαΐου 1946, προς τιμήν του, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη. Ήταν η πρώτη φορά, μετά την Κατοχή, που άναψαν τα φώτα στον Ιερό Βράχο.
Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στις 4 Μαΐου 1910 στην Πάφο. Γιος αγροτών, έδειξε από μικρός ότι είχε κλίση στο… περπάτημα. Με την παραμικρή αφορμή «πεταγόταν» από το χωριό του στο απέναντι και διένυε την απόσταση των 20 χλμ. χωρίς καμία αντίρρηση. Έφηβος πια εκπροσωπούσε το χωριό του σε αγροτικούς αγώνες και το 1930 γράφτηκε στον γυμναστικό σύλλογο Ολύμπια Λεμεσού, όπου έμεινε μέλος του μέχρι τον θάνατό του.
Το 1934 μετακόμισε στην Αθήνα και πήγε για δουλειά στην ΔΕΗ (τότε Ηλεκτρική Ενέργεια). Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε Βαλκανικούς Αγώνες ενώ κατάφερε να καταρρίψει την πανελλήνια επίδοση του Σπύρου Λούη για να πάρει την πιο ωραία συμβουλή από έναν σπουδαίο Ολυμπιονίκη:
«Παιδί μου, Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες» φέρεται ότι του είπε όταν τον υποδέχτηκε στο σπίτι του.
Το 1936 ο Στέλιος Κυριακίδης αγωνίζεται στους Ολυμπιακούς του Βερολίνο. Αυτή η συμμετοχή του θα του σώσει τη ζωή...
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατάληψη της χώρας μας από τις γερμανικές δυνάμεις βρίσκουν τον Στέλιο Κυριακίδη στην Αθήνα. Ο ελληνικός λαός βιώνει τα δεινά της Κατοχής.Ο Στέλιος Κυριακίδης παντρεύεται και δίνει στη σύζυγό του, Ιφιγένεια, ως γαμήλιο δώρο μισό ψωμί.
Το 1943, ο Στέλιος Κυριακίδης συλλαμβάνεται, μαζί με άλλα 49 άτομα, για τον φόνο ενός Γερμανού στρατιώτη. Για καλή του τύχη ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας ήταν μαραθωνοδρόμος. Έτσι όταν βλέπει στο πορτοφόλι του τη διαπίστευση του Κυριακίδη από τους Αγώνες του Βερολίνου και τον αφήνει ελεύθερο. Οι υπόλοιποι εκτελούνται.
«Μια άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ. Χάιλ Χίτλερ! είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι δόθηκε εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο», έχει αποκαλύψει ο γιος του, Δημήτρης Κυριακίδης.
Η λήξη της γερμανικής Κατοχής βοηθάει τον Στέλιο Κυριακίδη να επιστρέψει στον αθλητικό στίβο. Το 1946 λαμβάνει πρόσκληση από τους διοργανωτές του 50ού Μαραθωνίου της Βοστόνης. Αποφασίζει να πάρει μέρος, παρόλο που απείχε από αθλητικές δραστηριότητες για πολύ καιρό.
Τίποτα όμως δεν ήταν εύκολο. Οι δυσκολίες για το ταξίδι στη Βοστόνη είναι πολλές. Πρώτο εμπόδιο, η βίζα. Μια γνωριμία με τον τότε πρόξενο βοηθάει τον Στέλιο Κυριακίδη να αποκτήσει το πολυπόθητο έγγραφο. Σειρά έχει το επόμενο εμπόδιο, το οικονομικό.
Τα ταξίδι με καράβι θα στερούσε από τον μαραθωνοδρόμο την προπόνηση, ενώ το εισιτήριο με το αεροπλάνο ήταν ακριβό. Αποφασίζει να πουλήσει κάποια έπιπλα για να εξασφαλίσει το ποσό. Η ΔΕΗ του έδωσε 1.000 δολάρια και τα χρήματα συγκεντρώθηκαν, αλλά το εισιτήριο είχε εκδοθεί χωρίς επιστροφή διότι τα λεφτά δεν έφταναν. Στη συνέχεια, κάποιος υπάλληλος τράπεζας αρνήθηκε να του δώσει συνάλλαγμα. «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. Αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. Δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης», είπε ο αθλητής αγανακτισμένος στον διευθυντή του καταστήματος.
Το 1943, ο Στέλιος Κυριακίδης συλλαμβάνεται, μαζί με άλλα 49 άτομα, για τον φόνο ενός Γερμανού στρατιώτη. Για καλή του τύχη ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας ήταν μαραθωνοδρόμος. Έτσι όταν βλέπει στο πορτοφόλι του τη διαπίστευση του Κυριακίδη από τους Αγώνες του Βερολίνου και τον αφήνει ελεύθερο. Οι υπόλοιποι εκτελούνται.
«Μια άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ. Χάιλ Χίτλερ! είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι δόθηκε εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο», έχει αποκαλύψει ο γιος του, Δημήτρης Κυριακίδης.
Η λήξη της γερμανικής Κατοχής βοηθάει τον Στέλιο Κυριακίδη να επιστρέψει στον αθλητικό στίβο. Το 1946 λαμβάνει πρόσκληση από τους διοργανωτές του 50ού Μαραθωνίου της Βοστόνης. Αποφασίζει να πάρει μέρος, παρόλο που απείχε από αθλητικές δραστηριότητες για πολύ καιρό.
Τίποτα όμως δεν ήταν εύκολο. Οι δυσκολίες για το ταξίδι στη Βοστόνη είναι πολλές. Πρώτο εμπόδιο, η βίζα. Μια γνωριμία με τον τότε πρόξενο βοηθάει τον Στέλιο Κυριακίδη να αποκτήσει το πολυπόθητο έγγραφο. Σειρά έχει το επόμενο εμπόδιο, το οικονομικό.
Τα ταξίδι με καράβι θα στερούσε από τον μαραθωνοδρόμο την προπόνηση, ενώ το εισιτήριο με το αεροπλάνο ήταν ακριβό. Αποφασίζει να πουλήσει κάποια έπιπλα για να εξασφαλίσει το ποσό. Η ΔΕΗ του έδωσε 1.000 δολάρια και τα χρήματα συγκεντρώθηκαν, αλλά το εισιτήριο είχε εκδοθεί χωρίς επιστροφή διότι τα λεφτά δεν έφταναν. Στη συνέχεια, κάποιος υπάλληλος τράπεζας αρνήθηκε να του δώσει συνάλλαγμα. «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. Αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. Δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης», είπε ο αθλητής αγανακτισμένος στον διευθυντή του καταστήματος.
Ο συγκλονιστικός αγώνας που «έσωσε» έναν ολόκληρο λαό
Ο Μαραθώνιος της Βοστόνης ήταν από τους δυσκολότερους της εποχής. Φαβορί για τη διοργάνωση του 1946 ήταν ο Άγγλος Κένεθ Μπέιλι και ο Αμερικανός, νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι. Κανένας δεν υπολόγιζε τον ταλαιπωρημένο από την πείνα της Κατοχής, «κοκαλιάρη» Στέλιο Κυριακίδη.
Ο μαραθωνοδρόμος είχε συμμετάσχει και στη διοργάνωση του 1930, αλλά εγκατέλειψε διότι τα καινούργια αθλητικά παπούτσια, που του είχαν χαρίσει Έλληνες ομογενείς, πλήγωσαν τα πόδια του. «Αυτή τη φορά δεν θα εγκαταλείψω. Ήρθα να τρέξω για 7.000.000 πεινασμένους Έλληνες», έλεγε παντού.
Ακόμα όμως και οι γιατροί είχαν ενστάσεις για τη συμμετοχή του, ενώ οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν ειρωνικά «ο κοκαλιάρης Έλληνας».
Ο Κυριακίδης όμως ήταν αποφασισμένος να τρέξει και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Υπογράφει υπεύθυνη δήλωση ότι είναι ενήμερος για τον κίνδυνο και ετοιμάζεται για τον αγώνα, έναν αγώνα που θα έμενε στην ιστορία.
Ο Στέλιος Κυριακίδης ζητάει από την επιτροπή να τρέξει με τον αριθμό «7» και του έδωσαν το «77». Ο αθλητής όχι μόνο δεν απογοητεύτηκε αλλά θεώρησε ότι θα είναι δύο φορές τυχερός.
Ξεκίνησε αργά και στο μέσον της διαδρομής επιτάχυνε. Επειδή δεν είχε τρέξει μαραθώνια διαδρομή για περισσότερα από έξι χρόνια ξεκίνησε κάνοντας οικονομία δυνάμεων μέχρι το μέσο της διαδρομής. Και κάπου εκεί είναι που αισθάνεται ότι έχει τις δυνάμεις να πετύχει τον στόχο του. Περνούσε τον έναν αθλητή μετά τον άλλο. Έτρεχε για όλους τους Έλληνες και η νίκη ήταν για αυτόν μονόδρομος.
Ένας ομογενής, θέλοντας να τον βοηθήσει, του έδωσε ένα πορτοκάλι, αλλά μπερδεύτηκε στα πόδια του και καθυστέρησε τον μαραθωνοδρόμο. Ελάχιστα χιλιόμετρα πριν από το τέλος, ο Κυριακίδης ακούει έναν Έλληνα που του φώναζε: «Για την Ελλάδα, Στέλιο μου. Για τα παιδιά σου».
Τα λόγια τού βάζουν φτερά στα πόδια. Μαζεύει όλα τα σωματικά του αποθέματα, προσπερνά τον πρωτοπόρο Τζόνι Κέλι και τερματίζει πρώτος φωνάζοντας: «Για την Ελλάδα». Ο χρόνος του, 2:29:27, αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Λέγεται πως ότι όταν ο Τζόνι Κέλι ρωτήθηκε «πώς και έχασε από τον Έλληνα κοκαλιάρη;», απάντησε: «Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου και αυτός για έναν ολόκληρο λαό».
Από τις αφηγήσεις του πατέρα του ο Δημήτρης Κυριακίδης αναφέρει: «Σε κάποιο σημείο, όταν ήταν δεύτερος, ένας Έλληνας θεατής του φωνάζει: "Στέλιο μου, έστω και δεύτερος". Αυτό τον έκανε να πει: "Γιατί δεύτερος; Θα βγω πρώτος". Πήρε μία ανάσα, ξεπερνάει τον Κέλι και τον κερδίζει με δύο λεπτά διαφορά».
Η νίκη του του άνοιξε πόρτες αλλά αυτός το μόνο που ήθελε και ζήτησε ήταν ένα: «Θέλω να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στους 7.000.000 Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου, που υποφέρει. Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου» έλεγε και ξαναέλεγε.
Η νίκη και τα λόγια του ευαισθητοποίησαν ομογενείς και Αμερικανούς. Συγκεντρώθηκαν 250.000 δολάρια, ενώ Έλληνας εφοπλιστής μετέφερε με δύο πλοία του τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα. Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη».
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα και 1.000.000 Έλληνες τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα. «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας» έλεγε και συγκινούσε. Πραγματοποιήθηκε επίσημη τελετή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ο λόγος του Στέλιου Κυριακίδη προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
Αυτός ήταν «απόγονος του Φειδιππίδη», όπως ονόμασαν τα αμερικανικά μέσα τον Στέλιο Κυριακίδη, τον πρώτο Έλληνα που κέρδισε στον Μαραθώνιο της Βοστόνης το 1946.