Ο κλάδος της κτηνοτροφίας- πτηνοτροφίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει περιέλθει σε δεινή θέση, χιλιάδες κτηνοτρόφοι έχουν εγκαταλείψει το επάγγελμά τους, ενώ πολλοί είναι στα όρια της εγκατάλειψης εξαιτίας του υψηλού κόστους παραγωγής της υπερχρέωσης, των φορολογικών και άλλων επιβαρύνσεων, της έλλειψης ρευστότητας, της συρρίκνωσης του αγροτικού εισοδήματος, κ.α.
Το κόστος παραγωγής αυξήθηκε πάνω από 100% κάνοντας πλέον την παραγωγή εντελώς ασύμφορη για τους κτηνοτρόφους – πτηνοτρόφους.
Για παράδειγμα στις ζωοτροφές που συμμετέχουν κατά 60-65% στη διαμόρφωση του κόστους των εισροών, η τιμή αγοράς καλαμποκιού το 2002 ήταν 0,07 €/κιλό και σήμερα 0,20 €/κιλό, που σημαίνει αύξηση 186 %, στο κριθάρι αντίστοιχα αγοράζαμε το 2002 0,07 €/κιλό και τώρα 0,22 €/κιλό, δηλαδή αύξηση 214%.
Στο τριφύλλι η τιμή ήταν 0,06 €/κιλό και σήμερα διαμορφώνεται στα 0,18 €/κιλό, αύξηση 200 % .
Από την άλλη οι τιμές παραγωγού όχι μόνο στο γάλα, αλλά και στο κρέας, όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια, έχουν οδηγήσει κυριολεκτικά εκτός παραγωγής πάρα πολλές εκμεταλλεύσεις.
Έτσι η μέση τιμή πώλησης του πρόβειου γάλακτος το 2002 ήταν 0,90 €/κιλό και το 2018 0,75 €/κιλό και του γίδινου γάλακτος έπεσε το 2018 κάτω από τα 0,50 €/κιλό.
Επισημαίνουμε ιδιαίτερα την τεράστια κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική αιγοπροβατοτροφία με την κατάρρευση των τιμών παραγωγού στο αιγοπρόβειο γάλα, που απειλεί να εξαφανίσει τον κλάδο.
Ένα από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι και η άδικη και παράλογη φορολόγηση των παραγωγικών ακίνητων ( στάβλοι, αποθήκες κ.α) μέσω του ΕΝΦΙΑ καθώς στα κτηνοτροφικά κτίσματα προσδιορίζονται πολύ μεγάλες αξίες, μετατρέποντάς τα ουσιαστικά σε «παλάτια» που ξεπερνούν το ύψος των 250.000 € και υπόκεινται σε συμπληρωματικό φόρο.
Πέραν των προαναφερόμενων οι κτηνοτρόφοι και οι πτηνοτρόφοι είναι υπερχρεωμένοι, δεν έχουν πλέον εισόδημα για να αποπληρώσουν τις οφειλές τους και υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν μαζικά το επάγγελμα.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητο για να μπορέσει η κτηνοτροφία και η πτηνοτροφία να επιβιώσει να αποπληρώσει τις οφειλές και να επενδύσει, να προχωρήσει η πολιτεία σε «Ειδική, γενναία ρύθμιση των κτηνοτροφικών- πτηνοτροφικών δανείων».
Επισημαίνεται ότι:
- Ήδη προχωρούν οι διαδικασίες πλειστηριασμών στους κτηνοτρόφους.
- Το τελευταίο διάστημα, είναι πολύ συχνές οι τηλεφωνικές απειλές των εισπρακτικών εταιρειών σε αγρότες και κτηνοτρόφους.
- Μεγάλος αριθμός κτηνοτρόφων δεν μπορούν να υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό αφού δεν πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος.
Οι προτάσεις του ΣΕΚ για τη ρύθμιση των δανείων των κτηνοτροφικών – πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων περιλαμβάνουν:
• Ειδική γενναία ρύθμιση των δανείων των κτηνοτρόφων (αφορά δεκάδες χιλιάδες εκμεταλλεύσεις) σε όλες τις τράπεζες γιατί δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
• Η ρύθμιση να αφορά τόσο τα εγγυημένα από το ελληνικό δημόσιο δάνεια όσο και τα κόκκινα δάνεια.
• Να διαγραφούν οι τόκοι υπερημερίας, το 70% των συμβατικών τόκων και το 50% του κεφαλαίου και το υπόλοιπο να αποπληρωθεί σε 20 χρόνια με χαμηλό επιτόκιο. Έτσι θα μπορέσουν να επιβιώσουν οι κτηνοτροφικέςπτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και να συνεχίσουν να παράγουν για τη χώρα τα υπερπολύτιμα και αρίστης ποιότητας προϊόντα (κρέας, γάλα κ.α). γεγονός που θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση.
• Να συμπεριληφθούν στη ρύθμιση όλες οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις (αιγοπροβατοτροφικές, αγελαδοτροφικές βοοτροφικές, χοιροτροφικές, πτηνοτροφικές)
• Να μην μπορεί να εκποιηθεί κανένας στάβλος ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και κανένα σπίτι κτηνοτρόφου.
• Να ανακληθούν άμεσα τα χρέη που έχουν σταλεί για βεβαίωση στα Δημόσια Ταμεία.
Εάν δεν υπάρξει βούληση της πολιτείας για ειδική, γενναία ρύθμιση των χρεών τόσο των εγγυημένων από το δημόσιο όσο και των κόκκινων δανείων οι κτηνοτρόφοι – πτηνοτρόφοι που έχουν απομείνει στο επάγγελμα και αγωνίζονται σε αντίξοες και πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι υποχρεωμένοι, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, να εγκαταλείψουν και αυτοί το επάγγελμα με ότι αυτό συνεπάγεται για τον αγροδιατροφικό τομέα, την επισιτιστική ασφάλεια, την περιφερειακή ανάπτυξη και τη συνολικότερη οικονομία της χώρας μας.