ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

18 Μαΐου 1821: Οι μάχες στα Βέρβενα και στα Δολιανά

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:50:00 π.μ. |
18 Μαΐου 1821: Η μάχες στα  Βέρβενα και στα Δολιανά
Στις 18 Μαΐου γιορτάζεται η 190η επέτειος της μάχης Βερβένων και Δολιανών, της διπλής μάχης που κατάφερε στους Τούρκους μια από τις πρώτες και συντριπτικότερες ήττες τους, ανοίγοντας τον δρόμο για την Άλωση της Τριπολιτσάς, εδραιώνοντας την μόλις δίμηνη Επανάσταση των Ελλήνων και ανυψώνοντας το αρχικά χαμηλό ηθικό τους.

Με την έναρξη του Αγώνα, προσδιορίστηκε ως κύριος στόχος του η κατάληψη της Τρίπολης, έδρας του διοικητή της Πελοποννήσου και γεωγραφικού και στρατηγικού κέντρου της, που ήταν απαραίτητο για το μέλλον της Επανάστασης να περάσει σύντομα σε ελληνικά χέρια. Με σκοπό τον αποκλεισμό και την κατάληψη της πρωτεύουσας του Μοριά οργανώθηκαν στρατόπεδα σε τέσσερα στρατηγικά σημεία στα βουνά της περιφέρειας του λεκανοπεδίου της (Βαλτέτσι, Χρυσοβίτσι, Πιάνα, Βέρβενα), των οποίων οι θέσεις επιλέχθηκαν από τον Κολοκοτρώνη.

Το πρώτο στρατόπεδο οργανώθηκε ήδη από τις 25 Μαρτίου στο μεσαιωνικό κεφαλοχώρι των Βερβένων, το οποίο, από το υψόμετρο των 1160 μέτρων του, έχει στα πόδια του όλη την πεδιάδα της Τριπολιτσάς, χωρίς να είναι το ίδιο ορατό από αυτήν, και διαθέτει εξαιρετική οπτική επαφή με τα άλλα τρία στρατόπεδα. 

 Πρόκειται για το πρώτο οργανωμένο στρατόπεδο του Αγώνα, το οποίο έμελλε να είναι και νικηφόρο. Στα Βέρβενα, εκτός από τους ντόπιους αγωνιστές υπό τον Κ. Καράμπελα, απόγονο του πολυτραγουδισμένου κλέφτη Θανάση Καράμπελα, συγκεντρώθηκαν οι αγωνιστές από την Κυνουρία υπό τον Αγιοπετρίτη Αναγνώστη Κονδάκη, από την Τεγέα υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη, από τη Μάνη και την υπόλοιπη Λακωνία υπό τους Μαυρομιχαλαίουςκαι τον Παν. Γιατράκο. Επικεφαλής του στρατοπέδου, που αριθμούσε περισσότερους από δυόμισι χιλιάδες αγωνιστές, τέθηκαν τρεις επιφανείς επίσκοποι της περιοχής, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και ενεργοί αγωνιστές, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Έλους Άνθιμος και ο Μελιτίνης Ιωακείμ.
Ο Πασάς της Πελοποννήσου Χουρσίτ, βρισκόταν τότε στα Γιάννενα, πολιορκώντας τον Αλή Πασά. Για να ενισχύσει τη φρουρά της Τριπολιτσάς, στην οποία είχε καταφύγει και πλήθος Τούρκων από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, πιεζόμενο από τις πρώτες κινήσεις των Επαναστατών, έστειλε εκεί τον Μουσταφά Μπέη με δύναμη τρεισήμισι χιλιάδων ανδρών. Στις 6 Μαΐου ο Μουσταφά Μπέης δέχεται θριαμβευτική υποδοχή στην Τριπολιτσά. Πρώτο μέλημά του είναι να διαλύσει τα ελληνικά στρατόπεδα.

Αρχίζει από το Βαλτέτσι στις 12 Μαΐου, με τη συμμετοχή 800 πολεμιστών που έσπευσαν εκεί από το στρατόπεδο Βερβένων. Η μάχη εκεί κράτησε είκοσι τρεις ώρες. Ο Κολοκοτρώνης θριάμβευσε. Οι Τούρκοι κατατροπώθηκαν και επέστρεψαν με μεγάλες απώλειες στην Τριπολιτσά. 

Ανασυγκροτήθηκαν σύντομα και έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση διάλυσης του στρατοπέδου των Βερβένων, που θα τους άνοιγε το δρόμο για τον Μυστρά και από κει για τη Μεσσηνία.

Έτσι, στις 18 Μαΐου με δύναμη οκτώ έως δέκα χιλιάδων πολεμιστών και με δύο κανόνια, οι Τούρκοι βγαίνουν νύχτα από την Τρίπολη εναντίον του στρατοπέδου των Βερβένων. Στις Ρίζες, το τελευταίο χωριό του τεγεατικού κάμπου, πριν ανηφορίσουν, χωρίστηκαν σε τρία τμήματα.

Το πρώτο κατευθύνθηκε προς τα Βέρβενα από την βραχώδη, κοφτή πλαγιά της Μαρμαριάς.
Το δεύτερο, στο οποίο βρισκόταν η διοίκηση, με τον Μουσταφά Μπέη και τα κανόνια, κατευθύνθηκε προς τα Δολιανά, ώστε να ξεκαθαρίσει το χωριό από τη μικρή δύναμη αγωνιστών που βρισκόταν εκεί, ως προφυλακή του στρατοπέδου των Βερβένων, και στη συνέχεια να ενωθεί με το πρώτο τμήμα στα Βέρβενα.

Το τρίτο κατευθύνθηκε προς το Δραγούνι (ανατολικά των Βερβένων και των Δολιανών) με σκοπό να διαλύσει τη φρουρά εκατό περίπου ανδρών που βρισκόταν εκεί και να συνεχίσει και αυτό προς τα Βέρβενα.

Αυτό το τελευταίο τμήμα, έκαμψε την αντίσταση των Ελλήνων στο Δραγούνι, σκοτώνοντας τον οπλαρχηγό Δ. Διγενή από τον Άγιο Ιωάννη και προχώρησε προς τα Βέρβενα. Για το δεύτερο τμήμα τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο ομαλά. Συνέβη εκείνη την ημέρα να βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα Δολιανά ο Νικηταράς. Είχε διανυκτερεύσει την προηγούμενη στο χωριό με εκατόν πενήντα άνδρες και το πρωί είχε αναχωρήσει κατευθυνόμενος προς το Άργος για την οργάνωση της πολιορκίας του Ναυπλίου. 

Βλέποντας από τα Δολιανά την τούρκικη δύναμη να πλησιάζει, οι κάτοικοι τρομαγμένοι τον κάλεσαν να γυρίσει πίσω. Αυτός έσπευσε και οχυρώθηκε με τους άνδρες του και με άλλους εκατόν πενήντα Δολιανίτες σε δεκατρία από τα σπίτια του χωριού. Οι πεντακόσιοι άνδρες που, μη γνωρίζοντας ακόμη τον κίνδυνο για το στρατόπεδο, ξεκίνησαν από τα Βέρβενα για να τους βοηθήσουν, όταν, προχωρώντας, βρέθηκαν μπροστά στο τμήμα του τούρκικου στρατού που ανέβαινε στα Βέρβενα, επέστρεψαν και οχυρώθηκαν στην άκρη του χωριού. Από το πρωί μέχρι τη δύση του ηλίου οι Τούρκοι πολιορκούσαν τους άνδρες του Νικηταρά οι οποίοι αμύνονταν, αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρχε.

Οι Τούρκοι επιτίθενται ορμητικά να καταλάβουν τα Βέρβενα, αλλά οι υπερασπιστές του στρατοπέδου, οχυρωμένοι μέσα στα πετρόχτιστα σπίτια, τους πύργους του χωριού, αλλά και τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει στην περιφέρειά του, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση και αναγκάζουν τους εχθρούς να αποσυρθούν στα βορειοανατολικά στο ύψωμα του Λούβρου, όπου και τοποθετούν μπαϊραχτάρη.

Βλέποντας το τούρκικο μπαϊράκι πάνω από το χωριό, οι Έλληνες μουδιάζουν, αλλά ένας ηρωικός Μανιάτης, καταφέρνει να εξοντώσει τον μπαϊραχτάρη, καθώς και έναν δεύτερο που αμέσως έβαλαν οι Τούρκοι στη θέση του. Η αποτυχία των Τούρκων να στήσουν τη σημαία τους στο βράχο προκάλεσε τρόμο στο στρατό τους και έδωσε νέα ορμή στο ελληνικό στρατόπεδο.

Οι αγωνιστές, αλλά και οι άμαχοι του χωριού εφορμούν εναντίον του εχθρού, τρέποντάς τον με πολλές απώλειες σε φυγή προς την κατεύθυνση των Δολιανών, όπου βρισκόταν η διοίκησή του. Οι Έλληνες τους καταδιώκουν και ανταλλάσσονται πυρά μέχρι τη δύση του ηλίου. Ο εχθρικός στρατός ανθίσταται για τελευταία φορά έξω από τα Δολιανά, αλλά δέχεται νέα επίθεση και τρέπεται σε άτακτη φυγή προς την Τρίπολη. Ο Μουσταφά Μπέης, που πολιορκεί τον Νικηταρά μέσα στα Δολιανά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα έξω από το χωριό, δίνει εντολή υποχώρησης. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και φεύγουν για να σωθούν προς την κατεύθυνση της Τρίπολης. Τότε ο Νικηταράς και οι άνδρες του βγαίνουν από τα σπίτια και καταδιώκουν με μένος τους Τούρκους, προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Το ορδί των Βερβένων τους επήρε από κοντά. Αφού εζύγωσαν κοντά εις τα Δολιανά ετσάκισαν και οι Τούρκοι οπού πολιορκούσαν τον Νικήτα, και έτσι εβγήκε ο Νικήτας με τους ανθρώπους του, και τους εκατέβασαν έως τον κάμπον κυνηγώντας».

Στην καταδίωξη αυτή ο Νικηταράς έδειξε για πρώτη φορά την μεγάλη πολεμική του ικανότητα, σκοτώνοντας τόσους εχθρούς, ώστε πήρε έκτοτε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος. Οι Τούρκοι φεύγουν πανικόβλητοι και η ομάδα του γενναίου (παρά το όνομά του) Βερβενιώτη μικροκαπετάνιου Αναστάση Κατουριάρη, τους κυριεύει τα κανόνια. Η ραγδαία βροχή που ξέσπασε και το σκοτάδι της νύχτας δεν έδωσαν στους Έλληνες τη δυνατότητα να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στον εχθρό. Ο Φωτάκος γράφει: «Μετά δέ την μάχην ενύκτωσε και η βροχή ήτο πολλή, και έπειτα εγένετο σκότος ψηλαφητόν. Ήτο η κατάρα του προφήτου Δαβίδ λέγοντος ‘η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα’, ο δέ Ελληνικός Άγγελος, ο φόβος, τους κατεδίωκεν….Αν είχαν οι Έλληνες μίαν ώραν ακόμη ημέραν ήθελαν τους κατασφάξει όλους»!

Ο Φωτάκος συνοψίζει τη σημασία της μάχης: «…έλαβαν οι Έλληνες τόλμην μεγάλην να μην φοβούνται πλέον τους Τούρκους και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Τούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Τούρκοι και έφευγαν». Και ο Κολοκοτρώνηςτονίζει: «…και έτσι εμούδιασαν οι Τούρκοι και δεν εβγήκαν άλλη φορά διά εκστρατείαν». Η ανάμνηση της μάχης είναι έντονη στα δύο χωριά, που ζουν στους ιστορικούς χώρους, ανάμεσα στα ταμπούρια, τους πύργους και τα ιστορικά σπίτια, όπου κατοίκησαν και οχυρώθηκαν οι αγωνιστές. Στην πλαγιά των Βερβένων, όπου έγινε η μάχη, βρίσκει κανείς ακόμη βόλια και κατά χρονικά διαστήματα οι κάτοικοι των δύο χωριών πάνδημα συμμετέχουν σε αναπαραστάσεις των ιστορικών γεγονότων, ζωντανεύοντάς τα πανηγυρικά.
Ο Νικηταράς έφευγεν εκείνο το πρωί από τα Δολιανά, δυσηρεστημένος εναντίον τών κατοίκων, οι οποίοι είχον αρνηθή να τού δώσουν κρασί διά τούς στρατιώτας του. Όταν ενεφανίσθησαν οι τούρκοι, ο αδελφός του Νικόλαος τού είπε: —

«Πάμε το δρόμο μας κι’ ας μήν αφήσουν οι τούρκοι ρουθούνι απ’ αυτούς (τούς Δολιανίτες )». —
«Όχι», απήντησε ο Νικηταράς. «Εγώ πάω στ’ Ανάπλι γιά Περσιάνους (τούρκους), κι’ εδώ που τούς βρήκα, θά τούς αφήσω;».

Καί ξαναγύρισεν εις τα Δολιανά. Κατά τήν διάρκειαν τής μάχης, οι τούρκοι ιππείς κατώρθωσαν να φθάσουν εις τούς ύπερθεν τού στρατοπέδου τών Βερβαίνων λόφους καί έστησαν εκεί μίαν σημαίαν. Δύο Μανιάται, από το σώμα τού Αντ. Μαυρομιχάλη, προσεφέρθησαν τότε να την καταρρίψουν.
«Τί αμοιβήν θέλετε;» τούς ρώτησαν.—

«Δυό δεκάρια φυσέκια καί τήν ευχή τού Δεσπότη» (Θεοδωρήτου Βρεσθένης ), απήντησαν.
Εξεκίνησαν αμέσως έρποντες καί μετ’ ολίγον ο τούρκος σημαιοφόρος έπιπτε νεκρός. Τήν θέσιν του επήρεν άλλος. Αλλά καί αυτός είχε τήν ιδίαν τύχην με τόν πρώτον καί μαζί του κατέπεσε καί η σημαία. Οι Έλληνες, που, πρός στιγμήν είχον κλονισθή, ώρμησαν τότε εναντίον τών Τούρκων καί τούς εξεδίωξαν, προξενήσαντες μεγάλας απωλείας εις αυτούς. Ο Νικηταράς, βλέποντας τους να φεύγουν τους φώναζε :
« Σταθήτε Πέρσαι να πολεμήσωμε»
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ