Ιστορίες δουλείας στην μετεπαναστατική Ελλάδα, με το πρώτο ελληνικό σύνταγμα να απαγορεύει την δουλεία, αλλά ο κληρονομημένος από τους Τούρκους θεσμός αυτός να ζει και να βασιλεύει. Το ίδιο και η υπουργική αυθαιρεσία.
Στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου που άρχισε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και τέλειωσε στις 16 Ιανουαρίου 1822, θέσπισε το πρώτο ελληνικό σύνταγμα με τις αρχές και τους θεσμούς του πολιτεύματος, καθώς και την καθιέρωση της ελληνικής σημαίας. Ήταν ένα σύνταγμα εξαιρετικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό, γι αυτό άλλωστε οι Βαυαροί αργότερα προσπάθησαν να υποβαθμίσουν πλήρως την ιστορική σημασία αυτής της Εθνοσυνέλευσης.
Ανάμεσα στα άλλα, κατάργησε τον θεσμό της δουλείας η οποία υπήρχε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Το Θ’ (9ο) άρθρο έγραφε συγκεκριμένα: «Εις την ελληνική επικράτειαν, ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας άμα πατήσας το ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος.»
Βέβαια, τα συντάγματα και οι νόμοι ορίζουν, πλην η πραγματική ζωή δεν προσαρμόζεται αμέσως με τα νέα δεδομένα, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με συνήθειες αιώνων και με ανθρώπους αναλφάβητους που δεν κατανοούν τις λεπτές αποχρώσεις των διαφόρων νομικών εννοιών. Από τα αρχεία της Γενικής Διοίκησης του Ναυπλίου λοιπόν, αλιεύσαμε μια επιστολή διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση του Δημητρίου Σαράτζη Γιαννακόπουλου, σταλμένη την 1η Σεπτεμβρίου 1825.
Ο Γιαννακόπουλος ήταν αγωνιστής της επανάστασης, τσαρουχάς και σαμαροποιός το επάγγελμα και η καταγγελία του στρεφόταν κατά του τότε υπουργού της αστυνομίας Δημητρίου Δεσύλλα, κομματάρχη του Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Μην σας ξεγελά η γλώσσα της επιστολής, ο Γιαννακόπουλος ήταν αγράμματος, απλώς όποιος ήθελε να στείλει γράμμα στη διοίκηση κατέφευγε στους επαγγελματίες γραμματικούς επί πληρωμή: Γράφει ο παραπονούμενος:
«Ο κύριος υπουργός της αστυνομίας με επήρε την αράπισσαν μου και δεν θέλει να με την επιστρέψει, επί λόγω ότι σκλάβα στην Ελλάδα δεν υπάρχει και ότι η θέλησις της είναι ελευθέρα εις όποιον θέλει να ακολουθήσει. Εγώ μήτε σκλάβα την είχον, μήτε να την πωλήσω εφαντάσθην ποτέ, πληρώσας όμως τα έξοδα της ελευθερίας και διασώσεως της εκ των στρατιωτών, την παρέλαβον ως δούλην.»
Εδώ είναι φανερό ότι ο Γιαννακόπουλος διαχωρίζει τη σκλάβα από τη δούλα, θεωρώντας ότι η απαγόρευση της σκλαβιάς -που στο μυαλό του ταυτίζεται με το δικαίωμα αγοραπωλησίας ανθρώπων- δεν είναι αντίθετη με τη δουλεία, τη δωρεάν δηλαδή χρήση δηλαδή της εργατικής δύναμης του δούλου από το αφεντικό. Γίνεται επίσης φανερό ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση, σκλαβιά υπήρχε αφού οι στρατιώτες πουλούσαν σε πολίτες τους αιχμαλώτους που έπιαναν, όπως η συγκεκριμένη αράπισσα όπως τη λέει ο Γιαννακόπουλος.
Όπως φαίνεται από τη μακροσκελή επιστολή του, ο Γιαννακόπουλος θεωρούσε ηθικό και σύννομο να του δουλέψει η αράπισσα μέχρι να βγάλει τα λεφτά της αγοράς της από τον στρατιώτη, διαμαρτύρεται δε ακόμα περισσότερο διότι μόλις την αγόρασε αντί να αρχίσει να του δουλεύει αρρώστησε, με αποτέλεσμα να δουλεύει ο Γιαννακόπουλος και για να κάνει καλά τη δούλα του. Και μόλις αυτή συνήλθε, τον παράτησε και πήγε στο σπίτι του υπουργού. Εδώ ο διαμαρτυρόμενος βάζει και το ταξικό ζήτημα, αφού εξηγεί ότι δεν υφίσταται θέμα ελεύθερης βούλησης της αράπισσας, αφού αυτός είναι φτωχός κι ο υπουργός πλούσιος, άρα ήταν λογικό αυτή να προτιμήσει να δουλεύει στο πλουσιόσπιτο.
Απ’ ότι φαίνεται πάντως και ο Δεσύλλας δεν ήταν κανένας ακριβοδίκαιος υπουργός. Γράφει παρακάτω ο Γιαννακόπουλος: «Τη βλέπει μαύρην , τη φαντάζεται Τούρκαν και δια τούτο θέλει να με την υστερήσει με την πρόφασιν της απελευθερώσεως, ενώ προ ολίγων ημερών ενομοθέτει τα ενάντια δια μίαν άλλην Τούρκαν και επέμενε να δοθεί εις τον πρώτον αυθέντην της. Όλοι έχουν δούλας και ημπορεί να δοθεί πληροφορία πόσα πληρώνουν δια μίαν αράπισσαν και το δεινότερον, να έρχονται στρατιώται εις το οσπίτιον να με φοβερίζουν;» Στα αρχεία της διοίκησης δεν υπάρχει η απάντηση για να μάθουμε σε ποιόν τελικά κατοχυρώθηκε η δύστυχη αράπισσα, σε μια χώρα που το Σύνταγμα απαγόρευσε τη δουλεία.
Στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου που άρχισε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και τέλειωσε στις 16 Ιανουαρίου 1822, θέσπισε το πρώτο ελληνικό σύνταγμα με τις αρχές και τους θεσμούς του πολιτεύματος, καθώς και την καθιέρωση της ελληνικής σημαίας. Ήταν ένα σύνταγμα εξαιρετικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό, γι αυτό άλλωστε οι Βαυαροί αργότερα προσπάθησαν να υποβαθμίσουν πλήρως την ιστορική σημασία αυτής της Εθνοσυνέλευσης.
Ανάμεσα στα άλλα, κατάργησε τον θεσμό της δουλείας η οποία υπήρχε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Το Θ’ (9ο) άρθρο έγραφε συγκεκριμένα: «Εις την ελληνική επικράτειαν, ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος, αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας άμα πατήσας το ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος.»
Βέβαια, τα συντάγματα και οι νόμοι ορίζουν, πλην η πραγματική ζωή δεν προσαρμόζεται αμέσως με τα νέα δεδομένα, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με συνήθειες αιώνων και με ανθρώπους αναλφάβητους που δεν κατανοούν τις λεπτές αποχρώσεις των διαφόρων νομικών εννοιών. Από τα αρχεία της Γενικής Διοίκησης του Ναυπλίου λοιπόν, αλιεύσαμε μια επιστολή διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση του Δημητρίου Σαράτζη Γιαννακόπουλου, σταλμένη την 1η Σεπτεμβρίου 1825.
Ο Γιαννακόπουλος ήταν αγωνιστής της επανάστασης, τσαρουχάς και σαμαροποιός το επάγγελμα και η καταγγελία του στρεφόταν κατά του τότε υπουργού της αστυνομίας Δημητρίου Δεσύλλα, κομματάρχη του Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Μην σας ξεγελά η γλώσσα της επιστολής, ο Γιαννακόπουλος ήταν αγράμματος, απλώς όποιος ήθελε να στείλει γράμμα στη διοίκηση κατέφευγε στους επαγγελματίες γραμματικούς επί πληρωμή: Γράφει ο παραπονούμενος:
«Ο κύριος υπουργός της αστυνομίας με επήρε την αράπισσαν μου και δεν θέλει να με την επιστρέψει, επί λόγω ότι σκλάβα στην Ελλάδα δεν υπάρχει και ότι η θέλησις της είναι ελευθέρα εις όποιον θέλει να ακολουθήσει. Εγώ μήτε σκλάβα την είχον, μήτε να την πωλήσω εφαντάσθην ποτέ, πληρώσας όμως τα έξοδα της ελευθερίας και διασώσεως της εκ των στρατιωτών, την παρέλαβον ως δούλην.»
Εδώ είναι φανερό ότι ο Γιαννακόπουλος διαχωρίζει τη σκλάβα από τη δούλα, θεωρώντας ότι η απαγόρευση της σκλαβιάς -που στο μυαλό του ταυτίζεται με το δικαίωμα αγοραπωλησίας ανθρώπων- δεν είναι αντίθετη με τη δουλεία, τη δωρεάν δηλαδή χρήση δηλαδή της εργατικής δύναμης του δούλου από το αφεντικό. Γίνεται επίσης φανερό ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση, σκλαβιά υπήρχε αφού οι στρατιώτες πουλούσαν σε πολίτες τους αιχμαλώτους που έπιαναν, όπως η συγκεκριμένη αράπισσα όπως τη λέει ο Γιαννακόπουλος.
Όπως φαίνεται από τη μακροσκελή επιστολή του, ο Γιαννακόπουλος θεωρούσε ηθικό και σύννομο να του δουλέψει η αράπισσα μέχρι να βγάλει τα λεφτά της αγοράς της από τον στρατιώτη, διαμαρτύρεται δε ακόμα περισσότερο διότι μόλις την αγόρασε αντί να αρχίσει να του δουλεύει αρρώστησε, με αποτέλεσμα να δουλεύει ο Γιαννακόπουλος και για να κάνει καλά τη δούλα του. Και μόλις αυτή συνήλθε, τον παράτησε και πήγε στο σπίτι του υπουργού. Εδώ ο διαμαρτυρόμενος βάζει και το ταξικό ζήτημα, αφού εξηγεί ότι δεν υφίσταται θέμα ελεύθερης βούλησης της αράπισσας, αφού αυτός είναι φτωχός κι ο υπουργός πλούσιος, άρα ήταν λογικό αυτή να προτιμήσει να δουλεύει στο πλουσιόσπιτο.
Απ’ ότι φαίνεται πάντως και ο Δεσύλλας δεν ήταν κανένας ακριβοδίκαιος υπουργός. Γράφει παρακάτω ο Γιαννακόπουλος: «Τη βλέπει μαύρην , τη φαντάζεται Τούρκαν και δια τούτο θέλει να με την υστερήσει με την πρόφασιν της απελευθερώσεως, ενώ προ ολίγων ημερών ενομοθέτει τα ενάντια δια μίαν άλλην Τούρκαν και επέμενε να δοθεί εις τον πρώτον αυθέντην της. Όλοι έχουν δούλας και ημπορεί να δοθεί πληροφορία πόσα πληρώνουν δια μίαν αράπισσαν και το δεινότερον, να έρχονται στρατιώται εις το οσπίτιον να με φοβερίζουν;» Στα αρχεία της διοίκησης δεν υπάρχει η απάντηση για να μάθουμε σε ποιόν τελικά κατοχυρώθηκε η δύστυχη αράπισσα, σε μια χώρα που το Σύνταγμα απαγόρευσε τη δουλεία.
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Πηγή:newsit.gr