«Θεμέλιον του πολιτεύματος τούτου (κοινοβουλευτικού) είναι η ύπαρξις δύο κομμάτων εν τη Βουλή…» σημείωνε χαρακτηριστικά στο μνημειώδες άρθρο του «Τις πταίει;» (εφ. Καιροί, 29.6.1874) ο Χαρίλαος Τρικούπης.
Στο συγκεκριμένο άρθρο ο Μεσολογγίτης πολιτικός δεν επιμέριζε τις ευθύνες για την αναποτελεσματική λειτουργία της βασιλευόμενης μεν, κοινοβουλευτικής όμως φύσης του δημοκρατικού πολιτεύματος μονάχα στον θρόνο. Αντιθέτως, ως συνυπεύθυνο θεωρούσε και το κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, την ύπαρξη, δηλαδή, πολλών προσωπικών, ως επί το πλείστον, κομμάτων, με την αξιοποίηση των οποίων ο τότε βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ διόριζε, κατά το δοκούν, Κυβερνήσεις μειοψηφίας. Για τον λόγο αυτό, ο «πατέρας» του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα συμπλήρωνε «πόθεν όμως ο πολλαπλασιασμός των κομμάτων; Ουχί άλλοθεν ειμί εκ της προσκλήσεως εις την εξουσίαν των μειοψηφιών», καταλήγοντας στην αναγκαιότητα παγίωσης ενός δικομματικού συστήματος, όπου δύο μόνο ισχυρά κόμματα εξουσίας θα εναλλάσσονται περιοδικά, κατόπιν της διεξαγωγής εκλογών, στον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, συμβάλλοντας στην παγίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά, οι τρικουπικές παροτρύνσεις έχουν καταστεί ξανά επίκαιρες εξαιτίας αποτελέσματος των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.
Για πρώτη φορά έπειτα από 7 έτη βύθισης του ελληνικού πολιτικού συστήματος στην πολύπλευρη -οικονομική, κοινωνική και πνευματική- κρίση, ο δικομματισμός επανεμφανίστηκε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μπορεί τα δύο κόμματα εξουσίας να μην ξεπέρασαν αθροιστικά το 80% ή και 85% των ψήφων του εκλογικού σώματος περασμένων δεκαετιών, εντούτοις το 71% που συγκέντρωσαν επανέφερε τον δικομματισμό στο εν Ελλάδι πολιτικό γίγνεσθαι. Εάν αυτή η τάση, μάλιστα, συνεχιστεί και λάβει εκ νέου αυξητικές διαστάσεις, θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη και κυρίως ποιοτικότερη λειτουργία του πολιτεύματος. Τούτο εκπορεύεται τόσο από τα πλεονεκτήματα του δικομματισμού έναντι του πολυκομματισμού, όσο και από την πολιτική παράδοση της Ελλάδας.
Μπορεί μεν η συμμετοχή πολλών πολιτικών φορέων στις εκλογές και κυρίως στη Βουλή να συμβαδίζει με μία από τις θεμελιωδέστερες αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, την αρχή της αντιπροσώπευσης, ωστόσο διακρίνεται και από ορισμένα εξαιρετικά αρνητικά στοιχεία. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν αφ’ ενός η πολιτική αστάθεια που δύναται να προκαλεί, αφ’ ετέρου οι εξαγορές συνειδήσεων που επιφέρει συνήθως η αναζήτηση εμπιστοσύνης από μία Κυβέρνηση που δεν διαθέτει, ή που έχει απολέσει, την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής. Παράλληλα, στα αρνητικά γνωρίσματα του πολυκομματισμού συγκαταλέγεται η διάχυση του λαϊκισμού, τον οποίο τείνουν να αξιοποιούν πρωτοεμφανισθέντες ή γενικά αδύναμοι σε εκλογική επιρροή πολιτικοί φορείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν το κατώφλι της εισόδου τους στην εθνική αντιπροσωπεία.
Από την άλλη, ένα πολιτικό σύστημα με ισχυρό δικομματισμό, μπορεί μεν να διακρίνεται φαινομενικά από χαμηλότερη αντιπροσώπευση, υπερτερεί όμως σε έτερα, ποιοτικότερα για τη λειτουργία του πολιτεύματος, στοιχεία. Σε αυτά δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνουν η προεκλογική σοβαρότητα και υπευθυνότητα, όπου τα δύο κόμματα εξουσίας, με βάση τους προγραμματικούς τους στόχους, διεκδικούν ελεύθερα την ψήφο των πολιτών. Ουδόλως τυχαία, άλλωστε, στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση τα προεκλογικά προγράμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές, ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς της εθνικής οικονομίας, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Ταυτόχρονα, ενόσω ο δικομματισμός και οι εκπορευόμενες από αυτόν μονοκομματικές πλειοψηφικές Κυβερνήσεις ευθύνονται για την πρωθυπουργοκεντρική εκδοχή της ελληνικής δημοκρατίας, αυτή δύναται εύκολα να αντιμετωπιστεί και εντός του πλαισίου του, διαμέσου της μερικής ενίσχυσης των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, την αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής, που συμβαδίζει και με το ήθος και την ποιότητα των μελών της, και την αποκατάσταση της συλλογικής λειτουργίας του Υπουργικού Συμβουλίου, την οποία φέρεται πως θα ενθαρρύνει ο νέος πρωθυπουργός.
Κοντολογίς, η παρουσία δύο ισχυρών παικτών εντός του πολιτικού συστήματος μπορεί να επιφέρει τη βελτίωση του τρόπου ενάσκησης της εξουσίας. Γι’ αυτό και ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο Τρικούπης επέμενε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, έχοντας βιώσει, διαμέσου των εμπειριών του πατρός του, την πολυαρχία της επαναστατικής περιόδου, που είχε οδηγήσει στις εμφύλιες συρράξεις κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όπως επίσης και την ασέβεια απέναντι στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του Όθωνα και του Γεωργίου του Α’, που διόριζαν συνεχώς Κυβερνήσεις μειοψηφίας της αρεσκείας τους στην περίοδο 1844-1875. Κατά την τελευταία 90ετία, μάλιστα, ο πολυκομματισμός και η κυβερνητική αστάθεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1930 οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην επιβολή του βασιλομεταξικού καθεστώτος της περιόδου 1936-1941, ο δε κατακερματισμός του κομματικού συστήματος στις εκλογές του Μαΐου του 2012 έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της ακυβερνησίας και της εξόδου της από την ευρωπαϊκή κοινότητα. Επομένως, ακόμα και στις μέρες μας, οι από το 1874 παροτρύνσεις του μεγάλου Μεσολογγίτη πολιτικού δεν μπορεί παρά να είναι επίκαιρες.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Για πρώτη φορά έπειτα από 7 έτη βύθισης του ελληνικού πολιτικού συστήματος στην πολύπλευρη -οικονομική, κοινωνική και πνευματική- κρίση, ο δικομματισμός επανεμφανίστηκε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μπορεί τα δύο κόμματα εξουσίας να μην ξεπέρασαν αθροιστικά το 80% ή και 85% των ψήφων του εκλογικού σώματος περασμένων δεκαετιών, εντούτοις το 71% που συγκέντρωσαν επανέφερε τον δικομματισμό στο εν Ελλάδι πολιτικό γίγνεσθαι. Εάν αυτή η τάση, μάλιστα, συνεχιστεί και λάβει εκ νέου αυξητικές διαστάσεις, θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη και κυρίως ποιοτικότερη λειτουργία του πολιτεύματος. Τούτο εκπορεύεται τόσο από τα πλεονεκτήματα του δικομματισμού έναντι του πολυκομματισμού, όσο και από την πολιτική παράδοση της Ελλάδας.
Μπορεί μεν η συμμετοχή πολλών πολιτικών φορέων στις εκλογές και κυρίως στη Βουλή να συμβαδίζει με μία από τις θεμελιωδέστερες αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, την αρχή της αντιπροσώπευσης, ωστόσο διακρίνεται και από ορισμένα εξαιρετικά αρνητικά στοιχεία. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν αφ’ ενός η πολιτική αστάθεια που δύναται να προκαλεί, αφ’ ετέρου οι εξαγορές συνειδήσεων που επιφέρει συνήθως η αναζήτηση εμπιστοσύνης από μία Κυβέρνηση που δεν διαθέτει, ή που έχει απολέσει, την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής. Παράλληλα, στα αρνητικά γνωρίσματα του πολυκομματισμού συγκαταλέγεται η διάχυση του λαϊκισμού, τον οποίο τείνουν να αξιοποιούν πρωτοεμφανισθέντες ή γενικά αδύναμοι σε εκλογική επιρροή πολιτικοί φορείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν το κατώφλι της εισόδου τους στην εθνική αντιπροσωπεία.
Από την άλλη, ένα πολιτικό σύστημα με ισχυρό δικομματισμό, μπορεί μεν να διακρίνεται φαινομενικά από χαμηλότερη αντιπροσώπευση, υπερτερεί όμως σε έτερα, ποιοτικότερα για τη λειτουργία του πολιτεύματος, στοιχεία. Σε αυτά δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνουν η προεκλογική σοβαρότητα και υπευθυνότητα, όπου τα δύο κόμματα εξουσίας, με βάση τους προγραμματικούς τους στόχους, διεκδικούν ελεύθερα την ψήφο των πολιτών. Ουδόλως τυχαία, άλλωστε, στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση τα προεκλογικά προγράμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές, ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς της εθνικής οικονομίας, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Ταυτόχρονα, ενόσω ο δικομματισμός και οι εκπορευόμενες από αυτόν μονοκομματικές πλειοψηφικές Κυβερνήσεις ευθύνονται για την πρωθυπουργοκεντρική εκδοχή της ελληνικής δημοκρατίας, αυτή δύναται εύκολα να αντιμετωπιστεί και εντός του πλαισίου του, διαμέσου της μερικής ενίσχυσης των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, την αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής, που συμβαδίζει και με το ήθος και την ποιότητα των μελών της, και την αποκατάσταση της συλλογικής λειτουργίας του Υπουργικού Συμβουλίου, την οποία φέρεται πως θα ενθαρρύνει ο νέος πρωθυπουργός.
Κοντολογίς, η παρουσία δύο ισχυρών παικτών εντός του πολιτικού συστήματος μπορεί να επιφέρει τη βελτίωση του τρόπου ενάσκησης της εξουσίας. Γι’ αυτό και ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο Τρικούπης επέμενε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, έχοντας βιώσει, διαμέσου των εμπειριών του πατρός του, την πολυαρχία της επαναστατικής περιόδου, που είχε οδηγήσει στις εμφύλιες συρράξεις κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όπως επίσης και την ασέβεια απέναντι στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του Όθωνα και του Γεωργίου του Α’, που διόριζαν συνεχώς Κυβερνήσεις μειοψηφίας της αρεσκείας τους στην περίοδο 1844-1875. Κατά την τελευταία 90ετία, μάλιστα, ο πολυκομματισμός και η κυβερνητική αστάθεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1930 οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην επιβολή του βασιλομεταξικού καθεστώτος της περιόδου 1936-1941, ο δε κατακερματισμός του κομματικού συστήματος στις εκλογές του Μαΐου του 2012 έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της ακυβερνησίας και της εξόδου της από την ευρωπαϊκή κοινότητα. Επομένως, ακόμα και στις μέρες μας, οι από το 1874 παροτρύνσεις του μεγάλου Μεσολογγίτη πολιτικού δεν μπορεί παρά να είναι επίκαιρες.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών