Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, στο Νομό Λακωνίας.
Εκεί και το γνωστό μεσαιωνικό φρούριο πάνω στον βράχο που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια επί της λακωνικής ακτής.
Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.
Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Πολλές από τις οδούς είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Ο κόλπος της Παλαιάς Μονεμβασιάς βρίσκεται στο Βορρά. Το παρωνύμιο της Μονεμβασιάς είναι «Γιβραλτάρ της ανατολής», επειδή τυγχάνει να είναι σε σμίκρυνση πανομοιότυπη με τον βράχο του Γιβραλτάρ.
Μπαίνοντας στην πόλη ο κεντρικός δρόμος με το βυζαντινό καλντερίμι οδηγεί στη Κεντρική Πλατεία με το παλαιό κανόνι και την Εκκλησία του Ελκομένου Χριστού.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καταγόταν από τη Μονεμβασιά, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.
Αρχαιότητα
Λίγο βορειότερα από τη Μονεμβασιά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η Επίδαυρος Λιμηρά. Η περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς κατοικείται από την προϊστορία. Την επισκέφθηκε ο Παυσανίας και περιέγραψε ότι απέναντι από την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο το οποίο αναφέρει ως «άκρα Μινώα», η οποία έχει ταυτοποιηθεί ως η Μονεμβασιά. Ο Στράβων ένα αιώνα αργότερα την αναφέρει ως «φρούριο Μινώα».
Ίδρυση
Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα.
Σύμφωνα με το μεταγενέστερο Χρονικό της Μονεμβασίας, η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά από επιδρομή Σλάβων το 587-588, επί βασιλείας Μαυρικίου.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη.
Βυζαντινή περίοδος
Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά - μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι - η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο.
Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης.
Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται.
Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και όχι μόνο στην αθέατα πλευρά του και σε ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως ο ναός της αγίας Σοφίας (αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία Οδηγήτρια) στην πάνω πόλη και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανόν λόγω της τοποθέτησης της εικόνας του Χριστού Ελκόμενου στο ναό.
Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασία είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου.
Το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες.
Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία.
Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου.
Τουρκοκρατία
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την προϊούσα παρακμή της πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης.
Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της και το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και τη Μονεμβασία, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Θωμά Παλαιολόγου στον πάπα Πίο Β', η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί.
Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν με τη Βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση
Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821. Ακολούθησαν διαμάχες για την διανομή των λαφύρων και τη διοίκηση, οι οποίες οδήγησαν στην αναρχία. Το Μάρτιο του 1822 αποφασίστηκε από την προσωρινή διοίκησης της Ελλάδας η επισκευή του φρουρίου και η αποστολή φρουράς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση στο φρούριο να χειροτερεύει.
Στη συνέχεια το φρούριο και η επαρχία Μονεμβασιάς έπεσε θύμα του εμφυλίου πολέμου. Οι Μανιάτες με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη άρχισαν να πολιορκούν το φρούριο τον Σεπτέμβριο του 1823.
Εκεί και το γνωστό μεσαιωνικό φρούριο πάνω στον βράχο που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια επί της λακωνικής ακτής.
Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.
Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Πολλές από τις οδούς είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Ο κόλπος της Παλαιάς Μονεμβασιάς βρίσκεται στο Βορρά. Το παρωνύμιο της Μονεμβασιάς είναι «Γιβραλτάρ της ανατολής», επειδή τυγχάνει να είναι σε σμίκρυνση πανομοιότυπη με τον βράχο του Γιβραλτάρ.
Μπαίνοντας στην πόλη ο κεντρικός δρόμος με το βυζαντινό καλντερίμι οδηγεί στη Κεντρική Πλατεία με το παλαιό κανόνι και την Εκκλησία του Ελκομένου Χριστού.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καταγόταν από τη Μονεμβασιά, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.
Αρχαιότητα
Λίγο βορειότερα από τη Μονεμβασιά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η Επίδαυρος Λιμηρά. Η περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς κατοικείται από την προϊστορία. Την επισκέφθηκε ο Παυσανίας και περιέγραψε ότι απέναντι από την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο το οποίο αναφέρει ως «άκρα Μινώα», η οποία έχει ταυτοποιηθεί ως η Μονεμβασιά. Ο Στράβων ένα αιώνα αργότερα την αναφέρει ως «φρούριο Μινώα».
Ίδρυση
Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα.
Σύμφωνα με το μεταγενέστερο Χρονικό της Μονεμβασίας, η πόλη εγκαταλείφθηκε μετά από επιδρομή Σλάβων το 587-588, επί βασιλείας Μαυρικίου.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη.
Βυζαντινή περίοδος
Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά - μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι - η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο.
Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης.
Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται.
Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και όχι μόνο στην αθέατα πλευρά του και σε ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως ο ναός της αγίας Σοφίας (αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία Οδηγήτρια) στην πάνω πόλη και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανόν λόγω της τοποθέτησης της εικόνας του Χριστού Ελκόμενου στο ναό.
Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασία είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου.
Το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες.
Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία.
Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου.
Τουρκοκρατία
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την προϊούσα παρακμή της πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης.
Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της και το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και τη Μονεμβασία, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Θωμά Παλαιολόγου στον πάπα Πίο Β', η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί.
Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν με τη Βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση
Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821. Ακολούθησαν διαμάχες για την διανομή των λαφύρων και τη διοίκηση, οι οποίες οδήγησαν στην αναρχία. Το Μάρτιο του 1822 αποφασίστηκε από την προσωρινή διοίκησης της Ελλάδας η επισκευή του φρουρίου και η αποστολή φρουράς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση στο φρούριο να χειροτερεύει.
Στη συνέχεια το φρούριο και η επαρχία Μονεμβασιάς έπεσε θύμα του εμφυλίου πολέμου. Οι Μανιάτες με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη άρχισαν να πολιορκούν το φρούριο τον Σεπτέμβριο του 1823.
Μέχρι το Μάρτιο του 1824 τα μισά χωριά της επαρχίας είχαν περάσει στην κατοχή των Μανιατών, και ενώ συνέχιζαν να πολιορκούν το φρούριο, η κεντρική διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρει 3-4 κανόνια από την Μονεμβασιά στις Σπέτσες. Επίσης, στο φρούριο κατέφτασαν Κρήτες και Ψαριανοί μετά την καταστροφή των Ψαρών, όμως η πολιορκία του φρουρίου συνεχίστηκε. Τον Ιανουάριο του 1827 έφτασε στο φρούριο ο Δημήτριος Πλαπούτας με 200 στρατιώτες και οι κάτοικοι και οι έφοροι της Μονεμβασιάς συμφώνησαν να παραδοθεί σε αυτόν η διοίκηση του κάστρου, ώστε να απελευθερωθεί το φρούριο, όπως και εγένετο με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης την 1η Μαρτίου 1827.
Όμως, ο Μαυρομιχάλης συνέχισε να προσπαθεί να κατακτήσει το φρούριο, με αποτέλεσμα ο Πλαπούτας να αποχωρήσει, μη αποδεχόμενος αυτή τη συμπεριφορά, και τελικά ο Μαυρομιχάλης να τεθεί επικεφαλής του κάστρου. Οι συνεχείς αυτές έριδες απέτρεψαν τη Μονεμβασιά από τη δυνατότητα να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις σχετικά με τη ίδρυση του ελληνικού κράτους και να μην καταφέρει να αποκτήσει την παλιά της αίγλη.
Τμήμα της Ελλάδας
Στην στατιστική περιγραφή της Μονεμβασιάς το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης.
Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός.
Τμήμα της Ελλάδας
Στην στατιστική περιγραφή της Μονεμβασιάς το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης.
Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός.