ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Ευχές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

ΕΥΧΕΣ

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

7 Σεπτεμβρίου 1833 φυλακίζονται ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ.Πλαπούτας

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:05:00 π.μ. | | | | |
7 Σεπτεμβρίου 1833 φυλακίζονται ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ.Πλαπούτας
 Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στο Παλαμήδι από τη Βαυαρική Ανιβασιλεία, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Την νύχτα μεταξύ 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1833, από το φρούριο του Ναυπλίου Παλαμήδι, κατόπιν εμπιστευτικής και αυστηροτάτης άνωθεν διαταγής, και συγκεκριμένα από τον Υπουργό των Στρατιωτικών της τότε Αντιβασιλείας, ο μοίραρχος Κλεώπας με απόσπασμα από σαράντα χωροφύλακες εξήλθε του φρουρίου και οδήγησε αυτούς με όλες τις επιβαλλόμενες της αποστολής προφυλάξεις, μπροστά από τον μικρό οικίσκο. Και τώρα ας αφήσουμε τους υπέροχους αυτούς άντρες που διέσωσαν την ιστορική αυτή στιγμή να μας την αφηγηθούν:

Η σύλληψη του Κολοκοτρώνη


«Ητο λοιπόν μεσονύκτιον όταν ο Κλεώπας με τους χωροφύλα-κας έφθασε προ της θύρας του ερημητηρίου εκείνου, του εγκλείοντος τον προγεγραμένον αγωνιστήν. Απόλυτος ηρεμία εβασίλευεν εις τα πέριξ. Τα παράθυρα του οικίσκου ήσαν κλειστά. Ουδε ίχνος ζωής. Ο προγραφείς δεν είχεν ούτε καν ένα σκύλλον, ίνα τον ειδοποιήση ότι κατα εκείνην την ώραν ευρίσκετο εν διωγμώ. Αλλος τις προ της μελαγχολικής εκείνης ηρεμίας των πάντων ευρισκόμενος, θα εδίσταζεν ίσως να ταράξη τον ύπνον γέροντος, όστις οσάκις επί πεντηκονταετίαν ηγρύπνησεν, ίνα καθαρίση το έδαφος του νεαρού Βασιλείου από τους Τούρκους.

Αλλα ο Κλεώπας είχε λάβει από τον Υπουργόν των Στρατιωτικών εμπιστευτικάς και αυστηροτάτας διαταγάς. Διέταξε λοιπόν ευθύς τους χωροφύλακας να κυκλώσωσι τον οικίσκον και να ετοιμάσωσι τα όπλα των. Αυτός δε έκρουσεν ισχυρώς την θύραν.

Μετα ολίγα λεπτά το μικρόν παράθυρον ήνοιξε. Οι χωροφύλακες ετοιμάζονται προς άμυναν, νομίσαντες ότι θα ήστραπτον εκεί καρυοφύλλια ανταρτών. Αλλα αντί τούτων εφάνη η πολιά κεφαλή του ημιγύμνου γέροντος, όστις περιφέρων το αέτειον βλέμμα του ηρώτησε με την βροντώδη φωνήν του:

– Ποίος είνε;

– Εγώ! Ο Μοίραρχος, ο Κλεώπας…

– Και τι ζητείς;

– Έχω διαταγήν να κάμω έρευναν. Εδώ μέσα είνε οπλοφόροι και όπλα.

Ο Κολοκοτρώνης εκάγχασεν, αλλα έσπευσεν αμέσως να ανοίξη την θύραν και έπεσε πάλιν εις την κλίνην του, αφήσας ελεύθερον τον Κλεώπαν να ερευνήση. Οι χωροφύλακες εισορμήσαντες ηρεύνησαν πανταχού. Η ελπίς ευρέσεως όπλων και οπλοφόρων ήτο φρούδη. Εύρον μόνον εν σπαθί, εν τουφέκι και μίαν πιστόλαν ανήκοντα εις αυτόν τον Κολοκοτρώνην, τα οποία και κατέσχον. Αυτά ήσαν τα όπλα τα οποία έλαβον τοσάκις το βάπτισμα του πυρός και τοσάκις εδόξασαν την μαχομένην πατρίδα.

Εν τέλει ο Κλεώπας ανήγγειλεν εις τον γέροντα, ότι διαταγή της Αντιβασιλείας διατελεί υπό κράτησιν και να ενδυθή, διότι θα τον οδη-γήση εις την φυλακήν!

Ο Κολοκοτρώνης επήδησεν από της κλίνης και ήρξατο να ενδύ-εται, τότε δε μόλις προσέξας εις το πλήθος της ενόπλου δυνάμεως είπε πικρώς σαρκάζων προς τον Κλεώπαν:

– Τι εχρειάζετο τόσος στρατός; Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα, μα ένα γράμμα να πάω στα Ανάπλι και μα ένα φανάρι στο στόμα του για να μας φέγγη και των δυό μας…..

Εν τω μεταξύ ο Κλεώπας είχε συνάξη από τα κιβώτια και τα ερμάρια της οικίας όλα τα έγγραφα άτινα, εσφράγισεν ενώπιον του Κολοκοτρώνη. Εκείνος όμως τελείως αδιαφορών δια όλα ταύτα ητοιμάσθη και πρώτος εξήλθε, καλών τους στρατιώτας εις εκπλήρωσιν των ανεξηγήτων δια αυτόν διαταγών. Οι χωροφύλακες τον περιεστοίχισαν και συνοδία σιωπηλή ηκολούθησε δια πλαγίων ατραπών την άγουσαν προς την Αρβανιτιάν (Παλαμήδι). Η νυχτερινή ηρεμία επηύξανε την τραγικότητα του σοβαρού γεγονότος.

Ο γέρων βαδίζων σύννους θα έστρεφε βεβαίως το βλέμμα προς τα Δερβενάκια (είναι πλησίον και ορατά), όπου άλλοτε συνέτριψε τας στρατιάς του Δράμαλη και προς τους κοπάνους των όπλων των χωροφυλάκων, οίτινες ήδη τοσούτον μυστηριωδώς τον απήγον δεσμώτην εις το πρετώριον, διΆ αιτίαν όλως άγνωστον εις αυτόν.»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

1770 – 1843

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.

Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.

Στις 23 Μαρτίου του 1823 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.

Στη μάχη των Δερβενακίων (26 – 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).

Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.

Δημήτριος Πλαπούτας
1786 – 1864


Ο Δημήτριος Πλαπούτας γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Αρκαδίας και ήταν δευτερότοκος γιος του κλεφταρματολού Νικόλα – Κόλια Πλαπούτα από τον Σουλιμά Μεσσηνίας. Νεαρότατος έγινε αρματολός και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη, ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις.

Το 1811, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό ως λοχαγός. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο χωριό και ανέλαβε καπόμπασης στους Δεληγιανναίους. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκου στην Αλωνίσταινα. Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Κατά την Επανάσταση, επικεφαλής σώματος και υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Την πολεμική του δραστηριότητα εξιστορεί στο βιβλίο του «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη». Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε διοικητής χιλιαρχίας ατάκτων στρατευμάτων και το 1832 στρατηγός.

Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε” Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων.

Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα»). Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν.

Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα (1858). Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου (1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862).

Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε στον οικογενειακό πύργο της Παλούμπας τον Ιούλιο του 1864.
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ