Το βουνό Τσάκαλι στα νοτιοδυτικά της Ασίνης, στο οποίο πρόσφατα αναφέρθηκα ασχολούμενος με την πηγή στο Ντερβάκι, έχει μια χαρακτηριστική βραχώδη προεξοχή στα βορεινά του, που εύκολα διακρίνεται και από μακριά με την πρώτη ματιά.
Η προεξοχή αυτή είναι το Λιθάρι του Αράπη, ονομασία που μας παραπέμπει σε κάποια μακρινή εποχή έξαρσης του φαινομένου της πειρατείας. Εξ αιτίας της απειλής αυτής είχαν εγκαταλειφθεί τα παράλια μας και οι ντόπιοι για να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους είχαν αποτραβηχτεί πίσω από τα υψώματα, στα ενδότερα, όπου η σημερινή Ασίνη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα υψώματα αυτά από παλιά φέρουν την ονομασία «Ντάπιες», δηλαδή Προμαχώνες.
Ήταν κάτι που είχε επαναληφθεί σε πολλές ιστορικές περιόδους, όποτε υπήρχε κίνδυνος από θαλάσσης. Έτσι βλέπουμε τον Πτολεμαίο να μνημονεύει στα Γεωγραφικά του την Ασίνη, προσδιορίζοντας τη θέση της στο εσωτερικό, που σημαίνει ότι την εποχή εκείνη (τον 2ο αιώνα μ. Χ.) υπήρχε ήδη η σημερινή (μεσόγεια) Ασίνη.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση του χωριού, Σαρακηνοί πειρατές είχαν φθάσει έως εδώ, οι Ασιναίοι έδωσαν μάχη και κατόρθωσαν να τους απωθήσουν. Ενώ τους κατεδίωκαν, ένας πειρατής που ήταν και αράπης δεν πρόλαβε να φθάσει στο πειρατικό σκάφος που απέπλευσε. Αποκομμένος από τους συντρόφους του κατέφυγε στο Τσάκαλι όπου ζούσε τρώγοντας ότι έβρισκε.
Συχνά τον έβλεπαν ανεβασμένο στην κορυφή του βράχου, πότε ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, πότε το χωριό. Για ένα διάστημα εξαφανίστηκε και είπαν ότι γύρισαν τελικά οι δικοί του και τον πήραν. Ύστερα όμως διαδόθηκε ότι ξαναεμφανίστηκε βόσκοντας πρόβατα, παίζοντας μάλιστα και φλογέρα!
Ότι κάποιοι επιχείρησαν να πλησιάσουν, αλλά πρόβατα και αράπης εξαφανίστηκαν. Κάτοικοι στην άκρη του χωριού είπαν ότι τον άκουγαν και τη νύχτα να παίζει τη φλογέρα του. Συμπέραναν ότι ο αράπης είχε πεθάνει πάνω στο βουνό από τις κακουχίες και τώρα εμφανιζόταν το φάντασμα του, ενώ τα πρόβατα ήταν στοιχειά του βράχου!
Οι διηγήσεις αυτές άρχισαν να εξάπτουν τη φαντασία των κατοίκων, κάποιοι είπαν ότι τα πρόβατα ήταν η λεία του, χρυσά φλουριά μεταμορφωμένα! Ανέβαιναν τις κατάλληλες ώρες και έψαχναν για το πουγκί του πειρατή! Όσοι πιστεύουν στα φαντάσματα μην απογοητεύονται. Λέγεται ότι σχεδόν πρόσφατα, περί το 2005, ένας ψαράς ισχυρίστηκε με μεγάλη δόση πειστικότητας ότι: βγαίνοντας στην παραλία της γειτονικής Αγιασωτείρας, πριν το ξημέρωμα, βρέθηκε μπροστά σε έναν αράπη, μέχρι να συνέλθει όμως από το ξάφνιασμα αυτός εξαφανίστηκε.
Ο βοσκός Ψαροτάσης (Αναστάσιος Θεοδ. Μπιτινής) μου διηγείτο ότι κάπου στο βράχο οι σχισμές σχηματίζουν τον αριθμό επτά και οι βοσκοί έλεγαν έμμετρα:
« Τ’ Αράπη το Λιθάρι
που έχει το εφτάρι »
Πρόσφατα άκουσα και μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία, που δεν έχει σχέση με τα φαντάσματα, αλλά με κάποιους Ασιναίους μετανάστες στην Αμερική. Ακόμα και το χωριό μας είχε πάρα πολλούς μετανάστες, άλλωστε και στα εύπορα μέρη ποτέ δεν λείπει η φτώχεια. Ας αφήσουμε όμως τον φίλο Τάσσο Σπ. Μουταβελή να την διηγηθεί με τον τρόπο του, αυτός άλλωστε μου τη μετέδωσε:
«Μου έλεγε ο Χριστάκης, ο γραματέας, ότι ήτανε κάποιοι Τζαβελαίοι από την Ασίνη που κάνανε παρέα με τον παππού του. Είχανε πρόβατα, οι πατεράδες τους και αυτοί πηγαίνανε στο βουνό, συναντιόντουσαν στη βοσκή. Εδώ, στου Αράπη το Λιθάρι, είναι ένα σημείο που άμα βρέξει μπορείς να απαγκιάσεις και είναι προς το βοριά. Είχανε βάλει και ένα γάντζο εκεί και κρεμάγανε το φαΐ και το νερό τους τα τσοπανόπουλα. Στην επάνω μεριά υπήρχε η φωλιά ενός μπισμπίκη. Αυτοί πήγανε στην Αμερική, 16-17 χρονών φύγανε, δεν ξαναφανήκανε εδώ. Λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια, περίπου στα εβδομήντα τους, θυμηθήκανε και στείλανε ένα γράμμα στο παππού του, Χρήστο θα τονε λέγανε αφού ήτανε παππούς του. Δεν είχε λάβει γράμμα τους ποτέ.
«Γειά σου ρε Χρήστο, τι κάνεις; Για θυμήσου ρε φίλε τι ωραία που περνάγαμε τότε. Θέλουμε να μας κάνεις μια χάρη. Θέλουμε να πας στο Επτά, επάνω, να δεις αν υπάρχει ακόμα του μπισμπίκη η φωλιά, του τσοπανάκου».
Επήγε αυτός επάνω την είδε τη φωλιά και τους γράφει:
«Υπάρχει η φωλιά, υπάρχει και ο γάντζος, αλλά έχει σαπίσει».
Αυτό θέλανε να μάθουνε. Πήγανε ίσως ενενήντα χρονών, δεν ξέρω πόσο πήγανε, πεθάνανε ήσυχοι αρκεί που μάθανε ότι υπάρχει του μπισμπίκη η φωλιά.
Και του ’λεγα του μακαρίτη του Κοκκίνη που είχε το καφενείο στου Τσέλου:
-Να πάμε καμιά μέρα βρε Κώστα να μου τη δείξεις.
Πήγαμε και μου την έδειξε. Δεν είναι εκεί καμιά σπηλιά, είναι ένας βράχος γερτός και μπορείς να απαγκιάζεις. Του μπισμπίκη η φωλιά είναι στην επάνω μεριά. Δεν γκρεμίζεται εύκολα, δεν είναι σαν του χελιδονιού που άμα την κάνεις έτσι με ένα καλάμι πέφτει. Εκείνη δεν πέφτει με τίποτα γιατί το σάλιο του έχει κάτι, δεν ξέρω τι έχει, που μαζί με το κατάλληλο χώμα γίνεται σαν τσιμέντο. Μόλις το μάθανε λοιπόν οι Τζαβελαίοι, στείλανε γράμμα:
«Σε ευχαριστούμε πολύ, μας υποχρέωσες» και τα λοιπά. Φαίνεται δεν είχανε πολλές αναμνήσεις, αυτό θυμόντουσαν. Σε μικρή ηλικία φύγανε για την Αμερική, μέχρι τότε συνέχεια ήτανε με τον πατέρα τους στη βοσκή και είχανε από εκεί τις αναμνήσεις τους.
Ο μπισμπίκης είναι ένα πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπουργίτι. Έτσι το λέγανε οι παλαιοί αλλά και «τσοπανάκο» ή «βλαχοτσοπανάκο» γιατί ακολουθεί τα πρόβατα σαν το τσοπανόσκυλο. Πολλά τέτοια έχει το Παλαμήδι. Χτίζει τη φωλιά του, φτιάχνει μέσα τα διαμερίσματά της και το βράδυ κλείνει με κάτι σαν βαμβάκι την τρύπα για να μην μπει κανένα φίδι. Το ίδιο κάνει και όταν λείπει».
Μπισμπίκι λοιπόν φαίνεται να είναι η λαϊκή ονομασία του επειδή μάλλον κάπως έτσι ηχεί το οξύ κελάηδημα του, που μοιάζει καθώς λέγεται και με κάποιο από τα σφυρίγματα των τσοπάνηδων, με τα οποία κατευθύνουν τα πρόβατα.
Στο διαδίκτυο πληροφορήθηκα ότι το ορθό όνομά του είναι Βραχοτσοπανάκος ή ορθότερα Βραχοτσομπανάκος, επειδή ζει στους βράχους. Όσο για τη συνήθειά του να ακολουθεί τα πρόβατα, προφανώς ελκύεται από τα έντομα που περιτριγυρίζουν το κοπάδι, δεδομένου ότι είναι πουλί εντομοφάγο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Sitta neumayer.
Ας επιστρέψουμε όμως στους αδελφούς Τζαβελαίους. Στην εφημερίδα «Αργολική φωνή» της 1ης Ιανουαρίου 1948 είχα εντοπίσει κάποτε την παρακάτω δημοσίευση:
«ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ: Τους συνδημότας μας και διαμένοντας εις Αμερικήν Αφούς Παναήν και Σάββαν Τζαβέλα ευχαριστούμεν θερμώς δια την εξ 25 δολαρίων δωρεάν των υπέρ του Ναού Αγ. Δημητρίου Ασίνης.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΣΙΝΗΣ»
Πρόκειται για τα πρόσωπα της ιστορίας που μόλις διαβάσαμε. Για ένα διάστημα βρέθηκε μαζί τους μετανάστης και ο αδελφός τους Νικολάκης, ο μόνος που επέστρεψε. Τα τρία αδέλφια προσέφεραν δωρεά τα χρήματα για την ανέγερση του σημερινού Αγίου Τρύφωνα (στη θέση του παλαιού), στη γειτονιά τους, την Κόντρα. Οι Παναής και Σάββας δεν επέστρεψαν ποτέ, αλλά και ποτέ δεν λησμόνησαν το χωριό μας! Στη φωτογραφία βλέπουμε από αριστερά τους Παναή και Σάββα με τις συζύγους τους και δεξιά τον Νικολάκη.
Οι φωτογραφίες του βραχοτσοπανάκου (σε μια βλέπουμε και τη φωλιά) προέρχονται από το στούντιο Μπουγιώτης – Ρασσιάς, οι οποίοι πρόθυμα μου επέτρεψαν να τις δημοσιεύσω και τους ευχαριστώ.
Την φωτογραφία των Τζαβελαίων επίσης πρόθυμα μου έφερε ο Παναγιώτης, εγγονός του Νικολάκη, τον οποίο επίσης ευχαριστώ. Αυτή με το Λιθάρι του Αράπη είναι δικής μου λήψης.
ΗΛΙΑΣ Κ. ΜΗΝΑΙΟΣ