Την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου πακέτου οικονομικής πολιτικής, με εφαρμογή του στην τριετία 2019-2021, που θα περιλαμβάνει ένα εκλογικευμένο σύνολο μέτρων μείωσης της υπερφορολόγησης και αύξησης των αναπτυξιακών και κοινωνικών δαπανών, επισημαίνεται σε έκθεση του ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, ΙΝΣΕΤΕ με τίτλο: «Η Ελληνική Οικονομία: Ανάπτυξη και οικονομική πολιτική μετά την έξοδο από τα Μνημόνια».
Ο σχεδιασμός του πακέτου, όπως τονίζεται, θα πρέπει να διασφαλίζει την δημοσιονομική σταθερότητα της οικονομίας και την εξυπηρέτηση του χρέους, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στην χώρα. Στην έκθεση σημειώνεται, ότι η βασική προϋπόθεση για να γίνει εφικτός και βιώσιμος ο στόχος της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να διακινδυνεύσουν τα επιτεύγματα της χώρας, είναι η αλλαγή προς το θετικό των παραμέτρων της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, και κυρίως το εκτιμώμενο κόστος δανεισμού και ο προσδοκώμενος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με την έκθεση του ινστιτούτου, με αυτό το πακέτο είναι πιθανό η ανάπτυξη το 2020 να υπερβεί - υπό προϋποθέσεις - το 3% και τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης να αυξηθούν κατά ποσοστό υψηλότερο του 2,3%, παρά τη μείωση της υπερφορολόγησης. Αυτή η εξέλιξη, θα οδηγούσε με ασφάλεια σε Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης το 2020 υψηλότερο και πάλι του 3,6% του ΑΕΠ, ακόμη και με σημαντική αύξηση των επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και με αύξηση των κοινωνικών δαπανών που θα οδηγούσαν σε αύξηση των Πρωτογενών Δαπανών Γενικής Κυβέρνησης το 2020 στο 2,2%.
Επίσης, το Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης μπορεί να διαμορφωθεί και πάλι άνω του 3,5% του ΑΕΠ στην περίοδο 2020-2023 και άνω του 3% του ΑΕΠ στην περίοδο 2024-2030, εφόσον ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβεί το 3,57% στην περίοδο 2020-2030 και ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής των εσόδων και των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης υπερβεί το 1,85%.
Σε αυτή την περίπτωση, με τις αναμενόμενες σημαντικές αναβαθμίσεις της Ελληνικής οικονομίας, η εμπιστοσύνη στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική και στη σταθερότητα της ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα, εκτιμάται ότι θα διαμορφώνεται σε συνεχώς υψηλότερα επίπεδα. Η αυξανόμενη εμπιστοσύνη στην προοπτική της δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης με εκλογικευμένο φορολογικό σύστημα, θα συμβάλλει στην προσέλκυση των αναγκαίων επενδύσεων για την περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, σε νέα ενίσχυση της ανάπτυξης, σε δραστική μείωση της ανεργίας και σε ουσιαστική αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας για το 2019, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης, είναι ότι - υπό προϋποθέσεις - το Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε επίπεδα πολύ κοντά, ίσως και πάνω, από το στόχο 3,5%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, θα μπορούσε - υπό όρους - να πλησιάσει το 2,4%.
Η έκθεση τονίζει ότι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια πορεία ήπιας ανάκαμψης από το 2014 μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα διανύει μια περίοδο εντεινόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, κατά την οποία επιτυγχάνει Πρωτογενή Πλεονάσματα στη Γενική Κυβέρνηση που είναι σημαντικά υψηλότερα των απαιτούμενων και ολοκληρώνει σημαντικότατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εδραιώθηκαν στη χώρα μετά το 2009. Ο εισερχόμενος τουρισμός έχει συμβάλει τα μέγιστα τόσο στην συγκράτηση της ύφεσης όσο και στην ανάκαμψη, έχοντας συνεισφέρει άμεσα περίπου 125 δισ. ευρώ την δεκαετία 2009-2018 στην ελληνική οικονομία. Οι προβλέψεις, ωστόσο, για συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της ευρωζώνης και των σημαντικότερων αγορών μας, καθιστούν κρίσιμο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συνεπούς, συγκροτημένου και αποτελεσματικού Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για τον Τουρισμό για την επόμενη 10ετία.
Mε αφορμή την δημοσιοποίηση της έκθεσης ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας σημείωσε ότι "η ελληνική οικονομία από το 2009 ως το 2018 πέτυχε μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή 31,9 δισ. ευρώ, που οφείλεται πρωταρχικά στην μείωση των δημοσίων δαπανών,- και ταυτόχρονα μείωσε το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας κατά 21,8 δισ. ευρώ, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας".
Ο σχεδιασμός του πακέτου, όπως τονίζεται, θα πρέπει να διασφαλίζει την δημοσιονομική σταθερότητα της οικονομίας και την εξυπηρέτηση του χρέους, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στην χώρα. Στην έκθεση σημειώνεται, ότι η βασική προϋπόθεση για να γίνει εφικτός και βιώσιμος ο στόχος της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να διακινδυνεύσουν τα επιτεύγματα της χώρας, είναι η αλλαγή προς το θετικό των παραμέτρων της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, και κυρίως το εκτιμώμενο κόστος δανεισμού και ο προσδοκώμενος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με την έκθεση του ινστιτούτου, με αυτό το πακέτο είναι πιθανό η ανάπτυξη το 2020 να υπερβεί - υπό προϋποθέσεις - το 3% και τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης να αυξηθούν κατά ποσοστό υψηλότερο του 2,3%, παρά τη μείωση της υπερφορολόγησης. Αυτή η εξέλιξη, θα οδηγούσε με ασφάλεια σε Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης το 2020 υψηλότερο και πάλι του 3,6% του ΑΕΠ, ακόμη και με σημαντική αύξηση των επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και με αύξηση των κοινωνικών δαπανών που θα οδηγούσαν σε αύξηση των Πρωτογενών Δαπανών Γενικής Κυβέρνησης το 2020 στο 2,2%.
Επίσης, το Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης μπορεί να διαμορφωθεί και πάλι άνω του 3,5% του ΑΕΠ στην περίοδο 2020-2023 και άνω του 3% του ΑΕΠ στην περίοδο 2024-2030, εφόσον ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβεί το 3,57% στην περίοδο 2020-2030 και ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής των εσόδων και των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης υπερβεί το 1,85%.
Σε αυτή την περίπτωση, με τις αναμενόμενες σημαντικές αναβαθμίσεις της Ελληνικής οικονομίας, η εμπιστοσύνη στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική και στη σταθερότητα της ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα, εκτιμάται ότι θα διαμορφώνεται σε συνεχώς υψηλότερα επίπεδα. Η αυξανόμενη εμπιστοσύνη στην προοπτική της δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης με εκλογικευμένο φορολογικό σύστημα, θα συμβάλλει στην προσέλκυση των αναγκαίων επενδύσεων για την περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, σε νέα ενίσχυση της ανάπτυξης, σε δραστική μείωση της ανεργίας και σε ουσιαστική αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας για το 2019, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης, είναι ότι - υπό προϋποθέσεις - το Πρωτογενές Πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε επίπεδα πολύ κοντά, ίσως και πάνω, από το στόχο 3,5%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, θα μπορούσε - υπό όρους - να πλησιάσει το 2,4%.
Η έκθεση τονίζει ότι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια πορεία ήπιας ανάκαμψης από το 2014 μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα διανύει μια περίοδο εντεινόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, κατά την οποία επιτυγχάνει Πρωτογενή Πλεονάσματα στη Γενική Κυβέρνηση που είναι σημαντικά υψηλότερα των απαιτούμενων και ολοκληρώνει σημαντικότατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εδραιώθηκαν στη χώρα μετά το 2009. Ο εισερχόμενος τουρισμός έχει συμβάλει τα μέγιστα τόσο στην συγκράτηση της ύφεσης όσο και στην ανάκαμψη, έχοντας συνεισφέρει άμεσα περίπου 125 δισ. ευρώ την δεκαετία 2009-2018 στην ελληνική οικονομία. Οι προβλέψεις, ωστόσο, για συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της ευρωζώνης και των σημαντικότερων αγορών μας, καθιστούν κρίσιμο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συνεπούς, συγκροτημένου και αποτελεσματικού Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για τον Τουρισμό για την επόμενη 10ετία.
Mε αφορμή την δημοσιοποίηση της έκθεσης ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας σημείωσε ότι "η ελληνική οικονομία από το 2009 ως το 2018 πέτυχε μια πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή 31,9 δισ. ευρώ, που οφείλεται πρωταρχικά στην μείωση των δημοσίων δαπανών,- και ταυτόχρονα μείωσε το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας κατά 21,8 δισ. ευρώ, γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας".