Τον Ιανουάριο του 1976, μια ομάδα Ιρλανδών εθνικιστών σταμάτησε ένα διερχόμενο λεωφορείο και εκτέλεσε δέκα επιβαίνοντες επειδή ήταν προτεστάντες· το γεγονός έμεινε στην ιστορία ως η «σφαγή του Κίνγκσμιλ» και ήταν μία από τις πιο μαύρες στιγμές της περιόδου των ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία και ένα από τα περιστατικά που σημάδεψαν τον 21χρονο τότε Κολμ Τόιμπιν.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, μέσω ενός κειμένου του στον Guardian, ο Ιρλανδός συγγραφέας εξομολογήθηκε ότι αναζητούσε σε όλη του τη ζωή έναν τρόπο να μιλήσει για την εποχή εκείνη και την αίσθηση ότι κάθε έγκλημα ήταν αποτέλεσμα του προηγούμενου και αφορμή για το επόμενο. Τον τρόπο τον βρήκε, τελικά, επαναφηγούμενος την ιστορία του οίκου των Ατρειδών, που αποτυπώνει, κατά την άποψή του, τη λειτουργία του κύκλου της βίας.
Μελέτησε τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και έτσι προέκυψε το «Σπίτι με ονόματα» (εκδ. Ικαρος), ένα μυθιστόρημα με αρχαιοελληνική αύρα, που ξεκινά με έναν πολύ σκληρό μονόλογο της Κλυταιμνήστρας – ο Τόιμπιν χειρίζεται για μία ακόμη φορά άριστα τους γυναικείους χαρακτήρες, όπως έχει κάνει και στον παρελθόν στο πολύ φημισμένο «Μπρούκλιν» (εκδ. Ικαρος), στο «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» (εκδ. Gutenberg) και φυσικά στο σπουδαίο «Η διαθήκη της Μαρίας» (εκδ. Ικαρος), όπου τολμάει να ξανακοιτάξει το θείο δράμα από την πλευρά της Παναγίας.
Η έλξη προς τις αρχαίες τραγωδίες, τους ελληνικούς μύθους και φυσικά τα Ομηρικά Επη ξεκινάει από πολύ νωρίς, από τον Βιργίλιο ή ακόμη και τον Οβίδιο, αργότερα εντοπίζεται στον Δάντη και στον Μίλτον, στον Γκαίτε και στον Μπάιρον, χαρακτηρίζει το έργο του Τζόις, τη φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ και εμφανίζεται σε δεκάδες περιπτώσεις, έμμεσα ή άμεσα, στο μεταπολεμικό δυτικό μυθιστόρημα.
Αν περιοριστούμε στα τελευταία χρόνια, μπορούμε να ξεχωρίσουμε την «Πηνελοπιάδα» (εκδ. Ωκεανίδα) της Μάργκαρετ Aτγουντ, τους πειραματισμούς της Μάντλιν Μίλερ στα «Το τραγούδι του Αχιλλέα» και «Κίρκη» (εκδ. Διόπτρα) ή και τα «Λύτρα» (εκδ. Πατάκη), το πολυδιαβασμένο έργο του Αυστραλού Ντέιβιντ Μαλούφ. Ο κλασικός φιλόλογος Ντάνιελ Μέντελσον (και συγγραφέας του θαυμάσιου «Μια οδύσσεια», που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδ. Πατάκη) έγραψε στο New Yorker ότι η χαλαρή ύφανση του έπους αφήνει περιθώρια για διασκευές (όπως στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις), πολύ πιο εύκολα από τις πιο πυκνές τραγωδίες, η απόπειρα μυθιστορηματοποίησης των οποίων είναι σπάνια – το εγχείρημα του Τόιμπιν δεν είναι συνηθισμένο.
Συνηθέστερα οι σύγχρονοι πεζογράφοι δεν «ξαναγράφουν» τις τραγωδίες, όπως ο Ιρλανδός, αλλά χρησιμοποιούν τα μηνύματά τους για τις ανάγκες της δικής τους μυθοπλασίας. Ο Ορχάν Παμούκ και ο Χαρούκι Μουρακάμι, για παράδειγμα, επεξεργάζονται (με πολύ διαφορετικό τρόπο) τον μύθο του Οιδίποδα στη «Γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» (εκδ. Πατάκη) και στο «Ο Κάφκα στην ακτή» (εκδ. Ψυχογιός), ο Ισμαέλ Κανταρέ μιλάει για τη σύγχρονη ιστορία της Αλβανίας στο «Η κόρη του Αγαμέμνονα» (εκδ. Εικοστού Πρώτου) ενώ πιο πρόσφατα, η Βρετανοπακιστανή Καμίλα Σάμσι κέρδισε το βραβείο Orange για το μυθιστόρημά της «Κρυφή φωτιά» (εκδ. Ψυχογιός), γράφοντας μια μοντέρνα πολυπολιτισμική ιστορία σε ένα μοτίβο παράλληλο της «Αντιγόνης».
Oταν ένας συγγραφέας αποφασίζει να βουτήξει ολόκληρος, όπως ο Τόιμπιν, μέσα σε έναν ξένο μύθο και μάλιστα με τη βαρύτητα των αρχαίων τραγωδιών, υπάρχει ο κίνδυνος να τις αντιμετωπίσει είτε αλαζονικά (και να φανεί γελοίος) είτε με υπερβολικό σεβασμό, στερώντας έτσι το νόημα του εγχειρήματός του. Για να μπορέσει να μετρηθεί κανείς με τους αιώνες των μεγάλων τραγικών πρέπει να μπορεί, διακριτικά, να προσθέσει κάτι και ο Τόιμπιν επιλέγει το εξής: ακολουθεί (ως επί το πλείστον) τους βασικούς άξονες του μύθου, αλλά στους χαρακτήρες που δανείζεται προσθέτει μια αντίληψη προσαρμοσμένη στην ψυχολογία της σημερινής εποχής. Σπάει το καλούπι τους, κρατάει τις μορφές τους στα χέρια του και μεταφέρει οικείες φωνές να σπαράζουν για έναν πόνο που δεν έχει ηλικία.
Μελέτησε τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και έτσι προέκυψε το «Σπίτι με ονόματα» (εκδ. Ικαρος), ένα μυθιστόρημα με αρχαιοελληνική αύρα, που ξεκινά με έναν πολύ σκληρό μονόλογο της Κλυταιμνήστρας – ο Τόιμπιν χειρίζεται για μία ακόμη φορά άριστα τους γυναικείους χαρακτήρες, όπως έχει κάνει και στον παρελθόν στο πολύ φημισμένο «Μπρούκλιν» (εκδ. Ικαρος), στο «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» (εκδ. Gutenberg) και φυσικά στο σπουδαίο «Η διαθήκη της Μαρίας» (εκδ. Ικαρος), όπου τολμάει να ξανακοιτάξει το θείο δράμα από την πλευρά της Παναγίας.
Η έλξη προς τις αρχαίες τραγωδίες, τους ελληνικούς μύθους και φυσικά τα Ομηρικά Επη ξεκινάει από πολύ νωρίς, από τον Βιργίλιο ή ακόμη και τον Οβίδιο, αργότερα εντοπίζεται στον Δάντη και στον Μίλτον, στον Γκαίτε και στον Μπάιρον, χαρακτηρίζει το έργο του Τζόις, τη φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ και εμφανίζεται σε δεκάδες περιπτώσεις, έμμεσα ή άμεσα, στο μεταπολεμικό δυτικό μυθιστόρημα.
Αν περιοριστούμε στα τελευταία χρόνια, μπορούμε να ξεχωρίσουμε την «Πηνελοπιάδα» (εκδ. Ωκεανίδα) της Μάργκαρετ Aτγουντ, τους πειραματισμούς της Μάντλιν Μίλερ στα «Το τραγούδι του Αχιλλέα» και «Κίρκη» (εκδ. Διόπτρα) ή και τα «Λύτρα» (εκδ. Πατάκη), το πολυδιαβασμένο έργο του Αυστραλού Ντέιβιντ Μαλούφ. Ο κλασικός φιλόλογος Ντάνιελ Μέντελσον (και συγγραφέας του θαυμάσιου «Μια οδύσσεια», που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδ. Πατάκη) έγραψε στο New Yorker ότι η χαλαρή ύφανση του έπους αφήνει περιθώρια για διασκευές (όπως στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις), πολύ πιο εύκολα από τις πιο πυκνές τραγωδίες, η απόπειρα μυθιστορηματοποίησης των οποίων είναι σπάνια – το εγχείρημα του Τόιμπιν δεν είναι συνηθισμένο.
Συνηθέστερα οι σύγχρονοι πεζογράφοι δεν «ξαναγράφουν» τις τραγωδίες, όπως ο Ιρλανδός, αλλά χρησιμοποιούν τα μηνύματά τους για τις ανάγκες της δικής τους μυθοπλασίας. Ο Ορχάν Παμούκ και ο Χαρούκι Μουρακάμι, για παράδειγμα, επεξεργάζονται (με πολύ διαφορετικό τρόπο) τον μύθο του Οιδίποδα στη «Γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» (εκδ. Πατάκη) και στο «Ο Κάφκα στην ακτή» (εκδ. Ψυχογιός), ο Ισμαέλ Κανταρέ μιλάει για τη σύγχρονη ιστορία της Αλβανίας στο «Η κόρη του Αγαμέμνονα» (εκδ. Εικοστού Πρώτου) ενώ πιο πρόσφατα, η Βρετανοπακιστανή Καμίλα Σάμσι κέρδισε το βραβείο Orange για το μυθιστόρημά της «Κρυφή φωτιά» (εκδ. Ψυχογιός), γράφοντας μια μοντέρνα πολυπολιτισμική ιστορία σε ένα μοτίβο παράλληλο της «Αντιγόνης».
Oταν ένας συγγραφέας αποφασίζει να βουτήξει ολόκληρος, όπως ο Τόιμπιν, μέσα σε έναν ξένο μύθο και μάλιστα με τη βαρύτητα των αρχαίων τραγωδιών, υπάρχει ο κίνδυνος να τις αντιμετωπίσει είτε αλαζονικά (και να φανεί γελοίος) είτε με υπερβολικό σεβασμό, στερώντας έτσι το νόημα του εγχειρήματός του. Για να μπορέσει να μετρηθεί κανείς με τους αιώνες των μεγάλων τραγικών πρέπει να μπορεί, διακριτικά, να προσθέσει κάτι και ο Τόιμπιν επιλέγει το εξής: ακολουθεί (ως επί το πλείστον) τους βασικούς άξονες του μύθου, αλλά στους χαρακτήρες που δανείζεται προσθέτει μια αντίληψη προσαρμοσμένη στην ψυχολογία της σημερινής εποχής. Σπάει το καλούπι τους, κρατάει τις μορφές τους στα χέρια του και μεταφέρει οικείες φωνές να σπαράζουν για έναν πόνο που δεν έχει ηλικία.
Πηγή:kathimerini.gr