Το τάβλι είναι ίσως το αρχαιότερο παιχνίδι που επιζεί μέχρι και τις ημέρες μας, αφού η πρώτη του εμφάνιση μαρτυρείται στη Μεσοποταμία, την περίοδο περίπου 2900 με 1800 πΧ.
Το τάβλι στο Μεσαίωνα
Στο Μεσαίωνα πλέον, το παιχνίδι ήταν αρκετά γνωστό στην Ευρώπη, και είχε αποκτήσει δική του ονομασία και φήμη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μερικά από τα ονόματά του ήταν «Tables» (Αγγλία), «Tavola Reale» (Ιταλία), «Tablas Reales» (Ισπανία). Ωστόσο είναι σημειωτέο ότι παρά τη δημοτικότητά του, το τάβλι κατά περιόδους απαγορεύτηκε ή κατακρίθηκε από την Εκκλησία σε κάποιες χώρες, καθώς είχε χαρακτήρα τυχερού παιχνιδιού. Ο Λουδοβίκος ο Θ' της Γαλλίας, το 1254 απαγόρευσε στους αυλικούς να παίζουν τάβλι, και στη συνέχεια έκανε το ίδιο σε όλους τους υπηκόους του.
Το γνωστότερο παράδειγμα αντίδρασης κατά του ταβλιού είναι η διαταγή του Καρδινάλιου Γουόλσεϋ, της αυλής του Χένρυ του Η', το 1526, να καούν όλα τα ταμπλό του ταβλιού. Οι Άγγλοι παίκτες του παιχνιδιού σκέφτηκαν να καμουφλάρουν το ταμπλό κατασκευάζοντάς το αναδιπλούμενο, για να μοιάζει χοντρικά με βιβλίο. Σε αυτή την ιδέα οφείλει το σημερινό ταμπλό τη μορφή του.
Τυποποίηση του παιχνιδιού
Τον 18ο αιώνα, το τάβλι είχε ανέβει στα μάτια της Εκκλησίας, και πλέον θεωρούταν εποικοδομητικός τρόπος να περνά κανείς το χρόνο του. Έτσι, το 1743 ο Έντμουντ Χόιλ (Edmund Hoyle), γνωστός Άγγλος ειδικός επιτραπέζιων παιχνιδιών, εξέδωσε μια "Πραγματεία πάνω στο παιχνίδι του ταβλιού" (συνεχίζοντας τις πραγματείες του για άλλα δημοφιλή παιχνίδια της εποχής, όπως το whist, το σκάκι και άλλα), τυποποιώντας τους κανόνες του παιχνιδιού και υποδεικνύοντας τακτικές για βέλτιστο παιχνίδι, οι οποίες είναι γενικά παραδεκτές ως χρήσιμες, ακόμα και σήμερα.
Το παιχνίδι έφτασε στην Αμερική ταυτόχρονα με την Ευρώπη. Οι λογαριασμοί εξόδων του Τόμας Τζέφερσον το 1776, περίπου τον καιρό που έγραφε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας δείχνουν κέρδη και απώλειες από παιχνίδια ταβλιού.
Σε αυτή την περίοδο το παιχνίδι πήρε και το σημερινό του (διεθνές) όνομα: στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Σάξονες το ονόμασαν «bac» (πίσω) - «gamen» (παιχνίδι), επειδή όταν ένα πούλι «πιάσει» ένα άλλο, αυτό επιστρέφει πίσω στην αρχή.
Στην σύγχρονη Ελλάδα, το τάβλι ως επιτραπέζιο παιχνίδι, σύμφωνα με την με αριθμό 10703/1947 Απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, έχει συμπεριληφθεί στα "τεχνικά παίγνια". Η χρήση του επιτρέπεται ελεύθερα σε δημόσιους χώρους, (καφενεία, λέσχες κ.λπ.), πλην όμως η διάθεση αυτού επαφίεται στη κρίση του εκάστοτε υπεύθυνου του χώρου επειδή καθίσταται συχνά θορυβώδες.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Σερ Λέοναρντ Γούλεϋ ανακάλυψε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Ουρ της Χαλδαίας ένα στολισμένο ταμπλό παιχνιδιού, το οποίο φαίνεται πως είναι το αρχαιότερο ταμπλό τάβλι.
Ένα παρόμοιο παιχνίδι φαίνεται πως παιζόταν και στην Αρχαία Αίγυπτο, το Senet ή "παιχνίδι των τριάντα τετραγώνων". Και τα δύο παραπάνω παιχνίδια είχαν κάπως διαφορετικό ταμπλό από το σημερινό τάβλι: αποτελούταν από τρεις σειρές των δέκα τετραγώνων, τη μία δίπλα στην άλλη, όμως φαίνεται πως η φιλοσοφία ήταν η ίδια. Οι παίκτες είχαν πέντε πούλια ο καθένας, και ξεκινώντας από αντίθετες πλευρές του ταμπλό, έπρεπε να τα φτάσουν στην άντίθετη άκρη και να τα βγάλουν από το ταμπλό πριν από τον αντίπαλο. Αντί για ζάρια, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τέσσερις βέργες με δύο πλευρές, και προχωρούσαν ένα πούλι ανάλογα με το συνδυασμό των πλευρών των βεργών.
Άλλο ένα αρχαίο παιχνίδι σχετικό με το τάβλι που είναι άξιο αναφοράς είναι το Τακτέ Νάρντ. Ήταν περσικό, παιζόταν περίπου το 1600 πΧ και έμοιαζε πολύ περισσότερο με το σημερινό τάβλι. Είχε 24 σημεία και 30 πούλια, 15 άσπρα και 15 μαύρα, και ένα ζευγάρι ζάρια. Το όνομά του σήμαινε «Μάχη σε ξύλο» και μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τους Άραβες.
Αργότερα το παιχνίδι εμφανίζεται στην Ελλάδα (με το όνομα Πεσσοί) και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (με το όνομα Ludus Duodecim Scriptorum - παιχνίδι των δώδεκα γραμμάτων). Τα δύο αυτά παιχνίδια έχουν την ίδια μορφή με το αρχαιότερο, που βρέθηκε στη Μεσοποταμία, δηλαδή τρεις σειρές από 12 τετράγωνες θέσεις (ή 12 σειρές των τριών θέσεων, από όπου η λατινική εκδοχή παίρνει το όνομά της).
Το 50 μΧ περίπου, το παιχνίδι απλοποιήθηκε: αφαιρέθηκε η μεσαία σειρά θέσεων και απέμειναν οι δύο ακριανές, και όπως φαίνεται επιτράπηκε σε μία θέση να είναι περισσότερα από ένα πούλια, οπότε και το τάβλι άρχισε να παίρνει μια μορφή πλησιέστερη στη σημερινή.
Ένα παρόμοιο παιχνίδι φαίνεται πως παιζόταν και στην Αρχαία Αίγυπτο, το Senet ή "παιχνίδι των τριάντα τετραγώνων". Και τα δύο παραπάνω παιχνίδια είχαν κάπως διαφορετικό ταμπλό από το σημερινό τάβλι: αποτελούταν από τρεις σειρές των δέκα τετραγώνων, τη μία δίπλα στην άλλη, όμως φαίνεται πως η φιλοσοφία ήταν η ίδια. Οι παίκτες είχαν πέντε πούλια ο καθένας, και ξεκινώντας από αντίθετες πλευρές του ταμπλό, έπρεπε να τα φτάσουν στην άντίθετη άκρη και να τα βγάλουν από το ταμπλό πριν από τον αντίπαλο. Αντί για ζάρια, οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τέσσερις βέργες με δύο πλευρές, και προχωρούσαν ένα πούλι ανάλογα με το συνδυασμό των πλευρών των βεργών.
Άλλο ένα αρχαίο παιχνίδι σχετικό με το τάβλι που είναι άξιο αναφοράς είναι το Τακτέ Νάρντ. Ήταν περσικό, παιζόταν περίπου το 1600 πΧ και έμοιαζε πολύ περισσότερο με το σημερινό τάβλι. Είχε 24 σημεία και 30 πούλια, 15 άσπρα και 15 μαύρα, και ένα ζευγάρι ζάρια. Το όνομά του σήμαινε «Μάχη σε ξύλο» και μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τους Άραβες.
Αργότερα το παιχνίδι εμφανίζεται στην Ελλάδα (με το όνομα Πεσσοί) και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (με το όνομα Ludus Duodecim Scriptorum - παιχνίδι των δώδεκα γραμμάτων). Τα δύο αυτά παιχνίδια έχουν την ίδια μορφή με το αρχαιότερο, που βρέθηκε στη Μεσοποταμία, δηλαδή τρεις σειρές από 12 τετράγωνες θέσεις (ή 12 σειρές των τριών θέσεων, από όπου η λατινική εκδοχή παίρνει το όνομά της).
Το 50 μΧ περίπου, το παιχνίδι απλοποιήθηκε: αφαιρέθηκε η μεσαία σειρά θέσεων και απέμειναν οι δύο ακριανές, και όπως φαίνεται επιτράπηκε σε μία θέση να είναι περισσότερα από ένα πούλια, οπότε και το τάβλι άρχισε να παίρνει μια μορφή πλησιέστερη στη σημερινή.
Το τάβλι στο Μεσαίωνα
Στο Μεσαίωνα πλέον, το παιχνίδι ήταν αρκετά γνωστό στην Ευρώπη, και είχε αποκτήσει δική του ονομασία και φήμη σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μερικά από τα ονόματά του ήταν «Tables» (Αγγλία), «Tavola Reale» (Ιταλία), «Tablas Reales» (Ισπανία). Ωστόσο είναι σημειωτέο ότι παρά τη δημοτικότητά του, το τάβλι κατά περιόδους απαγορεύτηκε ή κατακρίθηκε από την Εκκλησία σε κάποιες χώρες, καθώς είχε χαρακτήρα τυχερού παιχνιδιού. Ο Λουδοβίκος ο Θ' της Γαλλίας, το 1254 απαγόρευσε στους αυλικούς να παίζουν τάβλι, και στη συνέχεια έκανε το ίδιο σε όλους τους υπηκόους του.
Το γνωστότερο παράδειγμα αντίδρασης κατά του ταβλιού είναι η διαταγή του Καρδινάλιου Γουόλσεϋ, της αυλής του Χένρυ του Η', το 1526, να καούν όλα τα ταμπλό του ταβλιού. Οι Άγγλοι παίκτες του παιχνιδιού σκέφτηκαν να καμουφλάρουν το ταμπλό κατασκευάζοντάς το αναδιπλούμενο, για να μοιάζει χοντρικά με βιβλίο. Σε αυτή την ιδέα οφείλει το σημερινό ταμπλό τη μορφή του.
Τυποποίηση του παιχνιδιού
Τον 18ο αιώνα, το τάβλι είχε ανέβει στα μάτια της Εκκλησίας, και πλέον θεωρούταν εποικοδομητικός τρόπος να περνά κανείς το χρόνο του. Έτσι, το 1743 ο Έντμουντ Χόιλ (Edmund Hoyle), γνωστός Άγγλος ειδικός επιτραπέζιων παιχνιδιών, εξέδωσε μια "Πραγματεία πάνω στο παιχνίδι του ταβλιού" (συνεχίζοντας τις πραγματείες του για άλλα δημοφιλή παιχνίδια της εποχής, όπως το whist, το σκάκι και άλλα), τυποποιώντας τους κανόνες του παιχνιδιού και υποδεικνύοντας τακτικές για βέλτιστο παιχνίδι, οι οποίες είναι γενικά παραδεκτές ως χρήσιμες, ακόμα και σήμερα.
Το παιχνίδι έφτασε στην Αμερική ταυτόχρονα με την Ευρώπη. Οι λογαριασμοί εξόδων του Τόμας Τζέφερσον το 1776, περίπου τον καιρό που έγραφε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας δείχνουν κέρδη και απώλειες από παιχνίδια ταβλιού.
Σε αυτή την περίοδο το παιχνίδι πήρε και το σημερινό του (διεθνές) όνομα: στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Σάξονες το ονόμασαν «bac» (πίσω) - «gamen» (παιχνίδι), επειδή όταν ένα πούλι «πιάσει» ένα άλλο, αυτό επιστρέφει πίσω στην αρχή.
Στην σύγχρονη Ελλάδα, το τάβλι ως επιτραπέζιο παιχνίδι, σύμφωνα με την με αριθμό 10703/1947 Απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, έχει συμπεριληφθεί στα "τεχνικά παίγνια". Η χρήση του επιτρέπεται ελεύθερα σε δημόσιους χώρους, (καφενεία, λέσχες κ.λπ.), πλην όμως η διάθεση αυτού επαφίεται στη κρίση του εκάστοτε υπεύθυνου του χώρου επειδή καθίσταται συχνά θορυβώδες.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org