«Στεκόμαστε
στην άκρη του δάσους και σε περιμένουμε»
(Α. Εμπειρίκος)
Στις 3
Νοεμβρίου 2019 έφυγε από κοντά μας για τη θριαμβεύουσα Εκκλησία η Παναγιούλα Μ.
Λουκά, μία από τις ανεκτίμητες αρχόντισσες του Κρανιδίου, και μας
προξένησε βαθύ ανθρώπινο πόνο - «αταξία» στη φαινομενική ηρεμία της ζωής.
Η αναχώρησή
της από τον επίγειο αυτό κόσμο σήμανε το τέλος μιας ζωής γεμάτης δραστηριότητα που συνοδευόταν από
ανυπέρβλητες δυσκολίες, τις οποίες, όμως, ήξερε η ίδια να προσπερνά με τη στωικότητα
και τη γενναιότητα ψυχής που τη διέκρινε. Είχε τη δύναμη, μέσα από τη
διάθεση αυτοθυσίας για τους άλλους,
να κρατά τις απαραίτητες ισορροπίες διακονώντας «ανέκοπα κι αθόρυβα» με
το χαμόγελο στα χείλη την «καθημερινή
ανάγκη» της οικογένειάς της, αλλά και των άλλων, όσοι είχαν ανάγκη των
υπηρεσιών της. Ιδιαίτερα με το πολύχρονο ειδικό πρόβλημα υγείας του γιου της
αποδείκνυε, σε καθημερινή βάση, τον ύψιστο βαθμό γονεϊκής ευθύνης και στήριξης μέσα
από την πρωτοφανή ενεργητικά λειτουργούσα ιώβειο - ισόβιο υπομονή της.
Η κ. Γιούλα,
όπως την αποκαλούσαμε, δεν είχε περγαμηνές, πέρα από τις βασικές γνώσεις του
σχολείου και τη μαθητεία της στο άλλοτε Εργαστήρι Ραπτικής - ραφτάδικο της φημισμένης
για την ποιότητα του παραγόμενου έργου Αικατερίνης Στρίγκου, αλλά διέθετε μια «μεγάλη καρδιά» με τεράστια αποθέματα
εμπειρίας και σοφίας∙ αγαθά που διασφαλίζει η μαθητεία στον πόνο, στην
καταπόνηση και στην ταλαιπωρία - μια ατέρμονη διδαχή της καθημερινής πράξης
στον κάθε περαστικό επίγειο διαβάτη.
Το σημαντικό,
όμως, είναι ότι η εκλιπούσα διέθετε παιδεία
που τη διέτρεχε το άκρως ταπεινό φρόνημα, η καλοσύνη προς τους άλλους, η
εγκαρτέρηση και η συγχώρεση, ο καλός ενθαρρυντικός λόγος, η αγόγγυστη στάση της
απέναντι στις τρέχουσες ευθύνες, ο σιωπηλός και ακάματος αγώνας της για να
αντιμετωπίζει επάξια τη σκληρή καθημερινότητα. Ήταν μια διαρκώς προσευχόμενη γρηγορούσα
ύπαρξη.
Τα χαρίσματά
της μπορούσαμε να διαπιστώνουμε στις κατά καιρούς συναντήσεις στο σπιτικό της∙
έναν χώρο που μας έκανε να νιώθουμε οικείοι, «σαν στο σπίτι μας», και
ευπρόσδεκτοι μέσα από την «άνευ όρων» αγάπη και καλοσύνη της. Κάποτε, όταν
πλημμύρισε το σπίτι μας στην Κοιλάδα, μας φιλοξένησε στο δικό της εκείνο το
βράδυ με τη συνέργεια της αγαπητής της κόρης Ελένης και του εξαίρετου γαμπρού
της Γιώργου, αγαπητών φίλων, που είναι πάντα πρόθυμοι «τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων
βαστάζειν».
Έτσι,
μπορούσαμε να διακρίνουμε το μεγαλείο της ψυχής της, που είχε σφυρηλατήσει με
επιμέλεια ο λυτρωτικός πόνος, ο διαρκής μόχθος, η σκληρή πραγματικότητα.
Σε πείσμα όλων αυτών, εύκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει την ειρηνεύουσα
ψυχική της διάθεση στο αειθαλές από κάλλος και ομορφιά πρόσωπό της, την
ανθρωπιά της, την ευαισθησία και την αισιοδοξία της για τη ζωή - ένα διαρκές άνοιγμα προς την ελπίδα του μέλλοντος,
το δυναμισμό και την ψυχική της ανθεκτικότητα. Κι εμείς, γευόμενοι μιας
τέτοιας ισορροπημένης εσωτερικής ψυχικής γαλήνης και προσωπικής πνευματικότητας,
ενδοβάλαμε στο δικό μας πρόγραμμα ζωής αξίες δικές της, μεταλαμβάνοντας του
δικού της προσωπικού πολιτισμού.
Η περιστασιακή,
αλλά πολύχρονη αυτή μαθητεία κοντά της μας ωθούσε να μετασχηματίζουμε
την παραδειγματική αξιοπρεπή στάση ζωής της «στα δύσκολα», μαθαίνοντας από «τη
ζωή των άλλων», σε προσωπικές στάσεις ζωής που μας επανάφεραν σε μια ανάταση
ψυχής μέσα από το προσωπικό της ακτινοβόλο φως.
Και το
αποτέλεσμα; Η εξαίρετη διαμόρφωση ήθους των παιδιών της, η διάχυση ανάλογου
ήθους στα αγαπητά της εγγόνια, η υιοθέτηση
και η διατήρηση από τους απογόνους των δικών της πολιτιστικών στοιχείων.
Η οικογενειακή αυτή συναλλαγή διαμορφώνει το πλέγμα των
αναμνήσεων που επιτρέπει να κρατούμε τους νεκρούς αναστημένους στη θύμησή μας.
Αυτός ο
σύντομος απολογισμός ιστορίας ζωής, δίνει
νόημα στη ζωή και στο θάνατο και αντιτάσσει
νόημα ζωής στην «αλογία του θανάτου».
Δεν είναι μια τέτοια πορεία, νίκη της
ζωής επί του θανάτου; Δεν κατατροπώνεται ο θάνατος με μια τέτοια εξαίσια βιωτή
ζωής; Δεν είναι μια τέτοια ζωή, σοβαρή προετοιμασία, άσκηση και γύμνασμα, μέχρι
τη συνοριακή γραμμή του θανάτου – μια σοβαρή μελέτη θανάτου;
Η απουσία της
μητέρας Παναγιούλας εκφράζει την απώλεια
σε κάθε «Παιδί» που ποθεί να έχει πλάι του μια τέτοια αντάξια μητέρα,
αλλά η παρηγοριά έρχεται από τον ποιητή, όταν μας θυμίζει ότι «η μητέρα, που
λείπει, έχει βγει μια στιγμή στον ουρανό να ποτίσει τα
λουλουδάκια των άστρων»…
Παρόλα αυτά,
κ. Γιούλα, θα σε ξαναβρούμε με τη θύμησή μας στην περιποιημένη αυλή του σπιτιού
σου να μας κερνάς την αγάπη και την εκτίμηση, να μας χαμογελάς με ένα κάλεσμα:
«περάστε πάλι από το σπίτι»∙ θα σε ξανασυναντήσουμε στις κατανυκτικές
ολονυκτίες στον «Πρόδρομο», σε μια βόλτα στην Ερμιόνη, στο Πορτοχέλι, στην
Κοιλάδα ή κάτω από τις αστροφεγγιές και το ολόγιομο φεγγάρι του Αυγούστου στον
Άγιο Αιμιλιανό…
Αιωνία σου η
μνήμη, αγαπητή κ. Γιούλα. Ο Θεός ας αναπαύει την ψυχή σου.
Γιάννης Β. Σούλης
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός