Το προσφυγικό/μεταναστευτικό είναι ένα τεράστιο ζήτημα, ζήτημα ανθρωπιστικό, κοινωνικό, γεωπολιτικό που καμία από τις τρεις διαστάσεις δεν μπορεί να απομονωθεί. Άνθρωποι που ξεσπιτώνονται αφού διαλύθηκαν και αποδιοργανώθηκαν οι πατρίδες τους, μια κοινωνία που ζει το μετατραυματικό σοκ της μνημονιακής κατεδάφισης, μια γεωπολιτική συνθήκη όπου οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται ως εργαλείο εκβιασμού, πρόκλησης αστάθειας κι ανοχής στις νέες εφορμήσεις του τουρκικού επεκτατισμού.
Αν είναι έτσι, τότε τα πράγματα είναι πιο σοβαρά και σύνθετα από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται και η στάση καθενός δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη ή εγκλωβισμένη σε στερεότυπα και ετεροκαθορισμούς.
Όμως, ποια μπορεί να είναι η στάση μας απέναντι στο φαινόμενο; Αρκεί η εκδήλωση της αλληλεγγύης, αδιαφορώντας για τις άλλες δύο πλευρές και συχνά κατηγορώντας την κοινωνία ως ρέπουσα προς τον ρατσισμό, με κίνδυνο μάλιστα να λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Και από την άλλη, πέρα από την ηθική διάσταση, επιλύει έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα, η στοχοποίηση των προσφύγων και μετανάστων ως υπεύθυνων, «λαθραίων» και «εισβολέων»; Τελικά, ποιους εξυπηρετεί είτε η χλεύη της κοινωνικής ανησυχίας είτε, όταν αυτή δεν μπορεί να κατευναστεί, τα πράγματα να ωθούνται περίτεχνα σ’ έναν αποπροσανατολιστικό, πολωτικό, αδιέξοδο και επικίνδυνο κοινωνικό αυτοματισμό και σε διχασμούς που αφήνουν στο απυρόβλητο την πραγματική αντίθεση που είναι ανάμεσα στην κοινωνία και όσους επιδιώκουν ή αποδέχονται τη μετατροπή της χώρας σε ζώνη μόνιμου εγκλεισμού/hot-spot ανθρώπων, που με πρωταγωνίστρια την «Δύση» ξεσπιτώθηκαν;
Ο μόνος που ωφελείται είναι το πολιτικό σύστημα, που θέλει να αποφύγει τις ευθύνες του και παριστάνει ότι κάνει διαχείριση του προσφυγικού, αλλά αυτό που επιχειρεί είναι η διαχείριση της κοινωνίας και του πολιτικού κόστους. Από το 2016 κιόλας, όταν η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας χαιρετίστηκε από τον τότε πρωθυπουργό ως «διαπραγματευτική επιτυχία» για να φανεί πολύ σύντομα ότι απλά δημιούργησε «Μόριες» και εγκλώβισε τις ροές στη χώρα. Και σήμερα με τη Ν.Δ., που επιχειρεί να δείξει ένα πιο αποφασιστικό πρόσωπο στο εσωτερικό αλλά αναγκάζεται να πολλαπλασιάσει τις «Μόριες» στην ενδοχώρα.
Το κοινό και των δύο είναι ότι δεν διανοούνται να απαιτήσουν, με κάθε τρόπο, μια άλλη μεταχείριση της χώρας και των προσφύγων. Δεν απαιτούν από τους θεωρούμενους εταίρους στην Ευρώπη, ακόμα και ασκώντας το δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις, το στοιχειώδες, όπως η συνδιαχείριση του προβλήματος και η αναλογική κατανομή προσφύγων και μεταναστών. Μάλιστα, το χάϊδεμα στην Τουρκία συνεχίζεται και κανείς δεν θέλει να χαλάσει τις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις μαζί της, τη στιγμή που ο Ερντογάν κλιμακώνει τους εκβιασμούς για το προσφυγικό, την εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ και τις απειλές προς την Ελλάδα.
Ο ραγιαδισμός είναι ένα αυτοφυές χαρακτηριστικό με ισχυρή παράδοση στην χώρα μας, καθίσταται και μοιραίος όταν βρισκόμαστε μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις για την κοινωνία και τη χώρα. Άλλωστε, το πολιτικό σύστημα είναι εξειδικευμένο –μέσα από διαδοχικές κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές μεταμορφώσεις και προσαρμογές– στις υποκλίσεις, στο να παίρνει τα εύσημα από τους εταίρους και να δηλώνει περήφανο γι’ αυτό, στο να διαχειρίζεται ήττες αντί να τις αποτρέπει. Όμως το προσφυγικό όπως και η γειτνίαση με μια χώρα που ασκεί μια επεκτατική, φιλοπόλεμη και αυταρχική πολιτική δεν μπορούν να επιλυθούν ούτε να τα διαχειριστούν με ασκήσεις τετραγωνισμού του κύκλου.
Για όσους αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις των προβλημάτων για τη χώρα και την ταραχώδη και καθοριστική περίοδο που έχουμε μπει, για όποιον ενδιαφέρεται για τους πρόσφυγες και δε συμβιβάζεται με τον ευρωπαϊκό καταμερισμό χώρας φράχτη και εγκλωβισμού, για όποιον κατανοεί την κοινωνική ανησυχία απέναντι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν θέλει να δει να αναπτύσσονται ακραίες συμπεριφορές και να εντείνεται η κοινωνική αποδιοργάνωση, πρέπει να αναδειχθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι και να οικοδομηθούν στην κοινωνία ενότητες, επίγνωση και συνεννόηση σε μια κοινή λογική αντιμετώπισης των προβλημάτων και αναζήτησης διεξόδων.
Αν είναι έτσι, τότε τα πράγματα είναι πιο σοβαρά και σύνθετα από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται και η στάση καθενός δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη ή εγκλωβισμένη σε στερεότυπα και ετεροκαθορισμούς.
Όμως, ποια μπορεί να είναι η στάση μας απέναντι στο φαινόμενο; Αρκεί η εκδήλωση της αλληλεγγύης, αδιαφορώντας για τις άλλες δύο πλευρές και συχνά κατηγορώντας την κοινωνία ως ρέπουσα προς τον ρατσισμό, με κίνδυνο μάλιστα να λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Και από την άλλη, πέρα από την ηθική διάσταση, επιλύει έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα, η στοχοποίηση των προσφύγων και μετανάστων ως υπεύθυνων, «λαθραίων» και «εισβολέων»; Τελικά, ποιους εξυπηρετεί είτε η χλεύη της κοινωνικής ανησυχίας είτε, όταν αυτή δεν μπορεί να κατευναστεί, τα πράγματα να ωθούνται περίτεχνα σ’ έναν αποπροσανατολιστικό, πολωτικό, αδιέξοδο και επικίνδυνο κοινωνικό αυτοματισμό και σε διχασμούς που αφήνουν στο απυρόβλητο την πραγματική αντίθεση που είναι ανάμεσα στην κοινωνία και όσους επιδιώκουν ή αποδέχονται τη μετατροπή της χώρας σε ζώνη μόνιμου εγκλεισμού/hot-spot ανθρώπων, που με πρωταγωνίστρια την «Δύση» ξεσπιτώθηκαν;
Ο μόνος που ωφελείται είναι το πολιτικό σύστημα, που θέλει να αποφύγει τις ευθύνες του και παριστάνει ότι κάνει διαχείριση του προσφυγικού, αλλά αυτό που επιχειρεί είναι η διαχείριση της κοινωνίας και του πολιτικού κόστους. Από το 2016 κιόλας, όταν η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας χαιρετίστηκε από τον τότε πρωθυπουργό ως «διαπραγματευτική επιτυχία» για να φανεί πολύ σύντομα ότι απλά δημιούργησε «Μόριες» και εγκλώβισε τις ροές στη χώρα. Και σήμερα με τη Ν.Δ., που επιχειρεί να δείξει ένα πιο αποφασιστικό πρόσωπο στο εσωτερικό αλλά αναγκάζεται να πολλαπλασιάσει τις «Μόριες» στην ενδοχώρα.
Το κοινό και των δύο είναι ότι δεν διανοούνται να απαιτήσουν, με κάθε τρόπο, μια άλλη μεταχείριση της χώρας και των προσφύγων. Δεν απαιτούν από τους θεωρούμενους εταίρους στην Ευρώπη, ακόμα και ασκώντας το δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις, το στοιχειώδες, όπως η συνδιαχείριση του προβλήματος και η αναλογική κατανομή προσφύγων και μεταναστών. Μάλιστα, το χάϊδεμα στην Τουρκία συνεχίζεται και κανείς δεν θέλει να χαλάσει τις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις μαζί της, τη στιγμή που ο Ερντογάν κλιμακώνει τους εκβιασμούς για το προσφυγικό, την εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ και τις απειλές προς την Ελλάδα.
Ο ραγιαδισμός είναι ένα αυτοφυές χαρακτηριστικό με ισχυρή παράδοση στην χώρα μας, καθίσταται και μοιραίος όταν βρισκόμαστε μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις για την κοινωνία και τη χώρα. Άλλωστε, το πολιτικό σύστημα είναι εξειδικευμένο –μέσα από διαδοχικές κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές μεταμορφώσεις και προσαρμογές– στις υποκλίσεις, στο να παίρνει τα εύσημα από τους εταίρους και να δηλώνει περήφανο γι’ αυτό, στο να διαχειρίζεται ήττες αντί να τις αποτρέπει. Όμως το προσφυγικό όπως και η γειτνίαση με μια χώρα που ασκεί μια επεκτατική, φιλοπόλεμη και αυταρχική πολιτική δεν μπορούν να επιλυθούν ούτε να τα διαχειριστούν με ασκήσεις τετραγωνισμού του κύκλου.
Για όσους αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις των προβλημάτων για τη χώρα και την ταραχώδη και καθοριστική περίοδο που έχουμε μπει, για όποιον ενδιαφέρεται για τους πρόσφυγες και δε συμβιβάζεται με τον ευρωπαϊκό καταμερισμό χώρας φράχτη και εγκλωβισμού, για όποιον κατανοεί την κοινωνική ανησυχία απέναντι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν θέλει να δει να αναπτύσσονται ακραίες συμπεριφορές και να εντείνεται η κοινωνική αποδιοργάνωση, πρέπει να αναδειχθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι και να οικοδομηθούν στην κοινωνία ενότητες, επίγνωση και συνεννόηση σε μια κοινή λογική αντιμετώπισης των προβλημάτων και αναζήτησης διεξόδων.