Ο Μαυροτσιροβάκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia melanocephala και περιλαμβάνει 5 υποείδη. Η επιστημονική ονομασία του γένους sylvia συνδέεται με τη λατινική λέξη silva ή sylva «δάσος», «ξύλο» και επομένως, παραπέμπει στο ενδιαίτημα του πτηνού. Μάλιστα, ή ίδια η λέξη sylvia σημαίνει «ξωτικό (του δάσους)».
Η επιστημονική ονομασία του είδους melanocephala είναι, επίσης, (νεο-)λατινική και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό μαύρο κεφάλι του αρσενικού.
Το ίδιο ισχύει και για την λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, ενώ η αγγλική (Sardinian warbler), παραπέμπει σε ένα από τα μεσογειακά νησιά, από όπου πρωτοπεριγράφηκε.
Ο μαυροτσιροβάκος είναι, καθιστικό, μερικώς μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, με τους περισσότερους πληθυσμούς του να ζουν μόνιμα ή και να αναπαράγονται στις παραμεσογειακές περιοχές και των τριών ηπείρων.
Στην Ευρώπη, είναι χαρακτηριστικό ότι το είδος έχει ευρεία εξάπλωση σε όλες τις χώρες που βρέχονται από την Μεσόγειο Θάλασσα -και μόνον-, όπως και στα νησιά της. Μοναδική εξαίρεση, αποτελεί μικρό τμήμα του Ν. και Δ. Ευξείνου Πόντου, με μικρούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς. Τα βόρεια όρια της κατανομής ακολουθούν μια γραμμή, από το ύψος της Ν. Γαλλίας στα δυτικά, προς τις Άλπεις, τις ακτές της Δαλματίας, μέχρι την ΒΑ. Βουλγαρία και τη ΝΑ. Ρουμανία στα ανατολικά.
Στην Ασία, πάλι οι περιοχές της Εγγύς Ανατολής, που βρέχονται από την Μεσόγειο αποτελούν τμήμα της συνολικής επικράτειας.
Η Αφρική αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι, εκτός από τις παραμεσόγειες χώρες όπου ζει μόνιμα και αναπαράγεται το είδος, υπάρχουν και περιοχές μακριά από την Μεσόγειο, όπου κάποιοι πληθυσμοί έρχονται για να ξεχειμωνιάσουν.
Η επιστημονική ονομασία του είδους melanocephala είναι, επίσης, (νεο-)λατινική και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό μαύρο κεφάλι του αρσενικού.
Το ίδιο ισχύει και για την λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, ενώ η αγγλική (Sardinian warbler), παραπέμπει σε ένα από τα μεσογειακά νησιά, από όπου πρωτοπεριγράφηκε.
Ο μαυροτσιροβάκος είναι, καθιστικό, μερικώς μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, με τους περισσότερους πληθυσμούς του να ζουν μόνιμα ή και να αναπαράγονται στις παραμεσογειακές περιοχές και των τριών ηπείρων.
Στην Ευρώπη, είναι χαρακτηριστικό ότι το είδος έχει ευρεία εξάπλωση σε όλες τις χώρες που βρέχονται από την Μεσόγειο Θάλασσα -και μόνον-, όπως και στα νησιά της. Μοναδική εξαίρεση, αποτελεί μικρό τμήμα του Ν. και Δ. Ευξείνου Πόντου, με μικρούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς. Τα βόρεια όρια της κατανομής ακολουθούν μια γραμμή, από το ύψος της Ν. Γαλλίας στα δυτικά, προς τις Άλπεις, τις ακτές της Δαλματίας, μέχρι την ΒΑ. Βουλγαρία και τη ΝΑ. Ρουμανία στα ανατολικά.
Στην Ασία, πάλι οι περιοχές της Εγγύς Ανατολής, που βρέχονται από την Μεσόγειο αποτελούν τμήμα της συνολικής επικράτειας.
Η Αφρική αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι, εκτός από τις παραμεσόγειες χώρες όπου ζει μόνιμα και αναπαράγεται το είδος, υπάρχουν και περιοχές μακριά από την Μεσόγειο, όπου κάποιοι πληθυσμοί έρχονται για να ξεχειμωνιάσουν.
Ο μαυροτσιροβάκος είναι υπερκινητικός και μετακινείται με συνεχή μικρά πηδήματα από κλαδί σε κλαδί, ενώ σπάνια κατεβαίνει στο έδαφος. Κατά την πτήση ανοίγει χαρακτηριστικά την ουρά του, σε σχήμα βεντάλιας,ενώ συχνά την πεταρίζει, όπως και τις πτέρυγες.