Του Γιώργου Στείρη
Αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑΕτοιμαζόμαστε πια επισήμως για το 2021, το οποίο στο συλλογικό φαντασιακό σηματοδοτεί ταυτόχρονα μια επιστροφή και μια νέα αφετηρία, με βασικό ζητούμενο την οριστική υπέρβαση της σύγχρονης κρίσης.
Η κυβέρνηση μάλιστα έσπευσε να συνδέσει το 2021 με τοrebranding της Ελλάδας, την προσπάθεια να επανασυστηθούμε στην οικουμένη. Και αυτό γιατί παραμένει δημοφιλής η θεωρία πως η περιοδική επιστροφή στις ρίζες αποτελεί προϋπόθεση της αναβάπτισης των λαών και των θεσμών.
Αντίθετα προς την κρατούσα αντίληψη, θεωρώ ότι το 1821 είναι πρωταρχική αιτία της διαρκούς κρίσης του ελληνισμού και του ελλαδικού κράτους, οπότε οι προσδοκίες από το 2021 είναι μαξιμαλιστικές.
Ειδικότερα, ο εμφύλιος σπαραγμός στρατιωτικών και πολιτικών, η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η λεηλασία των εθνικών γαιών, η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, η δολοφονία του Καποδίστρια, η ξενόφερτη μοναρχία συνιστούν αθεράπευτες πληγές και ανοικτά ζητήματα διακόσια χρόνια μετά. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου δεν εκλογικεύτηκαν από τον ελληνισμό, οπότε δεν επιτεύχθηκε η προσδοκώμενη συλλογική μας κάθαρση.
Επιπλέον, το 1821, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Παραμένει θεμελιωδώς ημιτελές. Ο ελληνισμός δεν απελευθερώθηκε στο σύνολό του, η πολιτική και θεσμική ολοκλήρωση δεν επιτεύχθηκε, ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν τελεσφόρησε. Ακόμα και η τελική λύση αποτέλεσε κατά βάση παραχώρηση του διεθνούς παράγοντα. Το 1821 συνιστά ματαίωση, αφού δεν έλυσε τα δομικά προβλήματα του ελληνισμού, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει εκκρεμής, στροβιλιζόμενος σε περιοδικές κρίσεις. Δύο αιώνες αργότερα, ο ελληνισμός ακόμα προσπαθεί να ολοκληρώσει τους μεγάλους στόχους του 1821: την πολιτική αυτονόμηση και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους. Δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ιστορική σύμπτωση το ότι η εκατονταετηρίδα του 1921 συνδυάστηκε με τον παροξυσμό του μεγαλοϊδεατισμού και την τραγωδία του 1922. Και τότε το έθνος προσπάθησε να αναμετρηθεί με το 1821, με τα γνωστά αποτελέσματα. Στην εκ νέου απόπειρα αναμέτρησής μας με το 1821, εν έτει 2021, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός 2022, ανάλογου του τραύματος του 1922.
Ενδεικτικό της αμηχανίας μας είναι πως, παρότι θεωρούμε το 1821 ως το απόλυτο ορόσημο του νέου ελληνισμού, κανένα σύγχρονο σύμβολό μας δεν συνδέεται με αυτό. Το αντίθετο ισχύει για την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, που αποτελούν τους βασικούς πόλους προσδιορισμού του Έλληνα. Η ακτινοβολία της αρχαιότητας και της βυζαντινής αυτοκρατορίας παραμένει υπέρτερη της Ψωροκώσταινας. Ο σύγχρονος Έλληνας ετοιμάζεται να εορτάσει το 1821, ενώ ταυτόχρονα το οικτίρει για το κράτος και την κοινωνία που προέκυψαν ως συνέπειές του. Μάλιστα, την αντίφαση αυτή τη βιώνει τραγικά, επειδή ταυτόχρονα θρηνεί γοερά για κάποια περασμένα μεγαλεία.
Υποστηρίζω ότι η υπέρβαση της κρίσης δεν είναι εφικτή όσο ο ελληνισμός διαλέγεται αποκλειστικά με τον εαυτό του και την ιστορία του, αρνούμενος να στοχαστεί και να απαντήσει στα κεντρικά ερωτήματα της μετανεωτερικότητας. Εξακολουθούμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως εξαίρεση, ένα ανάδελφο και μοναδικό έθνος. Και η επιμονή των ηγέτιδων τάξεων να αναλύουν την ελλαδική πραγματικότητα με εισαγόμενα από άλλες εμπειρίες πρότυπα επιτείνει τα αδιέξοδα και τη σύγχυση. Ανησυχώ μήπως ο εξαγγελθείς εορτασμός του 2021 μεγεθύνει τα προβλήματα, καθώς φαίνεται από τη μια να ενισχύει την εσωστρέφεια και από την άλλη την επιδερμική ανάγνωση του ελληνικού παραδείγματος με επείσακτα εργαλεία, άσχετα προς την ιστορική μας εμπειρία.
Το 2021, ως εορτασμός των διακοσίων χρόνων από το 1821, φοβάμαι ότι μάλλον δεν θα επιτρέψει την υπέρβαση των ελλειμμάτων μας και την επανατοποθέτησή μας στον σύγχρονο πλουραλιστικό κόσμο. Όσο το 1821 παραμένει ημιτελές στο συλλογικό φαντασιακό, ο ελληνισμός θα εξακολουθήσει να πορεύεται εγκλωβισμένος στα μεγάλα αιτήματα του 19ου αιώνα. Παρότι ψάχνουμε διαρκώς το ποιοι είμαστε, αγνοούμε τη θέση μας στο σύγχρονο κόσμο. Δεν αναζητούμε ούτε το που, ούτε το πότε, ούτε το πώς: τα βασικά δηλαδή ερωτήματα του 21ου αιώνα. Το rebranding της Ελλάδας και η υπέρβαση της κρίσης δεν θα πραγματωθούν προσπαθώντας να απαντήσουμε σε ερωτήματα που τέθηκαν πριν από διακόσια χρόνια.
Ειδικότερα, ο εμφύλιος σπαραγμός στρατιωτικών και πολιτικών, η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η λεηλασία των εθνικών γαιών, η ναυμαχία στο Ναβαρίνο, η δολοφονία του Καποδίστρια, η ξενόφερτη μοναρχία συνιστούν αθεράπευτες πληγές και ανοικτά ζητήματα διακόσια χρόνια μετά. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου δεν εκλογικεύτηκαν από τον ελληνισμό, οπότε δεν επιτεύχθηκε η προσδοκώμενη συλλογική μας κάθαρση.
Επιπλέον, το 1821, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Παραμένει θεμελιωδώς ημιτελές. Ο ελληνισμός δεν απελευθερώθηκε στο σύνολό του, η πολιτική και θεσμική ολοκλήρωση δεν επιτεύχθηκε, ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν τελεσφόρησε. Ακόμα και η τελική λύση αποτέλεσε κατά βάση παραχώρηση του διεθνούς παράγοντα. Το 1821 συνιστά ματαίωση, αφού δεν έλυσε τα δομικά προβλήματα του ελληνισμού, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει εκκρεμής, στροβιλιζόμενος σε περιοδικές κρίσεις. Δύο αιώνες αργότερα, ο ελληνισμός ακόμα προσπαθεί να ολοκληρώσει τους μεγάλους στόχους του 1821: την πολιτική αυτονόμηση και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους. Δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ιστορική σύμπτωση το ότι η εκατονταετηρίδα του 1921 συνδυάστηκε με τον παροξυσμό του μεγαλοϊδεατισμού και την τραγωδία του 1922. Και τότε το έθνος προσπάθησε να αναμετρηθεί με το 1821, με τα γνωστά αποτελέσματα. Στην εκ νέου απόπειρα αναμέτρησής μας με το 1821, εν έτει 2021, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός 2022, ανάλογου του τραύματος του 1922.
Ενδεικτικό της αμηχανίας μας είναι πως, παρότι θεωρούμε το 1821 ως το απόλυτο ορόσημο του νέου ελληνισμού, κανένα σύγχρονο σύμβολό μας δεν συνδέεται με αυτό. Το αντίθετο ισχύει για την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, που αποτελούν τους βασικούς πόλους προσδιορισμού του Έλληνα. Η ακτινοβολία της αρχαιότητας και της βυζαντινής αυτοκρατορίας παραμένει υπέρτερη της Ψωροκώσταινας. Ο σύγχρονος Έλληνας ετοιμάζεται να εορτάσει το 1821, ενώ ταυτόχρονα το οικτίρει για το κράτος και την κοινωνία που προέκυψαν ως συνέπειές του. Μάλιστα, την αντίφαση αυτή τη βιώνει τραγικά, επειδή ταυτόχρονα θρηνεί γοερά για κάποια περασμένα μεγαλεία.
Υποστηρίζω ότι η υπέρβαση της κρίσης δεν είναι εφικτή όσο ο ελληνισμός διαλέγεται αποκλειστικά με τον εαυτό του και την ιστορία του, αρνούμενος να στοχαστεί και να απαντήσει στα κεντρικά ερωτήματα της μετανεωτερικότητας. Εξακολουθούμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως εξαίρεση, ένα ανάδελφο και μοναδικό έθνος. Και η επιμονή των ηγέτιδων τάξεων να αναλύουν την ελλαδική πραγματικότητα με εισαγόμενα από άλλες εμπειρίες πρότυπα επιτείνει τα αδιέξοδα και τη σύγχυση. Ανησυχώ μήπως ο εξαγγελθείς εορτασμός του 2021 μεγεθύνει τα προβλήματα, καθώς φαίνεται από τη μια να ενισχύει την εσωστρέφεια και από την άλλη την επιδερμική ανάγνωση του ελληνικού παραδείγματος με επείσακτα εργαλεία, άσχετα προς την ιστορική μας εμπειρία.
Το 2021, ως εορτασμός των διακοσίων χρόνων από το 1821, φοβάμαι ότι μάλλον δεν θα επιτρέψει την υπέρβαση των ελλειμμάτων μας και την επανατοποθέτησή μας στον σύγχρονο πλουραλιστικό κόσμο. Όσο το 1821 παραμένει ημιτελές στο συλλογικό φαντασιακό, ο ελληνισμός θα εξακολουθήσει να πορεύεται εγκλωβισμένος στα μεγάλα αιτήματα του 19ου αιώνα. Παρότι ψάχνουμε διαρκώς το ποιοι είμαστε, αγνοούμε τη θέση μας στο σύγχρονο κόσμο. Δεν αναζητούμε ούτε το που, ούτε το πότε, ούτε το πώς: τα βασικά δηλαδή ερωτήματα του 21ου αιώνα. Το rebranding της Ελλάδας και η υπέρβαση της κρίσης δεν θα πραγματωθούν προσπαθώντας να απαντήσουμε σε ερωτήματα που τέθηκαν πριν από διακόσια χρόνια.