Ο Βουλευτής Αργολίδας της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννης Ανδριανός στην ομιλία του στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νέου εκλογικού νόμου, δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο εκλογικός νόμος, και ιδιαίτερα το σύστημα των κανόνων, ή με άλλα λόγια ο αλγόριθμος κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών βάσει του εκλογικού αποτελέσματος, είναι πάντα και αναγκαστικά μια λεπτή άσκηση ισορροπίας.
Είναι μια άσκηση ισορροπίας που οφείλει να λάβει υπόψη της και να σταθμίσει την ιδιαίτερη πολιτική ιστορία κάθε πολιτικής κοινωνίας, καθώς και τις ανάγκες αφενός της δίκαιης εκπροσώπησης των εκλογέων και αφετέρου της διασφάλισης της κυβερνησιμότητας της χώρας.
Είναι ταυτόχρονα μια άσκηση δημοκρατίας και εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Είναι βεβαίως δεδομένο ότι καθώς οι διαφορετικές πιθανές σταθμίσεις είναι πολλές, οι επιμέρους επιλογές του εκάστοτε νομοθέτη είναι αδύνατο να συγκεντρώσουν την απόλυτη ομοφωνία όλων των πλευρών.
Όμως πέρα από την υποκειμενική διάσταση, υπάρχουν και πολύ σημαντικές αντικειμενικές παράμετροι. Πρώτον, η μεταβολή του εκλογικού νόμου να γίνεται σε μη εκλογικά ενεργό χρόνο, και οι πολίτες να έχουν ήδη πληροφορηθεί εγκαίρως τους βασικούς της άξονες και να τους έχουν εγκρίνει με την ψήφο τους σε εθνικές εκλογές.
Και δεύτερον, να μην θυσιάζονται τα συμφέροντα της χώρας στο βωμό του κομματικού συμφέροντος, καθώς ένας εκλογικός νόμος που έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες είναι εξαιρετικά πιθανό να βάλει τη χώρα και την κοινωνία σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο εκλογικός νόμος που συζητάμε σήμερα πληροί αυτές τις δύο αντικειμενικές προϋποθέσεις: δεν αιφνιδιάζει πολίτες και πολιτικές δυνάμεις, δεν μεταβάλλει τους κανόνες του παιχνιδιού την τελευταία στιγμή, δεν βάζει τίποτε πάνω από το εθνικό συμφέρον, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε στη Νέα Δημοκρατία: επιδιώκει δηλαδή μια σύνθεση που διασφαλίζει την αντιστοιχία της λαϊκής ψήφου με την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση και ταυτόχρονα δεν υπονομεύει τη δυνατότητα σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων, όταν ακριβώς οι πολίτες το εντέλλονται.
Εμείς πιστεύουμε ότι το σύστημα απλής αναλογικής που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση είναι και αναποτελεσματικό στην περίπτωση της χώρας μας, αλλά μπορώ να πω και άδικο.
Κι αυτό γιατί καθιστά ακόμη και ισχυρές εκλογικές πλειοψηφίες ομήρους μικρών, και συχνά ακραίων και ολιγοθεματικών μειοψηφιών, αλλά και δημιουργεί και κίνητρα για αθέμιτες διαπραγματεύσεις και συναλλαγές που δεν ενέκριναν οι πολίτες με την ψήφο τους.
Εμείς δεν πιστεύουμε ότι ετερόκλητες και ευκαιριακές συμμαχίες εκφράζουν τη βούληση των πολιτών ή εξυπηρετούν αποτελεσματικά τα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας μας.
Δεν πιστεύουμε ότι κύκλοι διαρκούς καταφυγής σε εκλογές, όπως ζήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη Νέα Δημοκρατία να υπερβαίνει το 46% και να μη μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση εκφράζουν τη βούληση της πλειοψηφίας ή εξυπηρετούν τη χώρα.
Δεν πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους για την πορεία και το μέλλον της χώρας μας, σε εποχές μεγάλων προκλήσεων στο επίπεδο της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής, η μη κυβερνησιμότητα και η πολιτική αστάθεια εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ελλάδας και των Ελλήνων.
Δεν πιστεύουμε ότι ο μόνιμος στόχος της διαρκούς ενίσχυσης της δημοκρατίας μας, της θωράκισης των θεσμών, της αντιμετώπισης της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, της αθέμιτης προσοδοθηρίας και της αδιαφάνειας, εξυπηρετείται από μια συνθήκη τεχνητής αστάθειας.
Και κάτι ακόμη, σε όσους ακόμη πιστεύουν ειλικρινά ότι το σύστημα της απλής αναλογικής δήθεν θα ενθάρρυνε τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και την σύμπηξη της εθνικής ενότητας:
Η συνεννόηση, η ενότητα και η ομόνοια μπροστά στα μεγάλα και τα σημαντικά προϋποθέτουν την πολιτική σταθερότητα.
Προϋποθέτουν τη δυνατότητα οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις να υλοποιούν το πρόγραμμά τους, την εκπεφρασμένη βούληση και εντολή της πλειοψηφίας των εκλογέων χωρίς συνεχείς υπόγειες διαπραγματεύσεις και χωρίς να έχουν το ένα μάτι πάντα στραμμένο στο ενδεχόμενο κήρυξης πρόωρων εκλογών.
Μόνο όταν εκλείπει θεσμικά και η ανάγκη και το κίνητρο των αθέμιτων αυτών συναλλαγών και της πλειοδοσίας, μόνο όταν εκλείπει το καύσιμο της πλειοδοσίας, της δημαγωγίας και του λαϊκισμού είναι εφικτή η συνεννόηση πάνω στα μεγάλα και σημαντικά.
Άλλωστε, να μην το ξεχνάμε αυτό, το πείραμα της εφαρμογής της απλής αναλογικής στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους δήμους και τις περιφέρειες, κατέδειξε την ασυμβατότητά της με τις συγκεκριμένες και πιεστικές ανάγκες του τόπου.
Με τον νέο λοιπόν εκλογικό νόμο, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, με προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των θεσμών, αποκαθιστούμε ένα λάθος και ευθυγραμμίζουμε ξανά τους κανόνες κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών με την εκπεφρασμένη βούληση της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Διατυπώνουμε έτσι μια σύνθεση αναλογικότητας και κυβερνησιμότητας που πιστεύουμε ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας, αλλά και στο περί δικαίου αίσθημα της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.
Απέναντι στο ενδεχόμενο η χώρα να μπει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής αστάθειας, ανεξάρτητα μάλιστα από τη βούληση και την ψήφο της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων, απαντάμε ενισχύοντας θεσμικά τη δημοκρατία μας, ενισχύοντας θεσμικά τη χώρα σ’ αυτή την κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα συγκυρία».
«Ο εκλογικός νόμος, και ιδιαίτερα το σύστημα των κανόνων, ή με άλλα λόγια ο αλγόριθμος κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών βάσει του εκλογικού αποτελέσματος, είναι πάντα και αναγκαστικά μια λεπτή άσκηση ισορροπίας.
Είναι μια άσκηση ισορροπίας που οφείλει να λάβει υπόψη της και να σταθμίσει την ιδιαίτερη πολιτική ιστορία κάθε πολιτικής κοινωνίας, καθώς και τις ανάγκες αφενός της δίκαιης εκπροσώπησης των εκλογέων και αφετέρου της διασφάλισης της κυβερνησιμότητας της χώρας.
Είναι ταυτόχρονα μια άσκηση δημοκρατίας και εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Είναι βεβαίως δεδομένο ότι καθώς οι διαφορετικές πιθανές σταθμίσεις είναι πολλές, οι επιμέρους επιλογές του εκάστοτε νομοθέτη είναι αδύνατο να συγκεντρώσουν την απόλυτη ομοφωνία όλων των πλευρών.
Όμως πέρα από την υποκειμενική διάσταση, υπάρχουν και πολύ σημαντικές αντικειμενικές παράμετροι. Πρώτον, η μεταβολή του εκλογικού νόμου να γίνεται σε μη εκλογικά ενεργό χρόνο, και οι πολίτες να έχουν ήδη πληροφορηθεί εγκαίρως τους βασικούς της άξονες και να τους έχουν εγκρίνει με την ψήφο τους σε εθνικές εκλογές.
Και δεύτερον, να μην θυσιάζονται τα συμφέροντα της χώρας στο βωμό του κομματικού συμφέροντος, καθώς ένας εκλογικός νόμος που έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες είναι εξαιρετικά πιθανό να βάλει τη χώρα και την κοινωνία σε πολύ επικίνδυνες περιπέτειες.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο εκλογικός νόμος που συζητάμε σήμερα πληροί αυτές τις δύο αντικειμενικές προϋποθέσεις: δεν αιφνιδιάζει πολίτες και πολιτικές δυνάμεις, δεν μεταβάλλει τους κανόνες του παιχνιδιού την τελευταία στιγμή, δεν βάζει τίποτε πάνω από το εθνικό συμφέρον, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε στη Νέα Δημοκρατία: επιδιώκει δηλαδή μια σύνθεση που διασφαλίζει την αντιστοιχία της λαϊκής ψήφου με την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση και ταυτόχρονα δεν υπονομεύει τη δυνατότητα σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων, όταν ακριβώς οι πολίτες το εντέλλονται.
Εμείς πιστεύουμε ότι το σύστημα απλής αναλογικής που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση είναι και αναποτελεσματικό στην περίπτωση της χώρας μας, αλλά μπορώ να πω και άδικο.
Κι αυτό γιατί καθιστά ακόμη και ισχυρές εκλογικές πλειοψηφίες ομήρους μικρών, και συχνά ακραίων και ολιγοθεματικών μειοψηφιών, αλλά και δημιουργεί και κίνητρα για αθέμιτες διαπραγματεύσεις και συναλλαγές που δεν ενέκριναν οι πολίτες με την ψήφο τους.
Εμείς δεν πιστεύουμε ότι ετερόκλητες και ευκαιριακές συμμαχίες εκφράζουν τη βούληση των πολιτών ή εξυπηρετούν αποτελεσματικά τα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας μας.
Δεν πιστεύουμε ότι κύκλοι διαρκούς καταφυγής σε εκλογές, όπως ζήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τη Νέα Δημοκρατία να υπερβαίνει το 46% και να μη μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση εκφράζουν τη βούληση της πλειοψηφίας ή εξυπηρετούν τη χώρα.
Δεν πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους για την πορεία και το μέλλον της χώρας μας, σε εποχές μεγάλων προκλήσεων στο επίπεδο της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής, η μη κυβερνησιμότητα και η πολιτική αστάθεια εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ελλάδας και των Ελλήνων.
Δεν πιστεύουμε ότι ο μόνιμος στόχος της διαρκούς ενίσχυσης της δημοκρατίας μας, της θωράκισης των θεσμών, της αντιμετώπισης της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, της αθέμιτης προσοδοθηρίας και της αδιαφάνειας, εξυπηρετείται από μια συνθήκη τεχνητής αστάθειας.
Και κάτι ακόμη, σε όσους ακόμη πιστεύουν ειλικρινά ότι το σύστημα της απλής αναλογικής δήθεν θα ενθάρρυνε τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και την σύμπηξη της εθνικής ενότητας:
Η συνεννόηση, η ενότητα και η ομόνοια μπροστά στα μεγάλα και τα σημαντικά προϋποθέτουν την πολιτική σταθερότητα.
Προϋποθέτουν τη δυνατότητα οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις να υλοποιούν το πρόγραμμά τους, την εκπεφρασμένη βούληση και εντολή της πλειοψηφίας των εκλογέων χωρίς συνεχείς υπόγειες διαπραγματεύσεις και χωρίς να έχουν το ένα μάτι πάντα στραμμένο στο ενδεχόμενο κήρυξης πρόωρων εκλογών.
Μόνο όταν εκλείπει θεσμικά και η ανάγκη και το κίνητρο των αθέμιτων αυτών συναλλαγών και της πλειοδοσίας, μόνο όταν εκλείπει το καύσιμο της πλειοδοσίας, της δημαγωγίας και του λαϊκισμού είναι εφικτή η συνεννόηση πάνω στα μεγάλα και σημαντικά.
Άλλωστε, να μην το ξεχνάμε αυτό, το πείραμα της εφαρμογής της απλής αναλογικής στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους δήμους και τις περιφέρειες, κατέδειξε την ασυμβατότητά της με τις συγκεκριμένες και πιεστικές ανάγκες του τόπου.
Με τον νέο λοιπόν εκλογικό νόμο, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, με προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των θεσμών, αποκαθιστούμε ένα λάθος και ευθυγραμμίζουμε ξανά τους κανόνες κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών με την εκπεφρασμένη βούληση της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Διατυπώνουμε έτσι μια σύνθεση αναλογικότητας και κυβερνησιμότητας που πιστεύουμε ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας, αλλά και στο περί δικαίου αίσθημα της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.
Απέναντι στο ενδεχόμενο η χώρα να μπει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής αστάθειας, ανεξάρτητα μάλιστα από τη βούληση και την ψήφο της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων, απαντάμε ενισχύοντας θεσμικά τη δημοκρατία μας, ενισχύοντας θεσμικά τη χώρα σ’ αυτή την κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα συγκυρία».