Του Αθανάσιου Κατσή
Πλην της αύξησης της ζήτησης για ενοικιαζόμενες γκαρσονιέρες και του τζίρου της εστίασης, λίγη σκέψη έχει αναλωθεί στην περαιτέρω αξιοποίηση ενός περιφερειακού πανεπιστημίου στην ανάπτυξη της Περιφέρειας. Σε αυτό βέβαια μερίδιο ευθύνης έχει και η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα, καθώς το σχετικό ενδιαφέρον της συνήθως εξαντλείται στη συμμετοχή σε χρηματοδοτούμενα προγράμματα που προκηρύσσει η εκάστοτε περιφερειακή αρχή.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει σαφής επιστημονική τεκμηρίωση σχετικά με τη θετική συμβολή των ΑΕΙ διεθνώς στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή έδρας τους, μετρημένη κυρίως με όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Πολλές φορές μάλιστα η προαναφερθείσα διάσταση επιδρά πολλαπλασιαστικά και σε άλλες περιοχές, γεωγραφικά εγγύτερες στην έδρα του ΑΕΙ. Επιπλέον, το κυρίαρχο υπόδειγμα (διεθνώς αλλά σε κάποιο βαθμό και στην Ελλάδα) είναι αυτό της συνεισφοράς του τεχνολογικού τομέα στην περιφερειακή ανάπτυξη και καινοτομία. Η περίπτωση της Silicon Valley στις ΗΠΑ αποτελεί ένα ισχυρό ιστορικά σημείο αναφοράς για τη συμβολή του πανεπιστημίου στην τοπική ανάπτυξη.
Οι παραπάνω πρωτοβουλίες εντάσσονται κυρίως στο χωρο-χρονικό πλαίσιο των ΗΠΑ καθιστώντας δύσκολη την απευθείας μεταφορά τους στις πιο καθιερωμένες, ίσως και λιγότερο ευέλικτες, βιομηχανικές και αγροτικές περιφερειακές δομές της Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό υπόδειγμα μπορεί και πρέπει να εμπλουτισθεί με τη χρήση έξυπνων τεχνολογικών εξειδικεύσεων σε όλο το φάσμα των κύριων τοπικών πηγών της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς βεβαίως να αποκλείονται νέες εταιρείες προερχόμενες από το πανεπιστήμιο που θα συμβάλλουν στη διεύρυνση του οικονομικού κύκλου. Στη χώρα μας τομείς όπως η γεωργία, η διατροφή, ο πολιτισμός, ο τουρισμός, καθώς και ορισμένες εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας αποτελούν, μεταξύ άλλων, σημαντικούς οδηγούς της οικονομίας. Τα πανεπιστήμιά μας οφείλουν, σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές, να εγκύψουν στα συγκεκριμένα θέματα προσφέροντας καινοτόμες και ανταγωνιστικές προοπτικές ανάπτυξης.
Επιπλέον, τα ΑΕΙ της περιφέρειας μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν έναν ισχυρό πόλο έλξης και διακράτησης ταλαντούχων φοιτητών από τον ευρύτερο τοπικό γεωγραφικό χώρο και όχι μόνο. Παράλληλα, η «άντληση» μελλοντικών φοιτητών από τις τοπικές σχολικές μονάδες φέρνει σε επαφή τη σχολική κοινότητα –δασκάλους, μαθητές, γονείς κ.ά.– με το ΑΕΙ, αναδεικνύοντάς το σε εξωστρεφή θεσμικό παράγοντα κοινωνικών, εκπαιδευτικών και πολιτισμικών δικτύων. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και η συνακόλουθη τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας διαμορφώνουν ένα ισχυρό πλαίσιο ενδυνάμωσης των νέων της κάθε περιφέρειας με σαφείς επαγγελματικές προοπτικές εντοπιότητας, αποτρέποντας τάσεις φυγής και περαιτέρω δημογραφικής συρρίκνωσης.
Παράλληλα, τα πανεπιστήμια στο πλαίσιο προγραμμάτων διά βίου μάθησης αποτελούν έναν διαρκώς αναπτυσσόμενο δυναμικό χώρο για άτομα εντός ή εκτός παραγωγικής διαδικασίας, με στόχο την απόκτηση νέων γνώσεων, την εξέλιξη των υπαρχουσών δεξιοτήτων και τελικά την επανασύνδεση με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το πανεπιστήμιο επομένως συμβάλλει στην ισόρροπη ανάπτυξη των περιφερειών και στην άμβλυνση των ανισοτήτων σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ ταυτόχρονα αποκτά πολύτιμη ανατροφοδότηση για τη βελτίωση της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών του και για τις μελλοντικές του στοχεύσεις. Σχετικό πεδίο εφαρμογής όλων των παραπάνω αποτελεί η περίπτωση της Μεγαλόπολης στην Πελοπόννησο όπου η μετάβαση στη μετα-λιγνίτη εποχή αναδεικνύει την αδήριτη ανάγκη απόκτησης διαφορετικών, κατάλληλα στοχευμένων επαγγελματικών προσόντων.
Η υλοποίηση όλων των παραπάνω προοπτικών όμως αποτελεί μία πρόκληση αλλά και δοκιμασία τόσο για τη διοίκηση κάθε πανεπιστημίου όσο και για τις τοπικές αρχές και κοινωνίες. Ο γραφειοκρατικός, ελάχιστα αποκεντρωμένος τρόπος διοίκησης των δημοσίων πανεπιστημίων σε συνδυασμό με την υποστελέχωσή τους σε εξειδικευμένο διοικητικό προσωπικό, δημιουργούν συνθήκες λειτουργικής ασφυξίας με αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση μόνο στην εκπλήρωση των πιο άμεσων λειτουργιών των ΑΕΙ όπως είναι η διδασκαλία και η έρευνα. Επιπροσθέτως, η αδυναμία ανάδειξης της «τοπικότητας» σε ισχυρό παράγοντα επιβράβευσης στην αξιολόγηση και πιθανώς στη χρηματοδότηση των δράσεων του ΑΕΙ, αποτελεί σημαντικό περιορισμό.
Τα πανεπιστήμια δεν πρέπει να ανήκουν μόνο χωροταξικά σε μία διοικητική περιφέρεια αλλά να αποτελούν τον βασικότερο θεσμό σύζευξης της επιστημονικής και της επαγγελματικής διαδρομής των κατοίκων της. Οι εποχές των «κλειστών τειχών» έχουν ανεπιστρεπτί παρέλθει.
* Ο κ. Αθανάσιος Κατσής είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.