« Η αρχαιότητα, που με τόση απλοχεριά χάρισε, σ’ όλη την Ελλάδα και στην Αργολίδα ειδικότερα, ιστορικά μνημεία, ναούς, θέατρα, αγάλματα κλπ, δεν μπορούσε να μην αφήσει τα ίχνη της, και στο Αρτεμίσιο, το πανέμορφο βουνό της θεάς του κυνηγιού Άρτεμης, και έναν από τους βοσκότοπους του τραγοπόδαρου Πάνα.
Στην ανατολική πλαγιά του Αρτεμίσιο, εκεί που αρχίζουν να υψώνονται τα έλατα, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, σώζονται μέχρι και σήμερα υπολείμματα αρχαίου ναού της θεάς Άρτεμης…
Στα ερείπια του αρχαίου ναού χτίστηκε αργότερα ένας χριστιανικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Με την πάροδο όμως των χρόνων υπέστη σοβαρές καταστροφές, αλλά με τη θέληση της Παναγίας και με τη συνδρομή των πιστών ξαναχτίστηκε σε νέες βάσεις το σημερινό πανέμορφο ξωκλήσι και το μόνο που συνδέει και θυμίζει τις παλιές δόξες του είναι δυο τρεις μαρμάρινες κολόνες.
Δίπλα στο ξωκλήσι της Παναγίας και στη κορυφή του υψώματος υπάρχουν τα ερείπια ενός μικρού ενετικού κάστρου. Τα ξωκλήσι μαζί με το κάστρο τα χρησιμοποίησε στα χρόνια της Επανάστασης για λημέρι του και ο αρχικλέφτης της Καρυάς και πρωτοπαλίκαρο του Γέρου του Μοριά Θ. Κολοκοτρώνη καπετάν- Γιαννάκος Δαγρές…
Η απόσταση ήταν μία ώρα περίπου, γι’ αυτό και οι πιο αδύναμοι, μικροί μεγάλοι, πηγαίνανε καβάλα στα μουλάρια. Η ημέρα ακόμη και γι’ αυτά ήταν διαφορετική από τις άλλες. Τα σαμάρια τους τα είχαν στολίσει με τσιούλια, δηλαδή με κεντητά κουβερτόνια, οι αναβάτες φορούσαν τα καλά τους και σιγοτραγουδούσαν και στα κρεμασμένα ταγάρια μετέφεραν φαγητά, που οι μυρουδιές τους σπάζανε μύτες.
Στην ανατολική πλαγιά του Αρτεμίσιο, εκεί που αρχίζουν να υψώνονται τα έλατα, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, σώζονται μέχρι και σήμερα υπολείμματα αρχαίου ναού της θεάς Άρτεμης…
Στα ερείπια του αρχαίου ναού χτίστηκε αργότερα ένας χριστιανικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Με την πάροδο όμως των χρόνων υπέστη σοβαρές καταστροφές, αλλά με τη θέληση της Παναγίας και με τη συνδρομή των πιστών ξαναχτίστηκε σε νέες βάσεις το σημερινό πανέμορφο ξωκλήσι και το μόνο που συνδέει και θυμίζει τις παλιές δόξες του είναι δυο τρεις μαρμάρινες κολόνες.
Δίπλα στο ξωκλήσι της Παναγίας και στη κορυφή του υψώματος υπάρχουν τα ερείπια ενός μικρού ενετικού κάστρου. Τα ξωκλήσι μαζί με το κάστρο τα χρησιμοποίησε στα χρόνια της Επανάστασης για λημέρι του και ο αρχικλέφτης της Καρυάς και πρωτοπαλίκαρο του Γέρου του Μοριά Θ. Κολοκοτρώνη καπετάν- Γιαννάκος Δαγρές…
Στις 15 Αυγούστου κάθε χρόνο, που γιορτάζεται από την εκκλησία μας η Κοίμηση της Θεοτόκου, στο ξωκλήσι αυτό γινότανε και γίνεται με λαμπρότητα το δεύτερο μεγάλο πανηγύρι του χωριού μας. (Το πρώτο είναι «Τ’ Αϊ- Γιαννιού» στις 29 Αυγούστου)…
Αφού έχει προηγηθεί την παραμονή το βράδυ με υποδειγματική κατάνυξη και ευλάβεια μεγάλος εσπερινός με παρακλήσεις και άλλες ψαλμωδίες, … ανήμερα της Παναγίας το ανέβασμα από το χωριό στο ξωκλήσι έπαιρνε παγκαρυώτικο χαρακτήρα. Πρωί πρωί, για να χαρούνε και την ανατολή του ήλιου, παιδιά, μεσόκοποι και ηλικιωμένοι, συντροφιές συντροφιές, γιορτινοντυμένοι πανηγυριώτες ανηφόριζαν, άλλοι από το Ρογκότσι και άλλοι από το Μπαχώμι και φτάνανε στον προορισμό τους. Άδειαζε, θα λέγαμε, το χωριό.
Αφού έχει προηγηθεί την παραμονή το βράδυ με υποδειγματική κατάνυξη και ευλάβεια μεγάλος εσπερινός με παρακλήσεις και άλλες ψαλμωδίες, … ανήμερα της Παναγίας το ανέβασμα από το χωριό στο ξωκλήσι έπαιρνε παγκαρυώτικο χαρακτήρα. Πρωί πρωί, για να χαρούνε και την ανατολή του ήλιου, παιδιά, μεσόκοποι και ηλικιωμένοι, συντροφιές συντροφιές, γιορτινοντυμένοι πανηγυριώτες ανηφόριζαν, άλλοι από το Ρογκότσι και άλλοι από το Μπαχώμι και φτάνανε στον προορισμό τους. Άδειαζε, θα λέγαμε, το χωριό.
Η απόσταση ήταν μία ώρα περίπου, γι’ αυτό και οι πιο αδύναμοι, μικροί μεγάλοι, πηγαίνανε καβάλα στα μουλάρια. Η ημέρα ακόμη και γι’ αυτά ήταν διαφορετική από τις άλλες. Τα σαμάρια τους τα είχαν στολίσει με τσιούλια, δηλαδή με κεντητά κουβερτόνια, οι αναβάτες φορούσαν τα καλά τους και σιγοτραγουδούσαν και στα κρεμασμένα ταγάρια μετέφεραν φαγητά, που οι μυρουδιές τους σπάζανε μύτες.
Σε λίγο το μεγάλο και δεντροφυτευμένο προαύλιο ήταν γεμάτο στην κυριολεξία από φωνασκούντα παιδιά και χαμογελαστό κόσμο. Όλοι μπαίνανε για λίγο μέσα στο μικρό ξωκλήσι, κάνανε ευλαβικά το σταυρό τους, άναβαν άλλοι λαμπάδες – τάματα και άλλοι τα μικρά κεράκια τα οποία δεν τα άφηνε να καούν ο επίτροπος, για να χωρέσει το μανάλι ν’ ανάψουν κερί κι άλλοι προσκυνητές, ασπάζονταν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και στη συνέχεια έβγαιναν έξω για να προσκυνήσουν και οι υπόλοιποι, που ήταν στη σειρά και περίμεναν.
Θυμάμαι ότι όση ώρα χρειαζότανε, για να τελειώσει η θεία λειτουργία, άλλη τόση ήθελε ο παπα- Χρίστος Λάμπας, για να μεταλάβει όλο τον κόσμο με τη Θεία Κοινωνία…
Μετά την απόλυση οι χαιρετούρες, οι ευχές και τα χαμόγελα δίνανε και παίρνανε. Πολλοί πανηγυριώτες είχανε και την ονομαστική τους γιορτή και για το λόγο αυτό δεχόντουσαν τις ευχές όλων των άλλων. Υπόψη ότι όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους (φίλοι – συγγενείς) και δε θα υπήρχε σπίτι, που να μην είχε εορτάζοντα, όπως Παναγιώτη, Μαρία, Δέσποινα, Παναγούλα, Παναή, Τάκη…
Την ίδια ώρα οι γυναίκες, παρούσες κι εδώ στο καθήκον τους. Άπλωναν κάτω στο χορτάρι και στον ίσκιο των δέντρων μία λιοπάνα ή ένα τραπεζομάντιλο, για να κάτσουν, να φάνε και να πιούνε όλες οι οικογένειες, μία δίπλα στην άλλη.
Θυμάμαι ότι όση ώρα χρειαζότανε, για να τελειώσει η θεία λειτουργία, άλλη τόση ήθελε ο παπα- Χρίστος Λάμπας, για να μεταλάβει όλο τον κόσμο με τη Θεία Κοινωνία…
Μετά την απόλυση οι χαιρετούρες, οι ευχές και τα χαμόγελα δίνανε και παίρνανε. Πολλοί πανηγυριώτες είχανε και την ονομαστική τους γιορτή και για το λόγο αυτό δεχόντουσαν τις ευχές όλων των άλλων. Υπόψη ότι όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους (φίλοι – συγγενείς) και δε θα υπήρχε σπίτι, που να μην είχε εορτάζοντα, όπως Παναγιώτη, Μαρία, Δέσποινα, Παναγούλα, Παναή, Τάκη…
Την ίδια ώρα οι γυναίκες, παρούσες κι εδώ στο καθήκον τους. Άπλωναν κάτω στο χορτάρι και στον ίσκιο των δέντρων μία λιοπάνα ή ένα τραπεζομάντιλο, για να κάτσουν, να φάνε και να πιούνε όλες οι οικογένειες, μία δίπλα στην άλλη.
Το φαγητό, κρέας απαραίτητο, άλλες το φέρνανε έτοιμο από το σπίτι κι άλλες ανάβανε φωτιά με ξύλα κάπου εκεί κοντά, πάνω σε δύο μεγάλα λιθάρια στήριζαν την τέσα, και ή το ζέσταιναν λίγο ή αφού το είχαν μισοβρασμένο ρίχνανε μέσα και την πάστα, μακαρόνια, χυλοπίτες κλπ….
Σε λίγο , στη μεγάλη αυτή τραπεζαρία του προαυλίου της εκκλησιάς, εικόνα για χίλια μάτια και για χίλια αφτιά, ακουγόντουσαν οι ευχές για χρόνια πολλά, τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, τα κρασοκεράσματα κι όλοι απολάμβαναν το φαγητό διπλά, ύστερα από τη δεκαπενθήμερη νηστεία, που την κράταγαν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι…
Σε λίγο , στη μεγάλη αυτή τραπεζαρία του προαυλίου της εκκλησιάς, εικόνα για χίλια μάτια και για χίλια αφτιά, ακουγόντουσαν οι ευχές για χρόνια πολλά, τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, τα κρασοκεράσματα κι όλοι απολάμβαναν το φαγητό διπλά, ύστερα από τη δεκαπενθήμερη νηστεία, που την κράταγαν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι…
Όταν το φαγητό πήγαινε προς το τέλος, άρχιζαν τα όργανα.
Ο Τσιμπουκλάρας με το κλαρίνο και την κομπανία του, στη μέση του προαυλίου, κάνανε δοκιμές και παίζανε τα ταξίμια και τους πρώτους χορευτικούς σκοπούς. Τα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα ήταν άγνωστα τότε. Έτσι ήταν όλα έτοιμα για ν’ αρχίσει το γλέντι. Οι παπάδες, οι επίτροποι και οι κοινοτικοί άρχοντες, σύμφωνα με το έθιμο, και για το καλό της γιορτινής ημέρας, άνοιγαν το χορό. Στη συνέχεια οι χορευταράδες , οι νιόπαντροι κλπ. δίνανε τις παραγγελιές τους, αφού φυσικά πλήρωναν και το ανάλογο φιλοδώρημα στους οργανοπαίχτες.
Πολλές φορές, όταν το κέφι έπαιρνε φωτιά, το χαρτονόμισμα το κόλλαγαν και στο κούτελο του κλαριτζή. Εκεί να έβλεπες τον Τσιμπουκλάρα, να σηκώνεται όρθιος, να πηγαίνει κοντά στον χορευτή, να κόβει το κλαρίνο στη μέση και να δίνει στο γλέντι άλλη ομορφιά και άλλες διαστάσεις, εν μέσω χειροκροτημάτων, ζητωκραυγών και σφυριγμάτων κλέφτικων….
Το γλέντι στο χώρο του προαυλίου τελείωνε σιγά σιγά και το απομεσήμερο όταν άρχιζε να δροσίζει, όλοι οι πανηγυριώτες με χαρές και με τραγούδια κατηφόριζαν από τους ίδιους δρόμους για το χωριό. Καθώς αποχαιρετιόντουσαν, έκαναν ευχή και έδιναν υπόσχεση να ξαναγιορτάσουν με το καλό του χρόνου στο πανέμορφο δικό τους ξωκλήσι της Παναγίας…».
Σπύρος Κ. Καραμούντζος
Ο Τσιμπουκλάρας με το κλαρίνο και την κομπανία του, στη μέση του προαυλίου, κάνανε δοκιμές και παίζανε τα ταξίμια και τους πρώτους χορευτικούς σκοπούς. Τα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα ήταν άγνωστα τότε. Έτσι ήταν όλα έτοιμα για ν’ αρχίσει το γλέντι. Οι παπάδες, οι επίτροποι και οι κοινοτικοί άρχοντες, σύμφωνα με το έθιμο, και για το καλό της γιορτινής ημέρας, άνοιγαν το χορό. Στη συνέχεια οι χορευταράδες , οι νιόπαντροι κλπ. δίνανε τις παραγγελιές τους, αφού φυσικά πλήρωναν και το ανάλογο φιλοδώρημα στους οργανοπαίχτες.
Πολλές φορές, όταν το κέφι έπαιρνε φωτιά, το χαρτονόμισμα το κόλλαγαν και στο κούτελο του κλαριτζή. Εκεί να έβλεπες τον Τσιμπουκλάρα, να σηκώνεται όρθιος, να πηγαίνει κοντά στον χορευτή, να κόβει το κλαρίνο στη μέση και να δίνει στο γλέντι άλλη ομορφιά και άλλες διαστάσεις, εν μέσω χειροκροτημάτων, ζητωκραυγών και σφυριγμάτων κλέφτικων….
Το γλέντι στο χώρο του προαυλίου τελείωνε σιγά σιγά και το απομεσήμερο όταν άρχιζε να δροσίζει, όλοι οι πανηγυριώτες με χαρές και με τραγούδια κατηφόριζαν από τους ίδιους δρόμους για το χωριό. Καθώς αποχαιρετιόντουσαν, έκαναν ευχή και έδιναν υπόσχεση να ξαναγιορτάσουν με το καλό του χρόνου στο πανέμορφο δικό τους ξωκλήσι της Παναγίας…».
Σπύρος Κ. Καραμούντζος
Φώτο Σωτήρης Κωτσοβός