Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
«δημοκρατία»
Εν όψει της καλοκαιρινής κατανάλωσης του παγωτού, της δροσιστικής αυτής απόλαυσης μικρών και μεγάλων, είναι ευκαιρία να παρουσιάσουμε την περιπετειώδη εισαγωγή του στην Ελλάδα. Οι Αθηναίοι γεύτηκαν παγωτό για πρώτη φορά το 1835 σε μία από τις κοσμικές εκδηλώσεις του Βαυαρού πρωθυπουργού Λουδοβίκου Αρμανσμπεργκ.
Την εποχή που αναφερόμαστε η πόλη ήταν απλά ένας σωρός ερειπίων. Ακόμη επέστρεφαν οι κάτοικοι που είχαν φύγει κατά τη διάρκεια του πολέμου και γυρνώντας βρήκαν μόλις 165 σπίτια όρθια, αλλά χωρίς πόρτες και παράθυρα. Οι επίσημοι είχαν στεγαστεί πρόχειρα, αλλά προσπαθούσαν να διάγουν πολυτελή βίο προκαλώντας αντιδράσεις εκ μέρους των γηγενών, οι οποίοι ανέστιοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις. Δεν υπήρχαν ακόμη βιβλία, φανάρια, αχθοφόροι και ταχυδρομεία. Τα γράμματα έφταναν από το Ναύπλιο με φουστανελά ταχυδρόμο, ο οποίος ανέβαινε σε βαρέλι προσκαλώντας μεγαλοφώνως τους παραλήπτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες οργάνωνε τις κοσμικές συγκεντρώσεις της η κόμισσα Αρμανσμπεργκ, η οποία είχε τρεις θαυμάσιες κόρες. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε ήταν ενοικιασμένο από την οικογένεια Βλαχούτση. Βρισκόταν στην οδό Πειραιώς, στη συμβολή της με την οδό Κολωνού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το υπουργείο Εργασίας. Εκεί δεχόταν τους πολυπληθείς Βαυαρούς αξιωματικούς που είχαν έλθει στην Ελλάδα με τον βασιλιά Οθωνα και ελάχιστους Ελληνες, κυρίως πλούσιους ομογενείς. Κατά κοινή ομολογία, ήταν ευγενική οικοδέσποινα και οι καλεσμένοι της έφταναν με κόπο έως εκεί, αφού το σπίτι της ήταν ακόμη έξω από την κατοικημένη πόλη.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα προκαλούσε εκείνη η αθώα πρόταση. Διότι η κόμισσα δέχτηκε με προθυμία την πρόταση του Κάλβου, αφού θα παρουσίαζε κάτι νέο και θα εντυπωσίαζε τους καλεσμένους της. Ούτε η ίδια είχε γευτεί παγωτό από την κάθοδό της στην Ελλάδα, ενώ φαίνεται ότι οι Ιταλοί ήταν από τους πρώτους που διδάχτηκαν την τέχνη του παγωτού από τους Ανατολίτες. Οπότε συμφώνησαν και οι καλεσμένοι της κυρίας Αρμανσμπεργκ, στους οποίους προσφέρθηκαν τα παγωτά. Μάλιστα, κατενθουσιάστηκαν με το προϊόν του Κάλβου, καθώς το απολάμβαναν «μετ’ ανεκφράστου ηδονής», όπως έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης, ο οποίος φρόντισε να διασώσει την ιστορία.
Η κόμισσα δεν έχανε ευκαιρία να διαφημίζει το επικείμενο άνοιγμα της ζαχαροπλαστικής επιχείρησης του Κάλβου. Σε λίγη ώρα, όμως, το κλίμα άλλαξε και σταμάτησαν τα εγκώμια για τον ζαχαροπλάστη. Παρότι το βαλς εξακολουθούσε να παίζεται από την μπάντα του βαυαρικού τάγματος, οι αίθουσες του Μεγάρου άδειαζαν. Το κέφι χανόταν. Γυναίκες και άνδρες εξαφανίζονταν. «Μετέβαλον το δάπεδον της αιθούσης εις δεινώς κυμαινόμενον σκάφος», προσπαθώντας να βρουν κάποια σκοτεινή γωνιά για να «ακουμπήσουν» τις στομαχικές διαταραχές τους!
Προκειμένου να παρουσιάσει πιο εντυπωσιακά τα παγωτά του, ο Κάλβος χρησιμοποίησε χημικά χρώματα, αφού στην Αθήνα δεν υπήρχαν τότε φυσικές χρωστικές ουσίες. Ετσι, οι καλεσμένοι έπαθαν όλοι ελαφρά τροφική δηλητηρίαση. Ο χορός διαλύθηκε και όλοι έσπευσαν να καλέσουν γιατρό για βοήθεια.
Ο Κάλβος που έγινε… Λούης και ο Καρδαμάτης
Ο Κάλβος φρόντισε να εξαφανιστεί από την Αθήνα, ώσπου να ξεχαστεί το πρωτοφανές αυτό γεγονός. Οπότε οι πρώτες εντυπώσεις από τα παγωτά στην πρωτεύουσα δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστες. Αργότερα, όμως, ο Καρδαμάτης ήταν εκείνος που άνοιξε ζαχαροπλαστείο στη συμβολή των οδών Αιόλου και Ευριπίδου, προσφέροντας παγωτά. Τις δικές του δημιουργίες απολάμβαναν με πάθος οι Αθηναίοι. Εγιναν μάλιστα τόσο λαϊκά, ώστε λίγο αργότερα φάνηκε στην πόλη το περίφημο Γιάτσο, το οποίο υπήρξε η μεγαλύτερη ευχαρίστηση της «λουστραρίας» της πρωτεύουσας.
«δημοκρατία»
Εν όψει της καλοκαιρινής κατανάλωσης του παγωτού, της δροσιστικής αυτής απόλαυσης μικρών και μεγάλων, είναι ευκαιρία να παρουσιάσουμε την περιπετειώδη εισαγωγή του στην Ελλάδα. Οι Αθηναίοι γεύτηκαν παγωτό για πρώτη φορά το 1835 σε μία από τις κοσμικές εκδηλώσεις του Βαυαρού πρωθυπουργού Λουδοβίκου Αρμανσμπεργκ.
Ενας Ιταλός, ονόματι Κάλβος, διευθυντής πανδοχείου στην Αθήνα, ο οποίος είχε διατελέσει προηγουμένως ζαχαροπλάστης στη Νάπολη -σκόπευε μάλιστα να ιδρύσει και ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα-, προκειμένου να διαφημίσει την επιχείρησή του παρουσιάστηκε στην κόμισσα Αρμανσμπεργκ και της πρότεινε να παρασκευάσει παγωτά για τους προσκεκλημένους της.
Την εποχή που αναφερόμαστε η πόλη ήταν απλά ένας σωρός ερειπίων. Ακόμη επέστρεφαν οι κάτοικοι που είχαν φύγει κατά τη διάρκεια του πολέμου και γυρνώντας βρήκαν μόλις 165 σπίτια όρθια, αλλά χωρίς πόρτες και παράθυρα. Οι επίσημοι είχαν στεγαστεί πρόχειρα, αλλά προσπαθούσαν να διάγουν πολυτελή βίο προκαλώντας αντιδράσεις εκ μέρους των γηγενών, οι οποίοι ανέστιοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις. Δεν υπήρχαν ακόμη βιβλία, φανάρια, αχθοφόροι και ταχυδρομεία. Τα γράμματα έφταναν από το Ναύπλιο με φουστανελά ταχυδρόμο, ο οποίος ανέβαινε σε βαρέλι προσκαλώντας μεγαλοφώνως τους παραλήπτες.
Υπό αυτές τις συνθήκες οργάνωνε τις κοσμικές συγκεντρώσεις της η κόμισσα Αρμανσμπεργκ, η οποία είχε τρεις θαυμάσιες κόρες. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε ήταν ενοικιασμένο από την οικογένεια Βλαχούτση. Βρισκόταν στην οδό Πειραιώς, στη συμβολή της με την οδό Κολωνού, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το υπουργείο Εργασίας. Εκεί δεχόταν τους πολυπληθείς Βαυαρούς αξιωματικούς που είχαν έλθει στην Ελλάδα με τον βασιλιά Οθωνα και ελάχιστους Ελληνες, κυρίως πλούσιους ομογενείς. Κατά κοινή ομολογία, ήταν ευγενική οικοδέσποινα και οι καλεσμένοι της έφταναν με κόπο έως εκεί, αφού το σπίτι της ήταν ακόμη έξω από την κατοικημένη πόλη.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα προκαλούσε εκείνη η αθώα πρόταση. Διότι η κόμισσα δέχτηκε με προθυμία την πρόταση του Κάλβου, αφού θα παρουσίαζε κάτι νέο και θα εντυπωσίαζε τους καλεσμένους της. Ούτε η ίδια είχε γευτεί παγωτό από την κάθοδό της στην Ελλάδα, ενώ φαίνεται ότι οι Ιταλοί ήταν από τους πρώτους που διδάχτηκαν την τέχνη του παγωτού από τους Ανατολίτες. Οπότε συμφώνησαν και οι καλεσμένοι της κυρίας Αρμανσμπεργκ, στους οποίους προσφέρθηκαν τα παγωτά. Μάλιστα, κατενθουσιάστηκαν με το προϊόν του Κάλβου, καθώς το απολάμβαναν «μετ’ ανεκφράστου ηδονής», όπως έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης, ο οποίος φρόντισε να διασώσει την ιστορία.
Η κόμισσα δεν έχανε ευκαιρία να διαφημίζει το επικείμενο άνοιγμα της ζαχαροπλαστικής επιχείρησης του Κάλβου. Σε λίγη ώρα, όμως, το κλίμα άλλαξε και σταμάτησαν τα εγκώμια για τον ζαχαροπλάστη. Παρότι το βαλς εξακολουθούσε να παίζεται από την μπάντα του βαυαρικού τάγματος, οι αίθουσες του Μεγάρου άδειαζαν. Το κέφι χανόταν. Γυναίκες και άνδρες εξαφανίζονταν. «Μετέβαλον το δάπεδον της αιθούσης εις δεινώς κυμαινόμενον σκάφος», προσπαθώντας να βρουν κάποια σκοτεινή γωνιά για να «ακουμπήσουν» τις στομαχικές διαταραχές τους!
Προκειμένου να παρουσιάσει πιο εντυπωσιακά τα παγωτά του, ο Κάλβος χρησιμοποίησε χημικά χρώματα, αφού στην Αθήνα δεν υπήρχαν τότε φυσικές χρωστικές ουσίες. Ετσι, οι καλεσμένοι έπαθαν όλοι ελαφρά τροφική δηλητηρίαση. Ο χορός διαλύθηκε και όλοι έσπευσαν να καλέσουν γιατρό για βοήθεια.
Ο Κάλβος που έγινε… Λούης και ο Καρδαμάτης
Ο Κάλβος φρόντισε να εξαφανιστεί από την Αθήνα, ώσπου να ξεχαστεί το πρωτοφανές αυτό γεγονός. Οπότε οι πρώτες εντυπώσεις από τα παγωτά στην πρωτεύουσα δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστες. Αργότερα, όμως, ο Καρδαμάτης ήταν εκείνος που άνοιξε ζαχαροπλαστείο στη συμβολή των οδών Αιόλου και Ευριπίδου, προσφέροντας παγωτά. Τις δικές του δημιουργίες απολάμβαναν με πάθος οι Αθηναίοι. Εγιναν μάλιστα τόσο λαϊκά, ώστε λίγο αργότερα φάνηκε στην πόλη το περίφημο Γιάτσο, το οποίο υπήρξε η μεγαλύτερη ευχαρίστηση της «λουστραρίας» της πρωτεύουσας.