Με τον όρο "Πυραμίδα του Ελληνικού" αποκαλείται μνημείο στην περιοχή του Άργους, κτισμένο πάνω στην οδική αρτηρία που ένωνε το Άργος με την Τεγέα.
Η ονομασία του προέρχεται από τη χαρακτηριστική πυραμιδοειδή μορφή του. Η χρονολόγηση του κτίσματος τοποθετείτε στον 4ο π.Χ. αιώνα. Για την πιθανή χρήση του έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, π.χ. ότι χρησίμευε ως τύμβος, οχυρό, ή φρυκτωρία.
Η Πυραμίδα του Ελληνικού στην Αργολίδα βρίσκεται πάνω σε ένα μικρό λόφο στο χωριό Ελληνικό, κοντά στις πηγές του Ερασινού και 9 χιλιόμετρα περίπου νοτιοδυτικά του Άργους.
Η Πυραμίδα του Ελληνικού (γνωστή και ως πυραμίδα των Κεχριών) που θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο πυραμιδικό κτίσμα από τα 26 που έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα, είναι κατασκευασμένη από σκληρό, γκρίζο ασβεστόλιθο της περιοχής.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού τα μυστήρια για τη χρονολόγηση και τον προσδιορισμό χρήσης της πυραμίδας έχουν λυθεί. Οι ανασκαφικές μαρτυρίες και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δομής απέδειξαν πως η πυραμίδα χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και όχι στην προϊστορική περίοδο, όπως πρόσφατα επιχείρησαν να αποδείξουν ορισμένοι ερευνητές.
Στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας θεωρούσαν την πυραμίδα ως ταφικό μνημείο ''Πολυάνδριον'', αργότερα πίστευαν πως φτιάχναμε πυραμίδες πριν και απ' τους Αιγύπτιους. Πάντως σήμερα είναι βέβαιο ότι επρόκειτο για οχυρό του τύπου των μικρών φρουρίων που έλεγχαν τους οδικούς άξονες και που είναι γνωστό και από άλλες περιοχές της Αργολίδας και Κυνουρίας.
Το οχυρό έχει σχήμα πύργου με επικλινείς τις εξωτερικές πλευρές του οι οποίες περιβάλλουν ένα ορθογώνιο οικοδόμημα συνολικών εσωτερικών διαστάσεων 7,03 x 9,07 μ. Οι εξωτερικοί αυτοί τοίχοι, ανερχόμενοι με κλίση πλευράς 60 μοιρών, σε ύψος 3,50 μ. μετατρέπονται σε κατακόρυφους για να στηρίξουν τους ορόφους της ανωδομής.
Η κύρια είσοδος του μνημείου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του μνημείου, δηλαδή στην πλευρά που κοιτάζει προς την θάλασσα του Αργολικού κόλπου. Απ' αυτήν εσωτερικά ξεκινά ένας στενόμακρος διάδρομος που οδηγεί σε μικρότερη πυλίδα, ανοιγμένη στο νότιο τοίχο του κυρίως χώρου, ενός τετράγωνου δωματίου πλευράς 7 μ περίπου.
Το επιβλητικό αυτό μνημείο είναι όλο δομημένο από σκληρό γκρίζο ασβεστόλιθο της περιοχής σε τραπεζιόσχημο και πολυγωνικό εν μέρει σύστημα από μεγάλους λιθόπλινθους. Ανασκαφικές έρευνες στο μνημείο, του οποίου η λιθοδομή παρέμεινε ακλόνητη επί 2400 χρόνια έγιναν από τον Th. Wiegand το 1901, κυρίως όμως από τον L.Lord το 1938, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών τους σε σχετικές μονογραφίες.