Από χθες που κυκλοφορήσαν φωτογραφίες από τα γλυπτά που τοποθετεί ο Δήμος Άργους Μυκηνών στο εμπορικό κέντρο της πόλης έχει ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για το ποιος είναι ο κύριος που κάθετε στο παγκάκι. Ακούστηκαν πολλά ονόματα αλλά τελικά πρόκειται για μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της Αμερικανικής λογοτεχνίας.
Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (Samuel Langhorne Clemens, 30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910), γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην, ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία του είναι οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ και οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.
Νεανικά χρόνια
Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισσισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τουαίην, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876). Αν και η πρώτη μόρφωσή του ήταν μικρή, ωστόσο μπόρεσε ν' αντλήσει το υλικό που απαθανάτισε σε πολλά του έργα από τη ζωή της παιδικής του ηλικίας.
Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος. Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.
Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και γύρισε πίσω με το σκοπό να συνεργασθεί και πάλι με τον αδελφό του, Οράιον, αναλαμβάνοντας το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του αδελφού του, ο οποίος είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το δεύτερο βιβλίο του Τουαίην, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του ως ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήταν θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα εργάστηκε ως ανθρακωρύχος χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοσή της. Σε κείμενό του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1863 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην (Mark Twain).
Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι δεν είναι ο πρώτος, αλλά μάλλον ο δεύτερος που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Μαρκ Τουαίην". Πριν απ' αυτόν το είχε χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας από το Πικαγιούν της Νέας Ορλεάνης, ο Ησαΐας Σέλερς. "Μαρκ Τουαίην" είναι μία έκφραση των βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: "Μαρκάρισε μισό", "μαρκάρισε ένα" κ.λπ. "Μαρκ Τουαίην" θα πει "μαρκάρισε δύο βάθη".
Λογοτεχνία
Το 1864, ο Τουαίην μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργάστηκε για αρκετές τοπικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο σημείωσε την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία ολοκληρώνοντας ένα σατιρικό σύντομο διήγημα στα πλαίσια μιας συλλογής κειμένων του Artemus Ward. Ο Τουαίην υπέβαλε το έργο του καθυστερημένα και τελικά δεν αποτέλεσε μέρος της συλλογής, ωστόσο ο εκδότης φρόντισε να δημοσιευτεί το κείμενο στην εφημερίδα Saturday Press. Το διήγημα, με τον πρωτότυπο τίτλο "Jim Smiley and his Jumping Frog", γνωστό σήμερα ως "The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County," είχε σημαντική απήχηση και στη συνέχεια επανατυπώθηκε και μεταφράστηκε. Ο εκδότης της Atlantic Monthly, James Russell Lowell, περιέγραψε το έργο του Τουαίην ως "το καλύτερο δείγμα χιομουριστικής λογοτεχνίας της Αμερικής."
Την Άνοιξη του 1866, ως απεσταλμένος της εφημερίδας Sacramento Union, ταξίδεψε στις νήσους Σάντουιτς (σημερινή Χαβάη) προκειμένου να γράψει μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα. Με την επιστροφή του στο Σαν Φραντσίσκο, μετά από προτροπή του εκδότη John McComb (της εφημερίδας Alta California) αλλά και ωθούμενος από την απήχηση των κειμένων του, ο Τουαίην αποφάσισε να παραχωρήσει μία σειρά διαλέξεων, που τον καταξίωσαν ως ικανό ομιλητή.
Το 1867, ο Τουαίην έπεισε τον McComb να χρηματοδοτήσει ένα δεύτερο ταξίδι του, αυτή τη φορά στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Τα ταξιδιωτικά κείμενα του, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Alta California με μεγάλη απήχηση, ενώ αποτέλεσαν επιπλέον την βάση για το πρώτο βιβλίο του Τουαίην, The Innocents Abroad, δημοσιευμένο το 1869, και το οποίο πρόσφερε στον συγγραφέα του σημαντική αναγνώριση από το κοινό.
Στις 14 Αυγούστου του 1867 το ατμόπλοιο Κουάκερ αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά. Οι επιβάτες, μεταξύ άλλων και ο Τουαίην έβλεπαν τον Παρθενώνα από το πλοίο και ήταν όλοι ανυπόμονοι να βγουν στη στεριά. Όμως, οι ελληνικές αρχές τούς ενημέρωσαν πως, επειδή έρχονταν από λιμάνι της Ανατολής, έπρεπε πρώτα να μπουν σε καραντίνα για 11 ημέρες, αλλιώς έπρεπε να αποπλεύσουν. Εκείνη τη νύχτα ο Μαρκ Τουαίην μαζί με άλλους τρεις επιβάτες βγήκαν κρυφά στην ακτή, παραβιάζοντας τους νόμους της καραντίνας, με σκοπό να επισκεφθούν την Ακρόπολη. Την περιπέτειά του αυτή στην Αθήνα, ο Μαρκ Τουαίην την περιέγραψε με απίστευτη “αθωότητα” στο βιβλίο του The Innocents Abroad. Η μετάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος εμπεριέχεται στο ιστορικό μυθιστόρημα[3] Το Νησί Πέρα από Ακτή που το θέμα του αφορά αυθεντικές μαρτυρίες και ιστορίες περιηγητών του 19ου αιώνα, όπως ήταν και ο Τουαίην, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα ελληνικά νησιά.
Η λογοκρισία του Χακ Φιν
Το μυθιστόρημα Χάκλμπερυ (Χακ) Φιν εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 1884 και στις ΗΠΑ το επόμενο έτος. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός λευκού έφηβου (Χακ Φιν) κατώτερης κοινωνικής τάξης, που φεύγει από το σπίτι του για να απαλλαγεί από τον μέθυσο και βίαιο πατέρα του, παρέα με έναν δραπέτη δούλο, τον Τζιμ. Ο Τουαίην στο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του και, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πάνω από 200 φορές τη λέξη "νέγρος" (nigger). Το έργο ήδη από το 1885 δέχτηκε αρνητική κριτική από τους λευκούς λόγω της χυδαίας γλώσσας και της ανηθικότητάς του, οπότε χαρακτηρίστηκε έως και "αληθινό σκουπίδι", και εξαιρέθηκε από κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες.[4] Εν τούτοις, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το έχει χαρακτηρίσει ως τη βάση όλης της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.[5] Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το έργο δέχτηκε νέα κριτική ως ρατσιστικό, και απαγορεύθηκε σε ορισμένα σχολεία των ΗΠΑ, όπου προηγουμένως εχρησιμοποιείτο ως βοηθητικό βιβλίο. [6] Σε νεώτερες αγγλόφωνες εκδόσεις του μυθιστορήματος έχει αντικατασταθεί η λέξη "νέγρος" με το "σκλάβος" και έχει παραληφθεί η λέξη "injun", που αναφερόταν στους ιθαγενείς της Αμερικής.[7] Η απαγόρευση του βιβλίου σε σχολείο της Φιλαδέλφεια "από έναν πολιτικά ορθό όχλο" κρίθηκε αρνητικά, και χαρακτηρίστηκε "λογοκρισία" από εκπρόσωπο του Γραφείου Πνευματικής Ελευθερίας της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών.[8]
Οικογένεια
Την ίδια χρονιά, ο Τουαίην γνώρισε την Ολίβια (Λίβυ) Λάγκντον με την οποία παντρεύτηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1870 και εγκαταστάθηκαν μαζί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Εκεί, ο Τουαίην ανέλαβε καθήκοντα εκδότη και συγγραφέα για την τοπική εφημερίδα Buffalo Express. Μετά την γέννηση του γιου τους, Λάνγκντον, στις 7 Νοεμβρίου του 1871, εγκαταστάθηκαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Στις 19 Μαρτίου του 1872, γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη, Ολίβια Σούζαν, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Λάνγκντον πέθανε έχοντας προσβληθεί από διφθέρια. Απέκτησαν μαζί άλλες δύο κόρες, την Κλάρα (1874) και την Τζέην Λάμπτον (1880). Στο διάστημα αυτό, ο Τουαίην έδωσε αρκετές διαλέξεις, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία, την οποία επισκέφτηκε για πρώτη φορά.
Τελευταία χρόνια
Μέχρι το 1891, ο Τουαίην έζησε στο Χάρτφορντ, όπου ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876), Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός (1881) και Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889). Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν – κατά πολλούς το πιο γνωστό βιβλίο του – δημοσιεύτηκε το 1885 και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουαίην, The Charles L. Webster Company, για τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε καθήκοντα ο ανηψιός του, Charles Webster.
Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουαίην προέβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις των χρημάτων του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το 1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της γεγονός που ώθησε τον Τουαίην να δώσει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil.
Ο Τουαίην επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υϊοθετήσει μία σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης (American Anti-Imperialist League). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως προδότης, αλλά και την μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής, εξαιτίας του φόβου πολλών εκδοτών για πιθανή δυσφήμιση. Το 1903, έχοντας ζήσει στην Νέα Υόρκη για τρία χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε και εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Μετά το θάνατό της, ο Τουαίην επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απριλίου του 1910, σε ηλικία 74 ετών.
Ο Μαρκ Τουαίην ήταν αριστοτέχνης χιουμορίστας. Η ζωή του δείχνει τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανήσυχη ευθυμία, διαυγή οξυδέρκεια και δυνατή λογική. Τα έργα του, από τη φιλολογική άποψη έχουν γονιμότητα, ευρείς ορίζοντες και αριστοτεχνικό χειρισμό πολλών ζητημάτων και θεμάτων.
Η τύχη και ο πλούτος ευνόησαν απλόχερα τον μεγάλο συγγραφέα που, παρόλο που γελούσε αληθινά στη ζωή, ήταν στο βάθος ένας πικρός σαρκαστής. Και το μυστικό του αυτό το πήρε μαζί του όταν πέθανε.