διασχίζω την γέφυρα
κρατώντας βαθιές τις ρίζες
και το υψωμένο μου χέρι
να σταματά τον ήλιο
αφήνοντας πίσω μου
τον οικείο χώρο
και τον φόβο του θανάτου
σύμφωνα με την τελετουργία
στην νέα εστία
γίνονται δεκτοί οι ξένοι
τους δίνεται τροφή
και κατάλυμα
με άρωμα
ανθισμένων λουλουδιών
και ήχων
φθάνω
ολισθαίνοντας
πάνω στην άγνωστη κουπαστή
σε άλλον ορίζοντα
με χρώματα νέα
και εικόνες
δίχως ταυτότητα
ωσάν θεός των οδών
που περιφρονεί τα όρια
ανάμεσα στις όχθες
του ταυτού και του άλλου
εγώ
είμαι η γέφυρα
που συγκροτεί τον εαυτό μου
με τους παλαιούς
και νέους αγωνιστές
ξέρω πια
πώς να μετρώ τον χρόνο
με τους νεκρούς
τους αγαπημένους
τους γνωστούς
και τους άγνωστους
που κάθε μέρα φεύγουν
για το μεγάλο ταξίδι
εκεί
που δεν υπάρχει γυρισμός
κι ούτε σκοπός
μονάχα
οι μουδιασμένες μνήμες
μιας
γυμνωμένης σκηνοθεσίας
που χρωστάς
20 Ιανουαρίου 2021
Θ. Σ. Σπαντιδέας
Πηγή φωτογραφίας fermouart.gr
Φωτογράφος: Παύλος Μαυρίδης