Ο ανταποκριτής -του οποίου το όνομα δεν καταγράφεται στο δημοσίευμα- όχι μόνο ήταν παρών στις εκτελέσεις αλλά δύο ώρες πριν απ’ αυτές πήρε συνέντευξη από τους μελλοθανάτους.
Επρόκειτο για τους Κατραμαντζή και Κατσικογιάννη που καταδικάστηκαν για ληστεία μετά φόνου στη Λαμία, τους δύο αδελφούς Γεωργίου για τον φόνο ιδιοκτήτη ιστιοφόρου και κλοπής του πλοίου του στο Γαλαξίδι (πειρατεία), τον Βαλταντζή για ληστεία μετά φόνου στον Βόλο, και τον Καρανικολή που λήστεψε και σκότωσε τον νουνό του στο Βελεστίνο.
Ο δημοσιογράφος περιγράφει πως μίλησε στους μελλοθάνατους μέσα από ένα παράθυρο στο κελί όπου τους είχαν μεταφέρει όλους μαζί λίγο πριν τους πάνε για εκτέλεση. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν αθώοι και ομολόγησαν ψευδώς ότι έκαναν τα εγκλήματα κατόπιν βασανιστηρίων από τους αστυνομικούς, ενώ άλλοι ότι είναι ένοχοι και καλώς θα αποκεφαλιστούν (έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη ορθογραφία του κειμένου).
«Την 3.30΄ ώραν της πρωίας ανήλθον εις τον υψιτενή κολοσσόν του Παλαμιδίου μετά του δημάρχου κ. Δημ. Αθ. Τερζάκη, αξιωματικών τινών και άλλων προσώπων, μετά δε διαμονήν προς αναψυχήν εν τω Φρουραρχείω μετέβημεν έξωθεν των δωματίων εν οις εκρατούντο οι καρατομηθησόμενοι κατάδικοι. Εις εν των παραθύρων είδον τον Βαλταντζήν, τον Κατσικογιάννην και τον Κατραμαντζήν, εις ους ανακοίνωσα την ιδιότητά μου. Ο Κατραμαντζής έκλαιγε γοερώς, ομιλών εις άλλα πλησίον μου πρόσωπα. «Σε ευχαριστούμεν πολύ, μου απαντούν ο Κατραμαντζής και ο Κατσικογιάννης, οι δράσται του εν Λαμία εγκλήματος. Σε ευχαριστούμεν πολύ που σε εκαλέσαμεν και ήλθες. Γράψε εις την «Ακρόπολιν» πως είμεθα αθώοι.
-Είμαι αθώος, κύριε, μοι λέγει ο Κατραμαντζής, δεν έχω είδησιν δια το έγκλημα που μας κατεδίκασαν εις θάνατον. Με κόβουν άδικα και εμέ και τον άλλον. Ας όψεται η αστυνομία Λαμίας, που μας ηνάγκασε με τα σίδερα, το ξύλο και τα αυγά (σημείωση: βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες) επί 63 ημέρας να πούμε πως είμεθα ένοχοι, ενώ δεν ήμεθα… Κόβουμαι άδικα. Εάν είχα πράξη το έγκλημα, γιατί να το αρνηθώ αφού τώρα πεθαίνω»
– Άδικα κοβόμεθα, προσθέτει και ο Κατσικογιάννης. Εγώ είχα εις την Λαμίαν λαμπρό λαντώ (σημείωση: άμαξα) και 5 έξοχα άλογα. Τι ανάγκην είχα να πάω να σκοτώσω και ληστεύσω ένα καπνοπώλην, εις το οποίον ούτε να μιλήσω δεν καταδεχόμην; Ας όψεται η δικαιοσύνη. Ας όψεται η αστυνομία με τα βασανιστήρια τα φοβερά που μας έκαμε επί 63 ημέρας»
Ηρώτησα τους λοιπούς καρατομηθησομένους εάν θέλουν τίποτα να γραφή. Αυτοί δε μου απήντησαν:
-Όχι ημείς δικαίως κοβόμεθα.»
Ο δημοσιογράφος στη συνέχεια περιγράφει όλες τις διαδικασίες για την εκτέλεση και τα τελευταία λόγια των μελλοθανάτων.
«Το μεσονύχτιον οπλίται του οπλοστασίου έστησαν εν τη θέσει «Αλωνάκι» έξωθεν του Παλαμηδίου την λαιμητόμον, το απαίσιον τούτο φάσγανον με την ερυθράν αυτού όψιν. Την 2αν ώραν της πρωίας μετηνέχθησαν εκ του επιθαλάσσιου φρουρίου Μπούρτζι εις το Παλαμήδι οι δύο δήμιοι. Αμοιραδάκης και Ρούσης συνοδευόμενοι υπό ενωματίας ευζώνων, χωροφυλάκων και πεζών.
Την 4 δε ώραν εις λόχος πεζικού υπό τον ανθυπολοχαγόν κ. Ι. Μπαϊρακτάρην και ο λόχος του Οπλοστασίου υπό τον ανθυπολοχαγόν πυροβολικού κ. Κουτσελόπουλον εσχημάτισεν πέριξ της λαιμητόμου στρατιωτικήν ζώνην, έχοντος το πρόσταγμα του υπολοχαγού του πεζικού κ. Δ. Δαμιράλη.
Εντός της ζώνης ταύτης εισήλθον ο αντιεισαγγελεύς κ. Δ. Δημητριάδης μετά του γραμματέως κ. Ε. Μπουροπούλου, ο Δήμαρχος Ναυπλίου, ο αστυνόμος, ο φρούραρχος Παλαμηδίου, τινές αξιωματικοί και οι αντιπρόσωποι του τύπου έξωθεν δε ίστατο ολίγος κόσμος. Οι δήμιοι με την απαίσιαν μορφήν των και ιδίως ο Monsieur de Paris (σημείωση: το παρατσούκλι του δημίου που χειριζόταν τη λαιμητόμο) περιβόητος Αμοιραδάκης, από στιγμής εις στιγμήν ανέμενον εναγωνίως την προσαγωγήν των καταδίκων όπως εκτελέσωσι το αποτρόπαιον καθήκον των. Και όντως την 4.55΄ ώραν της πρωΐας δίδεται η επί τούτω διαταγή.
Πρώτος φέρεται σιδηρεδέσμιος και εις άκρον ταραγμένος ο Χαρ. Κατραναντζής, συνοδευόμενος υπό του ιερέως και χωροφυλάκων λογχοφόρων. Είναι ετών 35, υψηλού αναστήματος με μικρόν πώγωνα και εύρωστος. Του στρατού φέροντος όπλα και του πλήθους αποκεκαλυμμένου, αναγιγνώσκεται αυτώ η δικαστική απόφασις και είτα υπό των δημίων φέρεται εις το ικρίωμα από του οποίου είπε τα εξής αποτεινόμενος προς το πλήθος:
«Κόβουμαι άδικα. Δεν γνωρίζω τίποτα. Η δικαιοσύνη ας προνοήση δια το μέλλον. Συγχωράτε με»
Και μετ’ ολίγον το απαίσιον φάσγανον κατέπεσεν αστραπιαίως και μετά γδούπου.
Λαιμητόμος όπου εκτελούνταν οι καταδικασμένοι
Δεύτερος φέρεται περί ώραν 5 και 10 ο κατάδικος Σπ. Βαλταντζής ή Βάγιας ή Παπαδόπουλος ετών 35, διατελών εν πλήρει μέθη αλλά και άκρα ταραχή. Προς τους παρευρισκομένους είπε τα εξής:
-Έχω πολλά ονόματα ως οι πρίγκηπες. Εγώ είμαι από το εξωτερικόν από εκεί που τρώνε την μπαρούτη. Ήθελα και εγκλημάτησα. Πρέπει να κοπώ. Κύριε Φρούραρχε, έλα κοντά, μη φοβάσαι.
Ο κ. φρούραρχος τον πλησιάζει.
-Κύριε φρούραρχε, του λέγει, θέλω η Ελλάς να πάρη την Πόλι.
-Τελείωσε λοιπόν, τω λέγει ο Αμοιράκης (σημείωση: ο δήμιος)
-Συγγνώμη, κύριοι δήμιοι, θέλω να είπω ακόμη. Λοιπόν κύριε φρούραρχε θέλω να πάρη η Ελλάς και την Σμύρνην και την πατρίδα μου την Μυτιλήνη. Συγχωράτε με παιδιά.
Ο δυστυχής όμως ούτος βασανίζεται εν τη λαιμητόμω, μη τοποθετούμενος καλώς υπό των δημίων. Διό αναγκάζεται να τοις ειπή μετ’ οργήν: «Κόφτε με λοιπόν τι με βασανίζετε έτσι». Πριν η τελειώση ταύτα η κοπίς κατέπεσεν.
Τρίτος προσάγεται ο Δ. Καρανικόλας ετών 25. Είπε τα εξής:
-Κόβομαι άδικα. Ναι μεν εσκότωσα τον νουνόν μου, αλλά όμως τον εσκότωσα από αγανάκτησιν, γιατί μου έφαγε ολόκληρον την περιουσίαν μου επειδή του εχρεωστεί ο πατέρας μου 300 δραχμάς. Εγώ δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Συγχωράτε με.
Τέταρτος φέρεται ο Χρ. Κατσικογιάννης ετών 35. Είπε τα εξής:
Λοιπόν αδελφοί, αφ’ ευ το δικαστήριον με κατεδίκασεν είς θάνατον χάριν ενός εφήβου, παρακαλώ όπως ο έλεγχος (σημείωση: η Ελλάδα τότε ήταν υπό τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο) επέμβη και αναλάβη την δικαιοσύνην. Συγχωράτε με.
Πέμπτος φέρεται ο Λάμπρος Γεωργίου, πειρατής κτλ. όστις είπε τα εξής.
«Εγκλημάτισα και κόβουμαι Δικαίως. Εμείς εις τα 97 (σημείωση: τον Πόλεμο του 1897) επράξαμεν το καθήκον μας για την πατρίδα και επολεμήσαμε. Εν τούτοις κοβόμεθα. Συγχωράτε με»
Τελευταίως περί ώραν 5.30΄ π.μ. φέρεται ο Κ. Γεωργίου, αδελφός του πρώτου, όστις είπε τα εξής:
«Εγκληματίσα, δικαίως κόβουμαι. Συγχωράτε με».
Και ούτω έπεσε και ο τελευταίος κατάδικος προς ικανοποίησιν της κοινωνίας, ην είχον συνταράξει δια των στυγερών εγκλημάτων των.»
του ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού.
Πηγή: mixanitouxronou.gr
Κεντρική φωτογραφία του άρθρου από τις φυλακές στο Παλαμήδι από τον Φρεντ Μπουασονά στις αρχές του 1900