Το μαλάκιο μήκους ενός μέτρου περίπου εντοπίσθηκε από περιπατητή στην άκρη της θάλασσας. Όπως έχουν αναφέρει επιστήμονες και κατά το παρελθόν σε παρόμοια περιστατικά, για πολλά είδη κεφαλοπόδων (καλαμάρια, θράψαλα, σουπιές, χταπόδια, μοσχιοί) φαίνεται ότι τα ώριμα θηλυκά άτομα εξασθενούν σημαντικά κατά το τελευταίο στάδιο της αναπαραγωγής τους, με αποτέλεσμα να παρασύρονται από τα ρεύματα προς την ακτή.
Το καλαμάρι και το θράψαλο είναι δύο είδη που ανήκουν στην οικογένεια των κεφαλόποδων μαλακίων, τα οποία συναντάμε συχνά στις ελληνικές θάλασσες και αναμφισβήτητα αποτελούν υψηλού βαθμού και προτεραιότητας αλιευτικούς στόχους, τόσο για τους επαγγελματίες, όσο και για τους παράκτιους ψαράδες.
Το μήκος του καλαμαριού αγγίζει τα 60 εκατοστά και το βάρος του τα 2 κιλά, αν και υπάρχουν αναφορές για μεγαλύτερα μεγέθη στις ελληνικές θάλασσες. Το μήκος του θράψαλου μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει το 1 μέτρο και το βάρος του τα 10 κιλά.
Το μήκος του καλαμαριού αγγίζει τα 60 εκατοστά και το βάρος του τα 2 κιλά, αν και υπάρχουν αναφορές για μεγαλύτερα μεγέθη στις ελληνικές θάλασσες. Το μήκος του θράψαλου μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει το 1 μέτρο και το βάρος του τα 10 κιλά.
Τόσο το καλαμάρι όσο και το θράψαλο φέρουν στο σώμα τους χρωμοφόρα κύτταρα, που τους επιτρέπουν να μεταβάλλουν το χρώμα τους ανάλογα με το περιβάλλον και τις διαθέσεις τους. Κατά κανόνα το σώμα του καλαμαριού είναι ροζ – ελαφρώς κόκκινο-καστανό, ενώ του θραψάλου σκούρο καφέ – σκούρο ερυθρό. Μετά το θάνατό τους και τα δύο είδη χάνουν τον ομολογουμένως ενυπωσιακό χρωματισμό τους και παίρνουν χρώμα λευκωπό διάφανο το καλαμάρι και θαμπό λευκό – περλέ με κόκκινα – καφε διάσπαρτα ανισομεγέθη στίγματα το θράψαλο.Ως αποτέλεσμα αυτού, το σώμα του καλαμαριού μετά το θάνατό του γίνεται σχεδόν διάφανο, ενώ του θράψαλου όχι.
Τόσο το καλαμάρι όσο και το θράψαλο φέρουν στο εμπρόσθιο άκρο του κεφαλιού τους και περιμετρικά του ραμφοειδούς στόματός τους δέκα πλοκάμια με βεντούζες, τα οποία χρησιμεύουν στη σύλληψη της τροφής τους. Η διαφορά συνίσταται στο ότι το καλαμάρι φέρει οκτώ ισομεγέθη πλοκάμια, ενώ τα δύο κεντρικά (συνολικός αριθμός πλοκαμιών δέκα) είναι κατά πολύ επιμηκέστερα (έως και τρεις φορές) των υπολοίπων οκτώ και είναι αυτά με τα οποία το καλαμάρι συλλαμβάνει σε πρώτο χρόνο τη λεία του.
Αντιθέτως, το θράψαλο φέρει δέκα ισομεγέθη μεταξύ τους πλοκάμια. Οι βεντούζες που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά των πλοκαμιών του καλαμαριού είναι στρογγυλές, με λείο, κρατηροειδές εσωτερικό, ώστε να προσκολλώνται στα εκάστοτε θηράματά του, ενώ οι βεντούζες του θραψάλου, στρογγυλού επίσης σχήματος, φέρουν στο κρατηροειδές εσωτερικό τους περιμετρικά διπλής σειράς οστέϊνες τριγωνικού σχηματος πλάκες, οι οποίες, μελετώντας τις από κοντά, δίνουν την εικόνα ιδιαίτερα κοφτερών μικρών δοντιών που βοηθούν στη σύλληψη και συγκράτηση των θηραμάτων του.
Το σώμα του καλαμαριού είναι λεπτό και επιμήκες και φέρει ρομβοειδούς σχήματος πτερύγια στην κάτω πλευρά του. Τα πτερύγιά του ξεκινούν από το κατώτατο άκρο του σώματός του και εκτείνονται στο μεγαλύτερο τμήμα αυτού, καταλαμβάνοντας σχεδόν τα 2/3 του μήκους του.Το σώμα του θράψαλου είναι πιο πεπλατυσμένο και όχι τόσο επιμήκες, τηρουμένων σαφώς των αναλογιών βάρους, και φέρει τριγωνικά μικρά πεπλατυσμένα πτερύγια στο κατώτερο άκρο (ουρά) του σώματός του. Η ουρά ίσως είναι για τους ψαράδες και μη, η πιο χαρακτηριστική διαφορά των δύο ειδών.