Την Ιερά ακολουθία τέλεσαν οι εφημέριοι του ναού ,ο πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης Γάτσιος, ο Ιερέας π. Ηλίας Γάτσιος και ο π. Αντώνιος Χρήστου από την Μητρόπολη Γλυφάδας.
Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση.
Έχει επικρατήσει όμως να λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος.
Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος ύμνος θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Το έτος 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγούνταν εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους.
Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών.
Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνομένων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τή Θεοτόκω το χαίρε· (τρις)
και συν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν Σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο, καί ίστατο, κραυγάζων πρός Αυτήν τοιαύτα·
Χαίρε, δι' ης η χαρά εκλάμψει·
χαίρε, δι' ης η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις·
χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς·
χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·
χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον Ήλιον·
χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι' ης νεουργείται η κτίσις·
χαίρε, δι' ής βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
και συν τή ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν Σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο, καί ίστατο, κραυγάζων πρός Αυτήν τοιαύτα·
Χαίρε, δι' ης η χαρά εκλάμψει·
χαίρε, δι' ης η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις·
χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς·
χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·
χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον Ήλιον·
χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι' ης νεουργείται η κτίσις·
χαίρε, δι' ής βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως·
το παράδοξόν Σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται·
ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πώς λέγεις; κράζων·
Αλληλούϊα.
Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα εβόησε πρός τόν λειτουργούντα·
Εκ λαγόνων αγνών Υιόν, πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι.
Προς Ήν εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις·
χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον·
χαίρε, των δογμάτων Αυτού το κεφάλαιον.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι' ής κατέβη ο Θεός·
χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης πρός ουρανόν.
Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα·
χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Χαίρε, το φώς αρρήτως γεννήσασα·
χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·
χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
το παράδοξόν Σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται·
ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πώς λέγεις; κράζων·
Αλληλούϊα.
Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα εβόησε πρός τόν λειτουργούντα·
Εκ λαγόνων αγνών Υιόν, πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι.
Προς Ήν εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις·
χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον·
χαίρε, των δογμάτων Αυτού το κεφάλαιον.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι' ής κατέβη ο Θεός·
χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης πρός ουρανόν.
Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα·
χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Χαίρε, το φώς αρρήτως γεννήσασα·
χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·
χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε, πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω·
και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως·
Αλληλούϊα.
Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανέδραμε προς την Ελισάβετ· το δε βρέφος εκείνης, ευθύς επιγνόν τόν ταύτης ασπασμόν, έχαιρε·
και άλμασιν ως άσμασιν εβόα προς την Θεοτόκον·
Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα·
χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον·
χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών·
χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις·
χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα·
χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.
Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία·
χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
και άλμασιν ως άσμασιν εβόα προς την Θεοτόκον·
Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα·
χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον·
χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών·
χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις·
χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα·
χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.
Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία·
χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, προς την άγαμόν Σε θεωρών, και κλεψίγαμον υπονοών, Άμεμπτε·
μαθών δε Σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου, έφη·
μαθών δε Σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου, έφη·
Αλληλούϊα.