Την παραμονή της εορτής τελέστηκε πανηγυρικός εσπερινός στον Βυζαντινό ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Άργος ,όπου φυλάσσεται η ιερή εικόνα του Αγίου καθώς και τεμάχιο Ιερού λειψάνου και κάθε χρόνο θα τιμάται με κάθε λαμπρότητα.
Τον εσπερινό τέλεσαν οι εφημέριοι του Ναού π. Ευάγγελος Λαμπρόπουλος και π. Βασίλειος Δέδες. Προηγήθηκε υποδοχή των Ιερών Λειψάνων στην είσοδο του ναού . Την Κυριακή 8 Αυγούστου και ώρα 9 το βράδυ θα τελεστεί Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν και μνήμη του Αγίου Καλλινίκου μητρ. Εδέσσης του θαυματουργού.
Άγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας
Ο κατά κόσμον Δημήτριος Πούλος γεννήθηκε στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας το 1919. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1957 από τον αδελφό του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Υπηρέτησε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, λαϊκός Ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγκελλος αυτής. Στις 25 Ιουνίου 1967 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας. Προηγουμένως στις 22 Ιουνίου 1967 η Ιερά Σύνοδος με απόφασή της προσήρτησε στη Μητρόπολη Εδέσσης και την Επαρχία Αλμωπίας, την οποία απέσπασε από τη Μητρόπολη Φλωρίνης. Η χειροτονία τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών.
Μερίμνησε για τον καταρτισμό των κληρικών της Μητροπόλεως με τη διοργάνωση θεολογικών συνεδρίων και ιερατικών συνάξεων. Περιώδευε συνεχώς σε όλες τις ενορίες και καλλιέργησε τό κήρυγμα και την εξομολόγηση. Ανέδειξε τις τοπικές αγίες, νεομάρτυρα Χρυσή καί μάρτυρα Βάσσα την Εδεσσαία. Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε Οικοτροφείο για τους νέους που σπουδάζουν καθώς και Γηροκομείο για τους ηλικιωμένους. Επίσης, ανασύστησε την Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αριδαίας.
Εκοιμήθη στην Αθήνα στις 7 Αυγούστου 1984 και ετάφη στο δημοτικό Κοιμητήριο της Εδεσσας μετά επιθυμία του, καθώς θέλησε να βρίσκεται κοντά στον λαό.
Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε (23-6-2020) την αγιοκατάταξη του μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης κυρού Καλλινίκου. Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Αυγούστου.
Ο Δημήτριος Πούλος, ο Μήτσος, όπως τον αποκαλούσαν όλοι από τα παιδικά του χρόνια, έδειχνε ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον για την κατήχηση, την φροντίδα και την πνευματική προκοπή της νεότητας.
Στα χρόνια που εργάστηκε ως Γραμματέας στην Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, από το 1942-1946, αλλά και αργότερα όταν υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία από το 1946-1949, πρώτο και κύριο μέλημά του υπήρξε η κατήχηση των νέων, των μαθητών, των στρατιωτών και η εμψύχωσή τους στον αγώνα τους, αλλά και η στήριξη των οικογενειών που είχαν μικρά παιδιά. Γνώριζε από την μητέρα του πόση ήταν η δυσκολία ανατροφής και συμπονούσε τις γυναίκες που μεγάλωναν μωρά.
Ως λαϊκός ιεροκήρυκας φρόντιζε ο λόγος του Θεού να φτάνει και ως το πιο απομακρυσμένο χωριό και υπήρξε ο κύριος ιδρυτής του Ραδιοφώνου του Μεσολογγίου, η εμβέλεια του οποίου ξεπερνούσε και τα όρια της πόλεως και της Μητροπόλεως.
Με την χειροτονία του ως ιερέα το έργο του συνεχίστηκε. Φρόντισε υπηρετώντας στο πλάι του Δεσπότη του, του μακαριστού Μητροπολίτου Ιεροθέου, για την ίδρυση Κατηχητικών, τις επισκέψεις στα Δημοτικά Σχολεία, την οργάνωση λειτουργιών για μαθητές. Ιδιαίτερη μάλιστα ήταν η φροντίδα του γι αυτές τις θείες λειτουργίες διότι πίστευε ότι αυτά που εντυπώνονται στην μνήμη και την καρδιά του ανθρώπου στην παιδική ηλικία δεν σβήνουν ποτέ.
Όταν ο Άγιος έγινε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, όχι μόνο δεν επαναπαύθηκε στις προηγούμενες επιτυχείς δραστηριότητές του, αλλά συνέχισε και έντεινε τις προσπάθειές του για την στήριξη των νέων και την πνευματική οικοδόμηση τους. Φρόντισε για την ίδρυση και λειτουργία Οικοτροφείου Αρένων, για την φιλοξενία σε Οικοτροφεία των κοριτσιών που φοιτούσαν στο γυμνάσιο και το λύκειο στην Έδεσσα, για την ίδρυση Εντευκτηρίου για τα νεαρά κορίτσια, καθώς και για την ίδρυση κατασκήνωσης ώστε τα παιδιά να εκπαιδευτούν στο κοινοβιακό αδελφικό πνεύμα.
Ως Μητροπολίτης ο Άγιος στήριζε πολύ τους ιεροσπουδαστές και γενικά τους φοιτητές και, ενθυμούμενος τις δικές του δυσκολίες, βοηθούσε πάντοτε τους φτωχότερους να αντεπεξέλθουν. Ενθυμούμενος επίσης τα δικά του παιδικά χρόνια πλάι στον ιερέα παππού του, φρόντιζε τα παιδιά να κατηχούνται σωστά και να θεμελιώνεται η πίστη τους στην άγουρη ηλικία, τότε που ο λόγος του Θεού βρίσκει πρόσφορο αθώο έδαφος.
Μέλημά του σε όλη την εκκλησιαστική του διακονία υπήρξε επίσης η νουθεσία, και με το προσωπικό του παράδειγμα, για εξομολόγηση. Αυτό είναι το «φάρμακο για τις ασθένειες» έλεγε, γνωρίζοντας ότι το καθαρτήριο λουτρό της μετανοίας είναι προσωπικός αναβαπτισμός. Για τους μαθητές μάλιστα φρόντιζε να γίνονται επισκέψεις πνευματικών ιερέων με διάκριση και γνώσεις στα Σχολεία, ώστε τα παιδιά και οι νέοι να εξοικειώνονται με την εξομολόγηση, ενώ αργότερα οι Ιεροί Ναοί οργάνωναν τις συναντήσεις με του πνευματικούς εκτός Σχολείου, τις απογευματινές ώρες, για να τελείται πιο σωστά και ιεροπρεπώς το μυστήριο.
Ιδιαιτέρως στήριζε επίσης τους νέους ιερείς. Επιδίωκε τον εφοδιασμό τους με γνώσεις, την επέκταση των σπουδών τους, την επιμόρφωσή τους και την στήριξή τους στο έργο τους. Δεν χειροτονούσε ιερείς και να τους εγκαταλείψει στη μοίρα τους. Ήταν πλάι τους, οργάνωνε γι αυτούς φροντιστηριακά μαθήματα, αγιογραφικές συναντήσεις μελέτης, καθώς και συνέδρια και ημερίδες.
Ο Άγιος Καλλίνικος δεν αγαπούσε μόνο τα παιδιά, ήταν και ο ίδιος σπάνιας παιδικότητας. Ήταν «απλός σαν παιδί, αλλά πάντα νουνεχής και συγκρατημένος», όπως γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος, πνευματικό παιδί του Καλλινίκου και συγγραφέας τριών βιβλίων για τον Άγιο.
Η πραότητά του, η πατρική παρουσία του, η κατανόηση προς τις οικογένειες και τα προβλήματά τους, η απλότητά του, η συμπαράσταση στους πάσχοντες και τους πενθούντες, η κοινωνική του ευαισθησία, αλλά και η ετοιμότητά του, έκαναν τον Άγιο όχι μόνο αγαπητό, αλλά και αποτελεσματικό Ιεράρχη, ο οποίος άφησε έργο σημαντικό που έτυχε της αναγνώρισης από το ποίμνιο και τους διαδόχους του και του οποίου η μνήμη παραμένει ζωντανή στην Μητρόπολή του.