Οι δύο δικαστές με τη γενναιότητά τους θα σώσουν από την κρεμάλα τους δύο οπλαρχηγούς και, ιστορικά μιλώντας, θα σώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια όλων ημών…
Το χρονικό
Το νέο, τ’ απίστευτο νέο, έπεσε σαν βόμβα στην μικρή τότε Ελλάδα. Στην αρχή κανείς δεν το πίστεψε, κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Τόσο απίστευτο φαινόταν. Πολλοί το θεώρησαν σαν ένα κακόγουστο, χονδροειδές αστείο. Όμως δεν ήταν αστείο. Ήταν πέρα για πέρα αληθινό!
Η απίστευτη είδηση με ταχύτητα αστραπής διεδόθη παντού. Ένοχος εσχάτης προδοσίας ο Γερο-Κολοκοτρώνης. Προβλεπόμενη ποινή: ο διά αγχόνης θάνατος.
Σείστηκε η γη. Σκοτείνιασε ο Ήλιος. Έκρυψαν οι Έλληνες τα πρόσωπά τους από ντροπή.
Η σύλληψη και η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Στις 16 Απριλίου του 1834, ξεκίνησε η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που φυλακίστηκε. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί στο Ναύπλιο.
Αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, ο Κολοκοτρώνης έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων κυρίως του Ι. Κωλέττη. Συν τοις άλλοις, η βαυαρική αντιβασιλεία (ο Όθωνας ήταν ακόμη ανήλικος) δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν κατά τη δεκαετία του 1830 μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του ρωσόφιλου κομματικού σχηματισμού. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κράτησε πολλές μέρες και τελείωσε στις 26 Μαϊου 1834. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν εκτός από το Γέρο του Μοριά και ο ξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν.
Η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!». Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Απ όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες ήταν σχεδόν βέβαιος για την ενοχή των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων.
Μέλη του δικαστηρίου ήταν οι Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Μάσoν.
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Συνέβη, όμως ο Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν.
Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Εγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη. «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Εξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.
Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Οθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη.
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης πέρασε στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Τούρκοι διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:
«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Η Δίκη των Δικαστών
Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος- Εισαγγελέας ήταν και πάλι ο Μάσσον.
Ήρθε η ώρα των απολογιών, στο βήμα ο Τερτσέτης, και αρχίζει:
«Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…»
«Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του. Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.
Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν.
….Δικαιολογούμαι ακόμη αν ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας θέτω το όνομα της ανθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκην των δύο οπλαρχηγών. Ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους και η ανάστασις , η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέσματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος».
Έτσι άρχισε τη συγκλονιστική του απολογία ο Τερτσέτης, απευθυνόμενος κυρίως στον Επίτροπο Μάσσον και όσους κρύβονταν πίσω απ΄ αυτόν. Με τον ίδιο τόνο συνέχισε απαντώντας και ανατρέποντας μια προς μια τις κατηγορίες.
Διαλέγουμε ορισμένα ακόμη αποσπάσματα από την απολογία του Τερτσέτη, η οποία στο σύνολο της αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη στον αγώνα για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
«… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;
Αλλ΄ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιον αυτό είναι: Ο Εθνισμός μας.
…. Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την πατρίδα. Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουργού, ο Εθνισμός ενός Έλληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου δύο οπλαρχηγών. Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, και δικαίως πιστεύσει, αν υπογράφομεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πως θα μας θεωρούσε; Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πως εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν; Ή πριν έλθει ο Υπουργός, ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ΄ αφού ήλθε ο Υπουργός και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν; Ω! Φονείς των τέκνων μου, και πως αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο τη ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας, και αμόλυντη την πατρίδα σας, πως με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων; Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλυωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον πούχαν στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκκαλα λευκά και άταφα.
Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς εις την 26 Μαϊου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
«Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου ακούσατε:
Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Υδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Άγγλος τις περιηγητής είπε προς άνδρα χωρικόν: Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται. Ο χωρικός αποκρίνεται: Δεν είναι εδώ, λείπει. Που λείπει; Πως δεν είναι εδώ; Λέγει ο ΄λος. Λείπει εις την Ευρώπη, απεκρίθη ο χωρικός, και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν.
Εννοούσε να ειπεί μ΄αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήταν εκεί θαμμένος. Εγνώριζε, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι. Εγνώριζεν ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και Δικαιοσύνη και ότι δι΄αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται: η συνείδησις του Ελληνικού έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησις του! Ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον μας έρχεται από την καλήν Ευρώπη, όσο να μη θανατώνομεν ανθρώπους, χωρίς νομικοτάτην απόδειξιν του εγκλήματος, χωρίς την ακριβή προσαρμογή των σωζομένων τύπων του κράτους;».
Τελικά, το δικαστήριο αθώωσε πανηγυρικά τους Τερτσέτη και Πολυζωϊδη.
Όργανο της σκευωρίας που οδήγησε στη δίκη των Κολοκοτρώνη- Πλαπούτα, ήταν ο Εδουάρδος Μάσσον, Σκωτσέζος νομικός που ήρθε στην Ελλάδα το 1824 με την ιδιότητα του «φιλέλληνα» για να τεθεί κατόπιν στην υπηρεσία της Αντιβασιλείας και ειδικά της αγγλικής πολιτικής. Αυτός συνέταξε και το κατηγορητήριο κατά του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα για τα εξής τέσσερα εγκλήματα:
Ότι παρακίνησαν τον λαό σε εμφύλιο πόλεμο «προς κατάργησιν του καθεστώτος πολιτεύματος».
Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διαφόρους αρχιληστάς με σκοπόν την συνωμοσίαν και τον εμφύλιον πόλεμον».
Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
Ότι συνέδραμαν τον κόντε Διονύσιο Ρώμα στο εγκληματικό του σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της Αντιβασιλείας.
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης
Αναστάσιος Πολυζωίδης (Μελένικο, 20 Φεβρουαρίου 1802 – Αθήνα, 7 Ιουλίου 1873) ήταν Έλληνας πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και είχε πάρει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Ο Γεώργιος Τερτσέτης
Γεώργιος Τερτσέτης (Ζάκυνθος, 1800 – Αθήνα, 15 Απριλίου 1874) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στον τόπο του, όμως δεν ήταν από τις ντόπιες αρχοντικές οικογένειες της Ζακύνθου και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.
Στα παιδικά του χρόνια πήγε στο ίδιο σχολείο με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο. Το 1816 έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα νομικά καθώς και λατινική – ιταλική φιλολογία. Επέστρεψε στο νησί του το 1820, μετά το πέρας των σπουδών του.
Με την έκρηξη της επανάστασης ο Τερτσέτης βρέθηκε στο Μοριά με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ασθενικής όμως κράσης, δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρώστησε. Μεταφέρθηκε στο μικρό νησί Κάλαμος και στη συνέχεια πίσω στη Ζάκυνθο. Στη Ζάκυνθο δέθηκε με αδελφική φιλία με τον Δ. Σολωμό. Σ’ αυτόν χρωστάμε τον περίφημο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Παρ’ όλο που δεινοπάθησε την πρώτη φορά που κατέβηκε να αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε στη πρώτη γραμμή, όταν ο Ι. Καποδίστριας ελευθέρωνε τη Ρούμελη.
Το 1832-1833 διετέλεσε καθηγητής της γενικής και της ελληνικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Με την έλευση της Αντιβασιλείας σχετίστηκε τόσο με τον Μαιζώνόσο και με τον πρόεδρό της, Άρμανσπεργκ, καθώς μάθαινε ελληνικά στις κόρες του. Το 1834 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. Ο Τερτσέτης τότε μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.