«Η σημερινή συζήτηση γίνεται την επαύριο της υπογραφής της ελληνογαλλικής συμφωνίας στρατηγικής εταιρικής σχέσης για τη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια.
Πρόκειται για μια ιστορική συμφωνία που έρχεται να επιβεβαιώσει την ισχυρότατη εταιρική και συμμαχική σχέση των δύο χωρών, αλλά και να επιβεβαιώσει ότι Ελλάδα και Γαλλία έχουν τη βούληση και την ικανότητα να πρωτοπορήσουν στην αναγκαία για την ήπειρό μας πορεία προς την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, που δεν αντικαθιστά, αλλά συμπληρώνει και ενισχύει τη διατλαντική συμμαχία.
Σε μια συγκυρία τεράστιων γεωπολιτικών αλλαγών, η χώρα μας, με σοβαρή προετοιμασία αναβαθμίζει διαρκώς τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή, ενισχύει ουσιαστικά την αποτρεπτική της ικανότητα, και διαμορφώνει ευρείες συμμαχίες στη βάση του διεθνούς δικαίου και των κοινών συμφερόντων απέναντι σε όσους τυχόν επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν αυτή την παγκόσμια αναστάτωση εις βάρος της Ελλάδας και της διεθνούς νομιμότητας.
Η Νέα Δημοκρατία, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι είναι η πολιτική δύναμη των μεγάλων εθνικών επιλογών, η πολιτική δύναμη που μπορεί και υπηρετεί με συνέπεια, στρατηγική και αποτελεσματικότητα τα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας.
Και στο σημείο αυτό, μια και μιλάμε για στρατηγική πολιτική, πολιτική που έχει άμεση σχέση με τις στρατηγικές που ακολουθεί η χώρα μας, θέλω να επισημάνω τα εξής:
Όταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κώστα Καραμανλή προωθούσε στο πλαίσιο της πολύπλευρης εξωτερικής της πολιτικής, τη στρατηγική σχέση Ελλάδας-Κίνας που ως βασικό άξονα είχε την επένδυση της COSCO στον λιμένα του Πειραιά, βρήκε τότε ολόκληρη την αντιπολίτευση απέναντι.
Το ίδιο συνέβη και μετά, το 2014, όταν η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε από την κυβέρνηση με κορμό τη Νέα Δημοκρατία και πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά.
Επιστρατεύτηκαν όλοι οι πιθανοί τρόποι για να ακυρωθεί αυτή η επένδυση, με αρχηγούς κομμάτων της αντιπολίτευσης να συμμετέχουν μέχρι και σε διαδηλώσεις.
Βεβαίως, έκτοτε, όταν τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν αμφισβητήσαν στην πράξη την ορθότητα της στρατηγικής αυτής επιλογής, με αποκορύφωμα βεβαίως την υπογραφή της σύμβασης το 2016 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οφείλουμε λοιπόν πρώτα απ’ όλα, εφόσον μάλιστα ακούστηκαν ξανά στο πλαίσιο της επεξεργασίας στην επιτροπή περίπου οι ίδιες κριτικές που διατυπώθηκαν και τότε, να θυμόμαστε και να θυμίζουμε τη διάσταση ανάμεσα στην αντιπολιτευτική πρακτική και τις επιλογές των ίδιων εκείνων πολιτικών δυνάμεων όταν βρέθηκαν στο τιμόνι της χώρας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η σύμβαση την οποία καλούμαστε να κυρώσουμε απαντά σε ένα υπαρκτό ζήτημα: Από το 2016 μέχρι σήμερα έχουν προκύψει καθυστερήσεις στην υλοποίηση των πρώτων υποχρεωτικών επενδύσεων.
Τα τελευταία δύο χρόνια, από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αναλήφθηκαν συγκεκριμένες ενέργειες για την καλύτερη πρόοδο στο πεδίο αυτό: Εγκρίθηκε το αναπτυξιακό Master Plan για τη διαχείριση του λιμένα, εγκρίθηκε η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ορίστηκε το ΤΑΙΠΕΔ ως Αρχή Σχεδιασμού της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η οποία και υποβλήθηκε προς έγκριση.
Ταυτόχρονα εκκρεμεί μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις, που περιλαμβάνουν αιτήσεις αναστολής, προσφυγές, αιτήσεις αναστολής μετά την απόρριψη προσφυγών, αιτήσεις ακύρωσης κατά του διαγωνισμού, παρεμβάσεις, αιτήσεις ακύρωσης κατά της αδειοδότησης, αιτήσεις προσωρινής διαταγής, αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και ούτω καθεξής.
Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητώ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προσφυγής στη δικαιοσύνη, υπογραμμίζω όμως ότι η καθυστέρηση στην έκδοση αυτού του είδους των αποφάσεων είναι σύμφωνα με τους σχετικούς διεθνούς δείκτες το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα σε ό,τι αφορά την ελκυστικότητα της χώρας μας σε ξένες επενδύσεις.
Η νέα λοιπόν συμφωνία είναι αποτέλεσμα της συνειδητής επιλογής των δύο μερών να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα φιλικής διευθέτησης αποφεύγοντας τη χρονοβόρα εμπλοκή σε διαιτησία.
Ορίζεται γι’ αυτό πενταετής παράταση για την εκτέλεση των υποχρεωτικών επενδύσεων, και προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα γεγονότα που αναστέλλουν την υλοποίησή τους.
Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται το δικαίωμα αρνησικυρίας του ΤΑΙΠΕΔ από το μέλος του που θα εκπροσωπείται στη διοίκηση του ΟΛΠ, ενώ το δημόσιο εισπράττει 88 εκατομμύρια από τη μεταβίβαση του 16% των μετοχών του ΤΑΙΠΕΔ στην COSCO.
Σε συνδυασμό με την πρόσθετη εγγυητική επιστολή ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ που καταβάλλει η COSCO στο ΤΑΙΠΕΔ και την πρόβλεψη επιστροφής του 16% στο ΤΑΙΠΕΔ σε περίπτωση μη υλοποίησης των υποχρεωτικών επενδύσεων με υπαιτιότητα της COSCO ή του ΟΛΠ, διασφαλίζονται πλήρως και αποτελεσματικά τα συμφέροντα του δημοσίου, αλλά και η στρατηγική σημασία της μεγάλης αυτής επένδυσης.
Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια εύλογη και αναγκαία διαρρύθμιση – αναγκαία και βάση του περιεχομένου του συμβατικού κειμένου του 2016 – που διασφαλίζει την αναπτυξιακή πορεία του λιμένα και της ευρύτερης περιοχής, αποτρέποντας μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας και δικαστικών διαμαχών που θα οδηγούσε σε βέβαιη τελμάτωση, αλλά και θα υπονόμευε σοβαρά τις περαιτέρω προσπάθειες να προσελκύσουμε μεγάλες επενδύσεις στη χώρα μας».