Δεν έχει τέλος το δράμα με τα περιστατικά των νεκρών θαλάσσιων χελωνών που ξεβράζονται τα τελευταία χρόνια στην ακτογραμμή του Αργολικού κόλπου ανάμεσα στο Ναύπλιο και τη Νέα Κίο.
Σήμερα εντοπίσθηκε ακόμα μια θαλάσσια χελώνα να έχει αφήσει την τελευταία της πνοή στην παραλία στο ύψος της διασταύρωσης για Δαλαμανάρα, προσθέτοντας ακόμα ένα νέο θύμα στο μακρύ θλιβερό κατάλογο.
Η θαλάσσια χελώνα ζει περίπου 70 με 80 έτη, είναι έτοιμη για αναπαραγωγή σε ηλικία περίπου 30 ετών και γεννά κάθε 2 ή 3 έτη. Μία ενήλικη χελώνα ζυγίζει κατά μέσο όρο 90 κιλά και το μήκος της φθάνει περίπου το 1 μέτρο. Αναπνέει με πνεύμονες και για τον λόγο αυτόν ανά διαστήματα ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω της κατασκευής της καρδιάς της μπορεί να αντέξει σε υψηλότερες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα της, αλλά και να αποθηκεύσει οξυγόνο σε μεγάλες ποσότητες στο αίμα και στους μύες της, σε σχέση με τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ζώα που αναπνέουν με πνεύμονες. Η προσαρμογή αυτή της επιτρέπει να περνά πολλές ώρες ή και ημέρες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το καβούκι (ή κέλυφος) είναι το πιο αξιοσημείωτο μορφολογικό γνώρισμα όλων των χελωνών. Αποτελείται από αρκετά οστά, περικλείει σαν πανοπλία τα μαλακά ζωτικά όργανα του ζώου και χωρίζεται σε 2 μέρη, στο άνω κέλυφος ή καραπάτσο και στο κάτω μέρος ή πλάστρον. Σε αντίθεση με τις χελώνες της στεριάς και των γλυκών νερών που συνήθως έχουν κελύφη σε σχήμα θόλου, τα οποία τους επιτρέπουν να αποσύρουν το κεφάλι και τα πόδια στο εσωτερικό του καβουκιού όταν κινδυνεύουν, οι θαλάσσιες χελώνες δεν έχουν αυτή την ικανότητα. Η εξελικτική διεργασία τις έχει εφοδιάσει με κελύφη υδροδυναμικού σχήματος και πεπλατυσμένα πτερύγια αντί για πόδια. Το καβούκι της χελώνας έχει σχήμα καρδιάς, με πέντε ζεύγη πλευρικών πλακών που συνδέουν το άνω κέλυφος με το κάτω. Το άνω κέλυφος έχει χρώμα καφέ πράσινο και το κάτω είναι αχνό κιτρινωπό. Τα μπροστινά πτερύγιά της χρησιμοποιούνται για την προώθηση, ενώ τα πίσω δρουν σαν πηδάλια.
Η θαλάσσια χελώνα έχει στόμα που μοιάζει με ράμφος και δεν έχει δόντια. Διαθέτει καλά αναπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης, γεγονός που τη βοηθά στον εντοπισμό τροφής. Επειδή όμως δεν έχει την ταχύτητα και την ευκινησία που απαιτείται για να συλλάβει γρήγορα κινούμενη λεία, τρέφεται κυρίως με αργοκίνητα ή ακίνητα ζώα, όπως οστρακοειδή, μέδουσες, μαλάκια, αχινούς, καβούρια, σφουγγάρια, αλλά και με θαλάσσια φυτά ή φύκη.
Ζει στο θαλάσσιο περιβάλλον όπου ζευγαρώνει, τρέφεται, μεταναστεύει και διαχειμάζει. Ωστόσο, η διαιώνισή της εξαρτάται απόλυτα από τη στεριά, αφού εκεί ολοκληρώνεται ο βιολογικός της κύκλος με την ωοτοκία, την εκκόλαψη και την επακόλουθη είσοδο των νεοσσών στη θάλασσα. Συγκεκριμένα, προτιμά τις αμμώδεις παραλίες με ήπιες κλίσεις και χωρίς εμπόδια, όπου η άμμος έχει τα κατάλληλα γνωρίσματα υφής και μεγέθους και πληροί τις προϋποθέσεις θερμοκρασίας και υγρασίας που είναι απαραίτητες για την επώαση των αβγών.
Όταν έρθει η ώρα της αναπαραγωγής, τα ενήλικα άτομα μεταναστεύουν προς τις περιοχές ωοτοκίας.
Αξιοσημείωτο γνώρισμα του είδους είναι η «φιλοπατρία», το γεγονός, δηλαδή, ότι κάθε θηλυκό επιστρέφει πάντα στην παραλία όπου και το ίδιο γεννήθηκε, για να αποθέσει τα αβγά του. Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, παρατηρείται ζευγάρωμα, όπως επίσης και στα νερά κοντά στις παραλίες ωοτοκίας. Ζευγαρώνει την αρχή περίπου της άνοιξης. Το καλοκαίρι, από τα τέλη Μαΐου έως και τα τέλη Αυγούστου, τα θηλυκά βγαίνουν δύο έως τέσσερις φορές στην παραλία, αργά το βράδυ, για να σκάψουν φωλιές και να αποθέσουν τα αβγά τους. Τα αρσενικά δεν γυρνούν σχεδόν ποτέ στη στεριά.
Αφού επιλέξει το κατάλληλο μέρος για να γεννήσει, η θαλάσσια χελώνα , με κινήσεις του σώματος της, δημιουργεί στην άμμο ένα βαθούλωμα, στο οποίο αρχικά βολεύει το βαρύ σώμα της, ενώ στη συνέχεια, σκάβει με τα πίσω πτερύγιά της μια τρύπα σε σχήμα φιάλης, τον αβγοθάλαμο, όπου γεννάει κατά μέσο όρο 120 αβγά. Το μέγεθος κάθε αβγού είναι όσο ένα μικρό μπαλάκι. Το κέλυφος των αβγών είναι μαλακό για να μην σπάνε, έχει υφή σαν περγαμηνή και καλύπτεται από ένα υγρό το οποίο δρα ως αντισηπτικό, προστατεύοντας το αβγό από μολύνσεις. Αφού αποθέσει τα αβγά της, η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta σκεπάζει τον αβγοθάλαμο με τα πίσω πτερύγια και στη συνέχεια καμουφλάρει όλη την περιοχή της φωλιάς, πετώντας στεγνή άμμο με τα μπροστινά της πτερύγια στη συνέχεια επιστρέφει στη θάλασσα. Το πρωί είναι πολύ πιθανόν να παρατηρήσει κανείς τα ίχνη της στις παραλίες της ωοτοκίας.
Πολλές φορές, οι θαλάσσιες χελώνες φτιάχνουν τις φωλιές τους σε σημείο όπου χρειάζονται προστασία. Για τον σκοπό αυτό, τοποθετούνται πάνω τους προστατευτικά κλουβιά. Επίσης, όταν η φωλιά είναι πολύ κοντά στη θάλασσα και κινδυνεύει να πλημμυρίσει εξαιτίας των κυμάτων, τα αβγά μεταφέρονται σε κάποιο άλλο τμήμα της παραλίας, περισσότερο ασφαλές.
Τα χελωνάκια θα βγουν από τη φωλιά περίπου 40 με 70 ημέρες αργότερα, ενώ μόνο το 60 - 70% των αβγών θα εκκολαφθεί. Ένα νεοεκκολαπτόμενο χελωνάκι έχει μήκος περίπου 5 εκατοστά και ζυγίζει περίπου 16 γραμμάρια.
Έχει σκούρο γκρίζο, σταχτί χρώμα και μαλακό κέλυφος. Καθώς οι νεοσσοί βγαίνουν από τα αβγά, αγωνίζονται για να αναρριχηθούν στην επιφάνεια της άμμου. Επειδή το οξυγόνο είναι λίγο, αυτή η προς τα άνω κίνηση μπορεί να διαρκέσει 2 -4 ημέρες. Εάν φτάσουν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της ημέρας, παύουν οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες τους αδρανοποιούν. Έτσι, περιμένουν ακριβώς κάτω από την επιφάνεια έως ότου πέσει η νύχτα και δροσίσει η άμμος. Τότε εξέρχονται μαζικά και τρέχουν προς τη θάλασσα λόγω του φωτοτακτισμού που παρουσιάζουν. Δηλαδή, βγαίνοντας από τη φωλιά τους, κατευθύνονται προς το πιο φωτεινό σημείο, το οποίο σε μια φυσική παραλία είναι η θάλασσα, διότι πάνω της ανακλάται το φως των αστεριών. Ο τεχνητός φωτισμός, όμως, πίσω από τις παραλίες ωοτοκίας αποπροσανατολίζει τα χελωνάκια, με αποτέλεσμα να οδηγούνται προς τη στεριά και μακριά από τη θάλασσα, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Είναι σημαντικό η διαδρομή από τη φωλιά προς τη θάλασσα πρέπει να γίνεται από το ίδιο το χελωνάκι και όχι με τη βοήθεια του ανθρώπου, γιατί με αυτό τον τρόπο καταγράφονται στο μυαλό του τα γνωρίσματα της παραλίας, έτσι ώστε μετά από χρόνια να μπορέσει να επιστρέψει στην ίδια παραλία για να γεννήσει με τη σειρά του.
Από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους, οι νεοσσοί αντιμετωπίζουν πολλούς κινδύνους. Γίνονται εύκολη λεία για πουλιά, αρουραίους, αδέσποτα σκυλιά, κουνάβια, νυφίτσες κ.ά, ενώ εάν συναντήσουν κάποιο εμπόδιο, όπως πέτρες ή λακκούβες, παγιδεύονται, με αποτέλεσμα να αφυδατώνονται και να πεθαίνουν στον ήλιο.
Λίγα είναι γνωστά για τα «νεανικά» χρόνια της θαλάσσια χελώνα. Τα χελωνάκια που θα καταφέρουν να φθάσουν στη θάλασσα έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν. Για μια - δύο ημέρες κολυμπάνε συνεχώς προς το ανοιχτό πέλαγος και έπειτα αφήνονται να παρασυρθούν από τα ρεύματα. Λιγοστές είναι, όμως, οι γνώσεις για το τι συμβαίνει από εκείνη τη στιγμή έως την ώρα που θα γυρίσουν στην παραλία όπου γεννήθηκαν για να αναπαραχθούν και τα ίδια. Πιστεύεται ότι, κατά το πελαγικό τους στάδιο, τρέφονται πρώτα με πλαγκτό και έπειτα με οστρακοειδή, μαλάκια και άλλους οργανισμούς των ανοιχτών θαλασσών, ενώ, αφού περάσουν από το πελαγικό στάδιο, ζουν σε παράκτια νερά.
Υπολογίζεται ότι μόνο 1 - 2 χελωνάκια στα 1.000 θα καταφέρουν να ενηλικιωθούν και να επιστρέψουν στην παραλία για να αναπαραχθούν, λόγω των φυσικών και ανθρωπογενών απειλών που αντιμετωπίζει το είδος. Στις φυσικές απειλές συγκαταλέγονται οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες (π.χ. θερμοκρασίες κάτω των 12οC μπορεί να προκαλέσουν κρυοπληξία ακόμη και σε ενήλικα άτομα), η διάβρωση των ακτών που καταστρέφει τις παραλίες ωοτοκίας, οι φυσικοί εχθροί αβγών και νεοσσών (π.χ. αλεπούδες, σκυλιά, ενίοτε και τσακάλια σκάβουν για τα αβγά, κουνάβια, αρουραίοι και πουλιά, όπως κοράκια και γλάροι, αποτελούν θηρευτές των νεοσσών στη στεριά και τα μεγάλα ψάρια, οι γλάροι και οι θαλασσοκόρακες στη θάλασσα). Στις ανθρωπογενείς απειλές, παλαιότερα συγκαταλέγονταν η σύλληψη για σκοπούς εκμετάλλευσης (κρέας, μέρη του σώματος) και η λαθροθηρία των αβγών για κατανάλωση.
Ζει στο θαλάσσιο περιβάλλον όπου ζευγαρώνει, τρέφεται, μεταναστεύει και διαχειμάζει. Ωστόσο, η διαιώνισή της εξαρτάται απόλυτα από τη στεριά, αφού εκεί ολοκληρώνεται ο βιολογικός της κύκλος με την ωοτοκία, την εκκόλαψη και την επακόλουθη είσοδο των νεοσσών στη θάλασσα. Συγκεκριμένα, προτιμά τις αμμώδεις παραλίες με ήπιες κλίσεις και χωρίς εμπόδια, όπου η άμμος έχει τα κατάλληλα γνωρίσματα υφής και μεγέθους και πληροί τις προϋποθέσεις θερμοκρασίας και υγρασίας που είναι απαραίτητες για την επώαση των αβγών.
Όταν έρθει η ώρα της αναπαραγωγής, τα ενήλικα άτομα μεταναστεύουν προς τις περιοχές ωοτοκίας.
Αξιοσημείωτο γνώρισμα του είδους είναι η «φιλοπατρία», το γεγονός, δηλαδή, ότι κάθε θηλυκό επιστρέφει πάντα στην παραλία όπου και το ίδιο γεννήθηκε, για να αποθέσει τα αβγά του. Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, παρατηρείται ζευγάρωμα, όπως επίσης και στα νερά κοντά στις παραλίες ωοτοκίας. Ζευγαρώνει την αρχή περίπου της άνοιξης. Το καλοκαίρι, από τα τέλη Μαΐου έως και τα τέλη Αυγούστου, τα θηλυκά βγαίνουν δύο έως τέσσερις φορές στην παραλία, αργά το βράδυ, για να σκάψουν φωλιές και να αποθέσουν τα αβγά τους. Τα αρσενικά δεν γυρνούν σχεδόν ποτέ στη στεριά.
Αφού επιλέξει το κατάλληλο μέρος για να γεννήσει, η θαλάσσια χελώνα , με κινήσεις του σώματος της, δημιουργεί στην άμμο ένα βαθούλωμα, στο οποίο αρχικά βολεύει το βαρύ σώμα της, ενώ στη συνέχεια, σκάβει με τα πίσω πτερύγιά της μια τρύπα σε σχήμα φιάλης, τον αβγοθάλαμο, όπου γεννάει κατά μέσο όρο 120 αβγά. Το μέγεθος κάθε αβγού είναι όσο ένα μικρό μπαλάκι. Το κέλυφος των αβγών είναι μαλακό για να μην σπάνε, έχει υφή σαν περγαμηνή και καλύπτεται από ένα υγρό το οποίο δρα ως αντισηπτικό, προστατεύοντας το αβγό από μολύνσεις. Αφού αποθέσει τα αβγά της, η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta σκεπάζει τον αβγοθάλαμο με τα πίσω πτερύγια και στη συνέχεια καμουφλάρει όλη την περιοχή της φωλιάς, πετώντας στεγνή άμμο με τα μπροστινά της πτερύγια στη συνέχεια επιστρέφει στη θάλασσα. Το πρωί είναι πολύ πιθανόν να παρατηρήσει κανείς τα ίχνη της στις παραλίες της ωοτοκίας.
Πολλές φορές, οι θαλάσσιες χελώνες φτιάχνουν τις φωλιές τους σε σημείο όπου χρειάζονται προστασία. Για τον σκοπό αυτό, τοποθετούνται πάνω τους προστατευτικά κλουβιά. Επίσης, όταν η φωλιά είναι πολύ κοντά στη θάλασσα και κινδυνεύει να πλημμυρίσει εξαιτίας των κυμάτων, τα αβγά μεταφέρονται σε κάποιο άλλο τμήμα της παραλίας, περισσότερο ασφαλές.
Τα χελωνάκια θα βγουν από τη φωλιά περίπου 40 με 70 ημέρες αργότερα, ενώ μόνο το 60 - 70% των αβγών θα εκκολαφθεί. Ένα νεοεκκολαπτόμενο χελωνάκι έχει μήκος περίπου 5 εκατοστά και ζυγίζει περίπου 16 γραμμάρια.
Έχει σκούρο γκρίζο, σταχτί χρώμα και μαλακό κέλυφος. Καθώς οι νεοσσοί βγαίνουν από τα αβγά, αγωνίζονται για να αναρριχηθούν στην επιφάνεια της άμμου. Επειδή το οξυγόνο είναι λίγο, αυτή η προς τα άνω κίνηση μπορεί να διαρκέσει 2 -4 ημέρες. Εάν φτάσουν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της ημέρας, παύουν οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες τους αδρανοποιούν. Έτσι, περιμένουν ακριβώς κάτω από την επιφάνεια έως ότου πέσει η νύχτα και δροσίσει η άμμος. Τότε εξέρχονται μαζικά και τρέχουν προς τη θάλασσα λόγω του φωτοτακτισμού που παρουσιάζουν. Δηλαδή, βγαίνοντας από τη φωλιά τους, κατευθύνονται προς το πιο φωτεινό σημείο, το οποίο σε μια φυσική παραλία είναι η θάλασσα, διότι πάνω της ανακλάται το φως των αστεριών. Ο τεχνητός φωτισμός, όμως, πίσω από τις παραλίες ωοτοκίας αποπροσανατολίζει τα χελωνάκια, με αποτέλεσμα να οδηγούνται προς τη στεριά και μακριά από τη θάλασσα, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. Είναι σημαντικό η διαδρομή από τη φωλιά προς τη θάλασσα πρέπει να γίνεται από το ίδιο το χελωνάκι και όχι με τη βοήθεια του ανθρώπου, γιατί με αυτό τον τρόπο καταγράφονται στο μυαλό του τα γνωρίσματα της παραλίας, έτσι ώστε μετά από χρόνια να μπορέσει να επιστρέψει στην ίδια παραλία για να γεννήσει με τη σειρά του.
Από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους, οι νεοσσοί αντιμετωπίζουν πολλούς κινδύνους. Γίνονται εύκολη λεία για πουλιά, αρουραίους, αδέσποτα σκυλιά, κουνάβια, νυφίτσες κ.ά, ενώ εάν συναντήσουν κάποιο εμπόδιο, όπως πέτρες ή λακκούβες, παγιδεύονται, με αποτέλεσμα να αφυδατώνονται και να πεθαίνουν στον ήλιο.
Λίγα είναι γνωστά για τα «νεανικά» χρόνια της θαλάσσια χελώνα. Τα χελωνάκια που θα καταφέρουν να φθάσουν στη θάλασσα έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν. Για μια - δύο ημέρες κολυμπάνε συνεχώς προς το ανοιχτό πέλαγος και έπειτα αφήνονται να παρασυρθούν από τα ρεύματα. Λιγοστές είναι, όμως, οι γνώσεις για το τι συμβαίνει από εκείνη τη στιγμή έως την ώρα που θα γυρίσουν στην παραλία όπου γεννήθηκαν για να αναπαραχθούν και τα ίδια. Πιστεύεται ότι, κατά το πελαγικό τους στάδιο, τρέφονται πρώτα με πλαγκτό και έπειτα με οστρακοειδή, μαλάκια και άλλους οργανισμούς των ανοιχτών θαλασσών, ενώ, αφού περάσουν από το πελαγικό στάδιο, ζουν σε παράκτια νερά.
Υπολογίζεται ότι μόνο 1 - 2 χελωνάκια στα 1.000 θα καταφέρουν να ενηλικιωθούν και να επιστρέψουν στην παραλία για να αναπαραχθούν, λόγω των φυσικών και ανθρωπογενών απειλών που αντιμετωπίζει το είδος. Στις φυσικές απειλές συγκαταλέγονται οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες (π.χ. θερμοκρασίες κάτω των 12οC μπορεί να προκαλέσουν κρυοπληξία ακόμη και σε ενήλικα άτομα), η διάβρωση των ακτών που καταστρέφει τις παραλίες ωοτοκίας, οι φυσικοί εχθροί αβγών και νεοσσών (π.χ. αλεπούδες, σκυλιά, ενίοτε και τσακάλια σκάβουν για τα αβγά, κουνάβια, αρουραίοι και πουλιά, όπως κοράκια και γλάροι, αποτελούν θηρευτές των νεοσσών στη στεριά και τα μεγάλα ψάρια, οι γλάροι και οι θαλασσοκόρακες στη θάλασσα). Στις ανθρωπογενείς απειλές, παλαιότερα συγκαταλέγονταν η σύλληψη για σκοπούς εκμετάλλευσης (κρέας, μέρη του σώματος) και η λαθροθηρία των αβγών για κατανάλωση.
Σήμερα, οι κυριότερες απειλές προέρχονται από την εμπλοκή τους σε αλιευτικά εργαλεία που μπορεί να καταλήξει σε πνιγμό ή σκόπιμη θανάτωση, από τη ρύπανση των θαλασσών και από τη συρρίκνωση ή υποβάθμιση των παραλιών ωοτοκίας, λόγω οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης. Αναφορικά με το τελευταίο επισημαίνονται τα ακόλουθα:
α) φώτα που λάμπουν στις παραλίες αποπροσανατολίζουν, τόσο τα ενήλικα θηλυκά που βγαίνουν για να γεννήσουν, όσο και τους νεοσσούς που προσπαθούν να φθάσουν στη θάλασσα,
β) η συμπίεση της άμμου από τροχοφόρα οχήματα μπορεί να διαταράξει την κυκλοφορία του αέρα και την απορρόφησή του από τα αβγά,
γ) ομπρέλες και ξαπλώστρες συχνά εμποδίζουν την πρόσβαση στο πίσω μέρος της παραλίας για να γεννήσουν,
δ) η φύτευση δένδρων και οι ομπρέλες σκιάζουν τις φωλιές και επιφέρουν χαμηλότερες θερμοκρασίες της άμμου, επηρεάζοντας την επώαση των αβγών,
ε) η ανθρώπινη παρουσία στις παραλίες ωοτοκίας τη νύχτα τρομάζει τις θαλάσσιες χελώνες που θέλουν να γεννήσουν,
στ) κάστρα στην άμμο ή ροδιές από τροχοφόρα μπορεί να παγιδεύσουν τους νεοσσούς στην πορεία τους προς τη θάλασσα.
Εξάπλωση
Η θαλάσσια χελώνα έχει παγκόσμια εξάπλωση και φωλιάζει σε μεγάλους αριθμούς σε εύκρατες και υποτροπικές περιοχές της ανατολικής ακτής της Αμερικής, του Ινδικού Ωκεανού, της Αυστραλίας, της Μεσογείου κ.λπ.
Από τα τρία είδη θαλάσσιων χελωνών που απαντούν στη Μεσόγειο (τα άλλα δύο είδη είναι η Chelonia mydas και η Dermochelys coriacea, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν συνολικά επτά είδη), η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta είναι η πιο κοινή στις ελληνικές θάλασσες και η μόνη που ωοτοκεί στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα, έχουν εντοπισθεί πολλές παραλίες ωοτοκίας της θαλάσσια χελώνα Caretta caretta. Οι σπουδαιότερες από αυτές βρίσκονται στη Ζάκυνθο (Κόλπος του Λαγανά), στην Πελοπόννησο (Κόλπος Κυπαρισσίας και Κόλπος Λακωνικού, περιοχή Κορώνης) και στην Κρήτη (Ρέθυμνο, Κόλποι Χανίων και Μεσσαράς). Οι παραλίες της Ζακύνθου χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλή πυκνότητα φωλιών. Η πυκνότητα σε μια παραλία (π.χ. στα Σεκάνια) μπορεί να φθάσει περίπου τις 1.500 φωλιές ανά χιλιόμετρο και είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο.
Άλλες περιοχές ωοτοκίας της θαλάσσια χελώνα Caretta caretta στη Μεσόγειο βρίσκονται στην Κύπρο, στην Τουρκία, ακόμη και στη Λιβύη, όπως διαπιστώθηκε από πρόσφατες έρευνες. Χελώνες που έχουν σημανθεί στην Ελλάδα, έχουν εντοπισθεί σε μια ευρεία περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμη και σε αποστάσεις 1.500 χιλιομέτρων σε ιταλικά, τυνησιακά και λιβυκά ύδατα, κάτι που υποδεικνύει σκόπιμη και όχι τυχαία μετακίνηση. Οι περισσότερες παρατηρήσεις είναι από τον κόλπο του Γκαμπές στην Τυνησία και από το βόρειο τμήμα της Αδριατικής Θάλασσας, γεγονός που σημαίνει ότι αυτοί οι κόλποι είναι περιοχές διαχείμασης χελωνών που ωοτοκούν στην Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από δορυφορική παρακολούθηση χελωνών, στις οποίες είχε τοποθετηθεί δορυφορικός πομπός.
α) φώτα που λάμπουν στις παραλίες αποπροσανατολίζουν, τόσο τα ενήλικα θηλυκά που βγαίνουν για να γεννήσουν, όσο και τους νεοσσούς που προσπαθούν να φθάσουν στη θάλασσα,
β) η συμπίεση της άμμου από τροχοφόρα οχήματα μπορεί να διαταράξει την κυκλοφορία του αέρα και την απορρόφησή του από τα αβγά,
γ) ομπρέλες και ξαπλώστρες συχνά εμποδίζουν την πρόσβαση στο πίσω μέρος της παραλίας για να γεννήσουν,
δ) η φύτευση δένδρων και οι ομπρέλες σκιάζουν τις φωλιές και επιφέρουν χαμηλότερες θερμοκρασίες της άμμου, επηρεάζοντας την επώαση των αβγών,
ε) η ανθρώπινη παρουσία στις παραλίες ωοτοκίας τη νύχτα τρομάζει τις θαλάσσιες χελώνες που θέλουν να γεννήσουν,
στ) κάστρα στην άμμο ή ροδιές από τροχοφόρα μπορεί να παγιδεύσουν τους νεοσσούς στην πορεία τους προς τη θάλασσα.
Εξάπλωση
Η θαλάσσια χελώνα έχει παγκόσμια εξάπλωση και φωλιάζει σε μεγάλους αριθμούς σε εύκρατες και υποτροπικές περιοχές της ανατολικής ακτής της Αμερικής, του Ινδικού Ωκεανού, της Αυστραλίας, της Μεσογείου κ.λπ.
Από τα τρία είδη θαλάσσιων χελωνών που απαντούν στη Μεσόγειο (τα άλλα δύο είδη είναι η Chelonia mydas και η Dermochelys coriacea, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν συνολικά επτά είδη), η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta είναι η πιο κοινή στις ελληνικές θάλασσες και η μόνη που ωοτοκεί στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα, έχουν εντοπισθεί πολλές παραλίες ωοτοκίας της θαλάσσια χελώνα Caretta caretta. Οι σπουδαιότερες από αυτές βρίσκονται στη Ζάκυνθο (Κόλπος του Λαγανά), στην Πελοπόννησο (Κόλπος Κυπαρισσίας και Κόλπος Λακωνικού, περιοχή Κορώνης) και στην Κρήτη (Ρέθυμνο, Κόλποι Χανίων και Μεσσαράς). Οι παραλίες της Ζακύνθου χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλή πυκνότητα φωλιών. Η πυκνότητα σε μια παραλία (π.χ. στα Σεκάνια) μπορεί να φθάσει περίπου τις 1.500 φωλιές ανά χιλιόμετρο και είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο.
Άλλες περιοχές ωοτοκίας της θαλάσσια χελώνα Caretta caretta στη Μεσόγειο βρίσκονται στην Κύπρο, στην Τουρκία, ακόμη και στη Λιβύη, όπως διαπιστώθηκε από πρόσφατες έρευνες. Χελώνες που έχουν σημανθεί στην Ελλάδα, έχουν εντοπισθεί σε μια ευρεία περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμη και σε αποστάσεις 1.500 χιλιομέτρων σε ιταλικά, τυνησιακά και λιβυκά ύδατα, κάτι που υποδεικνύει σκόπιμη και όχι τυχαία μετακίνηση. Οι περισσότερες παρατηρήσεις είναι από τον κόλπο του Γκαμπές στην Τυνησία και από το βόρειο τμήμα της Αδριατικής Θάλασσας, γεγονός που σημαίνει ότι αυτοί οι κόλποι είναι περιοχές διαχείμασης χελωνών που ωοτοκούν στην Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από δορυφορική παρακολούθηση χελωνών, στις οποίες είχε τοποθετηθεί δορυφορικός πομπός.
Καθεστώς προστασίας
Πρόκειται για ένα παγκοσμίως απειλούμενο είδος, το οποίο προστατεύεται σύμφωνα με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN) και προστατεύεται σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ (Παράρτημα ΙΙ), τη Σύμβαση της Ουάσιγκτον για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES, 1973), τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της πανίδας (1979), τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979), το Π.Δ. 617/80, το οποίο απαγορεύει την αλιεία της, τη συλλογή νεοσσών και την καταστροφή των αβγών της, καθώς και το Π.Δ. 67/81 που απαγορεύει τη σύλληψη, το εμπόριο, την κακοποίηση, τη θανάτωση και την κατοχή θαλάσσιων χελωνών.