Ο Πλάτωνας μας διδάσκει εδώ και 2500 χρόνια, πως η επιστήμη-τέχνη του «κυβερνάν», της διακυβέρνησης, δηλαδή, ελεύθερων ανθρώπων, είναι η πιο δύσκολη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική που μπορούμε να αποκτήσουμε (Πολιτικός, 292d 3-5).
Για τον λόγο αυτό το αξίωμα του πολιτικού ηγέτη συνοδεύεται από μια σειρά από αρετές, με κυριότερες αυτών την επιστημονική γνώση, την επαγγελματική και διοικητική πείρα, την πειθώ ως ικανότητα καθοδήγησης, τη βαθιά κατανόηση της ευθύνης και την αίσθηση του μέτρου. Η τελευταία, πέρα από συνώνυμο της αποστάσεως από πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, συνδέεται άρρηκτα και με την ικανότητα αντίληψης του πότε οφείλει κανείς να αποσύρεται από την κεντρική πολιτική σκηνή.
Η αποχώρηση από την ενεργό πολιτική ασφαλώς και δεν είναι μία εύκολη διαδικασία. Όπως και σε κάθε άλλο επαγγελματικό -και όχι μόνο- τομέα, κατά τον ίδιο τρόπο και για έναν αιρετό, πόσο μάλλον για έναν πρώην πρωθυπουργό, είναι εξαιρετικά επίπονο το να επανέρχεται σε μία καθημερινότητα μακριά από το αξίωμά του, παρόλες τις ευθύνες που αυτό ενέχει. Αυτή είναι όμως η μείζων διαφορά των αντιπροσωπευτικών με τα κληρονομικού τύπου πολιτεύματα, η περιοδική εναλλαγή, δηλαδή, των κυβερνώντων βάσει της λαϊκής ετυμηγορίας.
Η απομάκρυνση, πάντως, από τα πολιτικά τεκταινόμενα δεν σημαίνει και αποστράτευση. Τούτο διότι οι διεθνείς επαφές, οι γνώσεις και οι εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει ένας κυβερνητικός ή πολιτικός αρχηγός καθόλη τη διάρκεια της θητείας του, εξακολουθούν να είναι αναγκαίες για τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Απορίας άξιον, βέβαια, είναι πώς μπορούν αυτές να αξιοποιηθούν. Εάν ήταν θεσμοθετημένο ένα συλλογικό όργανο, όπως το «Συμβούλιο της Δημοκρατίας» που προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 39, παρ. 2) και στο οποίο θα μετείχαν πέρα από τους εν ενεργεία και όλοι οι τέως Πρόεδροι της Δημοκρατίας και πρωθυπουργοί, σαφώς και θα ήταν εφικτή, εάν όχι και απαραίτητη, η αξιοποίησή τους σε κρίσιμες στιγμές για τον τόπο και σε ζητήματα εξαιρετικής σημασίας. Από την άλλη, η παραμονή ενός πρώην κυβερνητικού αρχηγού στη θέση ενός απλού και πολλές φορές βωβού βουλευτή, κατόπιν εθνικών και εν συνεχεία εσωκομματικών εκλογών, όπως και η προσπάθεια ανακατάληψης της κομματικής ηγεσίας, δεν φαίνεται να τιμά ούτε τον ίδιο, ούτε όμως και την κοινωνία.
«Να ζει κανείς για την πολιτική και όχι από την πολιτική» επισημαίνει ο σπουδαιότερος κοινωνιολόγος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα Max Weber. Τούτο πρεσβεύει η σχέση εμπιστοσύνης, που οφείλει να δομεί ένας πολιτικός με τους πολίτες, τόσο κατά την προεκλογική, όσο και κατά τη μετεκλογική περίοδο. Η αποτελεσματική και αμερόληπτη ενάσκηση των καθηκόντων του, μάλιστα, πέρα από την επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας, είναι σε θέση και να επιφέρει την πραγματική ευδαιμονία, τα αριστοτελικά «εὖ ζῆν» και «εὖ πράττειν» καθενός ατόμου χωριστά (Ηθικά Νικομάχεια, 1098b 20-23). Και αυτό διότι η πολιτική δράση, όπως αντίστοιχα και η στάση, λειτουργούν και διδακτικά για τους κυβερνώμενους. Εάν από αυτές, ωστόσο, προτάσσονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, η ‘προεδρική βουλιμία’, ακόμα και ο νεποτισμός, όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η κοινωνία εξωθούνται στην πνευματική τους χρεωκοπία. Γι’ αυτό και χρέος των πολιτικών αντιπροσώπων, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους, όσο και μετά το πέρας αυτής, είναι να μεριμνούν για την προσωπική και την κοινωνική ευπραγία. Κατά την πλατωνική θεωρία, άλλωστε, «οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἐθέλουσιν ἄρχειν οἱ ἀγαθοὶ, οὔτε τιμῆς» (Πολιτεία, 347b 5-6).
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Η αποχώρηση από την ενεργό πολιτική ασφαλώς και δεν είναι μία εύκολη διαδικασία. Όπως και σε κάθε άλλο επαγγελματικό -και όχι μόνο- τομέα, κατά τον ίδιο τρόπο και για έναν αιρετό, πόσο μάλλον για έναν πρώην πρωθυπουργό, είναι εξαιρετικά επίπονο το να επανέρχεται σε μία καθημερινότητα μακριά από το αξίωμά του, παρόλες τις ευθύνες που αυτό ενέχει. Αυτή είναι όμως η μείζων διαφορά των αντιπροσωπευτικών με τα κληρονομικού τύπου πολιτεύματα, η περιοδική εναλλαγή, δηλαδή, των κυβερνώντων βάσει της λαϊκής ετυμηγορίας.
Η απομάκρυνση, πάντως, από τα πολιτικά τεκταινόμενα δεν σημαίνει και αποστράτευση. Τούτο διότι οι διεθνείς επαφές, οι γνώσεις και οι εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει ένας κυβερνητικός ή πολιτικός αρχηγός καθόλη τη διάρκεια της θητείας του, εξακολουθούν να είναι αναγκαίες για τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Απορίας άξιον, βέβαια, είναι πώς μπορούν αυτές να αξιοποιηθούν. Εάν ήταν θεσμοθετημένο ένα συλλογικό όργανο, όπως το «Συμβούλιο της Δημοκρατίας» που προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 39, παρ. 2) και στο οποίο θα μετείχαν πέρα από τους εν ενεργεία και όλοι οι τέως Πρόεδροι της Δημοκρατίας και πρωθυπουργοί, σαφώς και θα ήταν εφικτή, εάν όχι και απαραίτητη, η αξιοποίησή τους σε κρίσιμες στιγμές για τον τόπο και σε ζητήματα εξαιρετικής σημασίας. Από την άλλη, η παραμονή ενός πρώην κυβερνητικού αρχηγού στη θέση ενός απλού και πολλές φορές βωβού βουλευτή, κατόπιν εθνικών και εν συνεχεία εσωκομματικών εκλογών, όπως και η προσπάθεια ανακατάληψης της κομματικής ηγεσίας, δεν φαίνεται να τιμά ούτε τον ίδιο, ούτε όμως και την κοινωνία.
«Να ζει κανείς για την πολιτική και όχι από την πολιτική» επισημαίνει ο σπουδαιότερος κοινωνιολόγος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα Max Weber. Τούτο πρεσβεύει η σχέση εμπιστοσύνης, που οφείλει να δομεί ένας πολιτικός με τους πολίτες, τόσο κατά την προεκλογική, όσο και κατά τη μετεκλογική περίοδο. Η αποτελεσματική και αμερόληπτη ενάσκηση των καθηκόντων του, μάλιστα, πέρα από την επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας, είναι σε θέση και να επιφέρει την πραγματική ευδαιμονία, τα αριστοτελικά «εὖ ζῆν» και «εὖ πράττειν» καθενός ατόμου χωριστά (Ηθικά Νικομάχεια, 1098b 20-23). Και αυτό διότι η πολιτική δράση, όπως αντίστοιχα και η στάση, λειτουργούν και διδακτικά για τους κυβερνώμενους. Εάν από αυτές, ωστόσο, προτάσσονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, η ‘προεδρική βουλιμία’, ακόμα και ο νεποτισμός, όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η κοινωνία εξωθούνται στην πνευματική τους χρεωκοπία. Γι’ αυτό και χρέος των πολιτικών αντιπροσώπων, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους, όσο και μετά το πέρας αυτής, είναι να μεριμνούν για την προσωπική και την κοινωνική ευπραγία. Κατά την πλατωνική θεωρία, άλλωστε, «οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἐθέλουσιν ἄρχειν οἱ ἀγαθοὶ, οὔτε τιμῆς» (Πολιτεία, 347b 5-6).
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών