Έναν Θαλασσοκόρακα εντόπισε ο φωτογραφικός φακός στην Αργολίδα και συγκεκριμένα στην παραλία Καραθώνας στο Ναύπλιο.
Το είδος ονομάστηκε προς τιμήν του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, αλλά ο λόγος ονοματοδοσίας είναι άγνωστος. [εκκρεμεί παραπομπή] Η αγγλική ονομασία του είδους (shag) έχει μεσαιωνική προέλευση. Η ελληνική λαϊκή ονομασία οφείλεται στο σκούρο χρώμα του πτηνού («κόρακας»), σε συνδυασμό με τα θαλάσσια ενδιαιτήματά του.
Tο είδος απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις ακτές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής.
Η Ευρώπη αποτελεί την σημαντικότερη αναπαραγωγική επικράτεια του είδους, ταυτόχρονα και επικράτεια διαχείμασης, κυρίως σε όλες τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά. Σημαντική περιοχή για το είδος αποτελεί και η Μεσόγειος (Ιβηρικός τομέας, Σαρδηνία, Κορσική, Β. Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο και Κρητικό Πέλαγος, ανατολικά μέχρι την Κύπρο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, ακτές Β. Αφρικής), Μαύρη Θάλασσα, Ισλανδία, Βόρεια Θάλασσα και Θάλασσα Νορβηγίας μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο και την χερσόνησο Κόλα στην ΒΔ. Ρωσία..
Στην Αφρική, πέραν των μεσογειακών ακτών, υπάρχουν πληθυσμοί στις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου.
Ο θαλασσοκόρακας θεωρείται κυρίως επιδημητικό πτηνό, καθώς οι περισσότεροι πληθυσμοί του είναι καθιστικοί, ιδιαίτερα στα νότια. Ωστόσο, υπάρχει μετα-αναπαραγωγική διασπορά κάποιων πληθυσμών, μικρή στα νότια και μεγαλύτερη στα βόρεια, ιδιαίτερα των νεαρών ατόμων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ανάμιξη καθιστικών με μεταναστευτικούς πληθυσμούς, σε όλες τις περιοχές αναπαραγωγής. Όλοι οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του Ατλαντικού παρουσιάζουν διασπορά κατά μήκος των ακτών, αν και αυτή δεν είναι, συνήθως, τόσο εκτεταμένη όσο συμβαίνει στον συμπατρικό κορμοράνο. Εξαίρεση αποτελούν οι πληθυσμοί στην Ισλανδία που θεωρούνται επιδημητικοί. Από τους πληθυσμούς που αναπαράγονται στην περιοχή του Μουρμάνσκ, μερικοί είναι καθιστικοί και μερικοί μετακινούνται στα νοτιοδυτικά, προς τις νορβηγικές ακτές, σε γεωγραφικό πλάτος 65°. Οι πληθυσμοί της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας είναι, κυρίως, καθιστικοί αλλά κάποιοι διασπείρονται ακολουθώντας τα κοπάδια ψαριών.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Σουηδία και την Δανία, την Αυστρία και την Μάλτα, την Συρία και το Καζακστάν.
Στην Ελλάδα, ο θαλασσοκόρακας απαντά κυρίως ως επιδημητικό είδος σε όλη σχεδόν την θαλάσσια επικράτεια. Από την Κρήτη αναφέρεται ως μόνιμο πτηνόόπως και από την Κύπρο
Οι απόκρημνες ακτές αποτελούν το σημαντικότερο αναπαραγωγικό οικοσύστημα του θαλασσοκόρακα
Το είδος καταλαμβάνει θαλάσσια οικοσυστήματα, χωρίς να απομακρύνεται ιδιαίτερα από την στεριά. Δείχνει ισχυρή προτίμηση για τις βραχώδεις ακτές και τα νησιά που βρέχονται από βαθιά, καθαρά νερά και προσφέρουν τροφή πάνω από αμμώδεις και βραχώδεις βυθούς. Προτιμά επίσης προστατευμένα από τους ανέμους αλιευτικά πεδία, όπως όρμους και κανάλια, αν και γενικά αποφεύγει τις εκβολές ποταμών, τους ρηχούς, λασπώδεις κολπίσκους και τα φρέσκα ή υφάλμυρα νερά.
Στην Ελλάδα ο θαλασσοκόρακας απαντά σε παράκτιες βραχώδεις περιοχές, σπανιότερα σε λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές και προς τα ηπειρωτικά. [26] Οι περισσότερες φωλιές βρίσκονται σε απρόσιτες ορθοπλαγιές και ακατοίκητες βραχονησίδες.
Μορφολογία
Ο θαλασσοκόρακας είναι μέσου μεγέθους κορμοράνoς, με μακρύ και λεπτό ράμφος και μακριά ουρά. Το αναπαραγωγικό του πτέρωμα είναι μαύρο, με ισχυρή, μεταλλική πρασινωπή απόχρωση στο κεφάλι και στον λαιμό, χαλκοπράσινη στο υπόλοιπο σώμα. Το άνω τμήμα τη ράχης, τα καλυπτήρια των πτερύγων και του ώμου εμφανίζουν, επίσης, κάποια χαλκοϊώδη, μεταλλική ανταύγεια. Η χάσμη ράμφους είναι κίτρινη, με κίτρινα γωνιακά υβώματα, που κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρόχρωμο ράμφος. Τα φύλα είναι παρόμοια, με μικρές εποχικές διαφορές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων ατόμων, είναι το χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού, το οποίο στρέφεται προς τα εμπρός και είναι ορατό μόνο στην αρχή της αναπαραγωγικής εποχής καθώς, στη συνέχεια, εξαφανίζεται σταδιακά. Η ίριδα είναι φωτεινή σμαραγδοπράσινη, οι ταρσοί και τα πόδια μαυριδερά.
Κατά την μη-αναπαραγωγική εποχή, το πτέρωμα των ενηλίκων είναι πιο «θαμπό», πιο καφετί σε χρώματα, λιγότερο «μεταλλικό» σε ανταύγεια, το λοφίο εξαφανίζεται και το ράμφος γίνεται κιτρινωπό.
Ο θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, με πιο στρογγυλεμένο κεφάλι χωρίς καθόλου λευκό χρώμα, πιο «κάθετο» μέτωπο, λεπτότερο σώμα και ράμφος. Διαθέτει 6 ζεύγη πηδαλιωδών φτερών στην ουρά, αντί για 7 που έχει ο κορμοράνος. Ωστόσο, από μεγάλη απόσταση αυτές οι διαφορές -εκτός από το μέγεθος-, πολλές φορές δεν είναι διακριτές.
Τα ψάρια της οικογένειας Ammodytidae, αποτελούν την κυριότερη τροφή του θαλασσοκόρακα
Το είδος είναι σχεδόν ή αποκλειστικά ιχθυοφάγο, τρεφόμενο με ευρύ φάσμα βενθικών, βενθοπελαγικών και πελαγικών ψαριών, τα οποία κινούνται κοπαδιαστά. Τα μέλη της οικογενείας Ammodytidae κυριαρχούν στο διαιτολόγιο των βρετανικών και μερικών ισπανικών πληθυσμών, ενώ περιλαμβάνονται πάντοτε στην διατροφή του είδους και στις περισσότερες άλλες περιοχές που έχουν μελετηθεί. Συνήθως αλιεύονται πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του βυθού. Άλλα είδη ψαριών περιλαμβάνουν μέλη των οικογενειών Gadidae (Trisopterus spp.), Clupeidae, Cottidae, Labridae Gobiidae και Carangidae.
Ωστόσο, οι θαλασσοκόρακες μπορεί να τρέφονται, επίσης, με μικρό αριθμό Πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων, Κεφαλόποδα ή άλλα Μαλάκια και μικρά βενθικά Μαλακόστρακα. Οι νεοσσοί σιτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια της οικογενείας Ammodytidae. Οι μεσογειακοί πληθυσμοί τρέφονται κυρίως με παράκτια ψάρια, τα οποία αλιεύονται από τον πυθμένα ή αρκετά πάνω από αυτόν, σε βραχώδεις ή αμμώδεις βυθούς. Ωστόσο, τα είδη εκείνα που είναι σημαντικά για την αλιευτική οικονομία του ανθρώπου, δεν φαίνεται να συνιστούν μεγάλο μέρος του διαιτολογίου τους.
Ο Θαλασσοκόρακας απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Γιαλόπαπια, Θαλασσοκουρούνα (Κυκλάδες), Καλικατσού, Καλικατσούδα, Καλιτζακού (Κυκλάδες), Καραμπατάκι , Λοφιοκορμοράνος, Κολοβούτα και Καλικατζούνα (Σποράδες).
Το είδος καταλαμβάνει θαλάσσια οικοσυστήματα, χωρίς να απομακρύνεται ιδιαίτερα από την στεριά. Δείχνει ισχυρή προτίμηση για τις βραχώδεις ακτές και τα νησιά που βρέχονται από βαθιά, καθαρά νερά και προσφέρουν τροφή πάνω από αμμώδεις και βραχώδεις βυθούς. Προτιμά επίσης προστατευμένα από τους ανέμους αλιευτικά πεδία, όπως όρμους και κανάλια, αν και γενικά αποφεύγει τις εκβολές ποταμών, τους ρηχούς, λασπώδεις κολπίσκους και τα φρέσκα ή υφάλμυρα νερά.
Στην Ελλάδα ο θαλασσοκόρακας απαντά σε παράκτιες βραχώδεις περιοχές, σπανιότερα σε λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές και προς τα ηπειρωτικά. [26] Οι περισσότερες φωλιές βρίσκονται σε απρόσιτες ορθοπλαγιές και ακατοίκητες βραχονησίδες.
Μορφολογία
Ο θαλασσοκόρακας είναι μέσου μεγέθους κορμοράνoς, με μακρύ και λεπτό ράμφος και μακριά ουρά. Το αναπαραγωγικό του πτέρωμα είναι μαύρο, με ισχυρή, μεταλλική πρασινωπή απόχρωση στο κεφάλι και στον λαιμό, χαλκοπράσινη στο υπόλοιπο σώμα. Το άνω τμήμα τη ράχης, τα καλυπτήρια των πτερύγων και του ώμου εμφανίζουν, επίσης, κάποια χαλκοϊώδη, μεταλλική ανταύγεια. Η χάσμη ράμφους είναι κίτρινη, με κίτρινα γωνιακά υβώματα, που κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρόχρωμο ράμφος. Τα φύλα είναι παρόμοια, με μικρές εποχικές διαφορές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων ατόμων, είναι το χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού, το οποίο στρέφεται προς τα εμπρός και είναι ορατό μόνο στην αρχή της αναπαραγωγικής εποχής καθώς, στη συνέχεια, εξαφανίζεται σταδιακά. Η ίριδα είναι φωτεινή σμαραγδοπράσινη, οι ταρσοί και τα πόδια μαυριδερά.
Κατά την μη-αναπαραγωγική εποχή, το πτέρωμα των ενηλίκων είναι πιο «θαμπό», πιο καφετί σε χρώματα, λιγότερο «μεταλλικό» σε ανταύγεια, το λοφίο εξαφανίζεται και το ράμφος γίνεται κιτρινωπό.
Ο θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, με πιο στρογγυλεμένο κεφάλι χωρίς καθόλου λευκό χρώμα, πιο «κάθετο» μέτωπο, λεπτότερο σώμα και ράμφος. Διαθέτει 6 ζεύγη πηδαλιωδών φτερών στην ουρά, αντί για 7 που έχει ο κορμοράνος. Ωστόσο, από μεγάλη απόσταση αυτές οι διαφορές -εκτός από το μέγεθος-, πολλές φορές δεν είναι διακριτές.
Τα ψάρια της οικογένειας Ammodytidae, αποτελούν την κυριότερη τροφή του θαλασσοκόρακα
Το είδος είναι σχεδόν ή αποκλειστικά ιχθυοφάγο, τρεφόμενο με ευρύ φάσμα βενθικών, βενθοπελαγικών και πελαγικών ψαριών, τα οποία κινούνται κοπαδιαστά. Τα μέλη της οικογενείας Ammodytidae κυριαρχούν στο διαιτολόγιο των βρετανικών και μερικών ισπανικών πληθυσμών, ενώ περιλαμβάνονται πάντοτε στην διατροφή του είδους και στις περισσότερες άλλες περιοχές που έχουν μελετηθεί. Συνήθως αλιεύονται πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του βυθού. Άλλα είδη ψαριών περιλαμβάνουν μέλη των οικογενειών Gadidae (Trisopterus spp.), Clupeidae, Cottidae, Labridae Gobiidae και Carangidae.
Ωστόσο, οι θαλασσοκόρακες μπορεί να τρέφονται, επίσης, με μικρό αριθμό Πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων, Κεφαλόποδα ή άλλα Μαλάκια και μικρά βενθικά Μαλακόστρακα. Οι νεοσσοί σιτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια της οικογενείας Ammodytidae. Οι μεσογειακοί πληθυσμοί τρέφονται κυρίως με παράκτια ψάρια, τα οποία αλιεύονται από τον πυθμένα ή αρκετά πάνω από αυτόν, σε βραχώδεις ή αμμώδεις βυθούς. Ωστόσο, τα είδη εκείνα που είναι σημαντικά για την αλιευτική οικονομία του ανθρώπου, δεν φαίνεται να συνιστούν μεγάλο μέρος του διαιτολογίου τους.
Ο Θαλασσοκόρακας απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Γιαλόπαπια, Θαλασσοκουρούνα (Κυκλάδες), Καλικατσού, Καλικατσούδα, Καλιτζακού (Κυκλάδες), Καραμπατάκι , Λοφιοκορμοράνος, Κολοβούτα και Καλικατζούνα (Σποράδες).