τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;..
(Απόσπασμα από το ποίημα «Νεότητα δύσκολων χρόνων»)
Η εφηβεία συνιστά ένα αναπτυξιακό στάδιο του ανθρώπου που χωρίζεται σε τρείς περιόδους: την πρώιμη (11 – 14 έτη), τη μέση (14 – 17 έτη) και την ύστερη (17 – 21 έτη) εφηβεία. Η ηλικιακή περίοδος της εφηβείας παρουσιάζει μεταβολές στον ψυχολογικό, τον κοινωνικό και το βιολογικό τομέα της ανάπτυξης.
Οι μεταβολές χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη αντίφαση: από τη μία οι γνωστικές δεξιότητες του εφήβου είναι σε ικανοποιητικό βαθμό ανεπτυγμένες ήδη στην ηλικία των 15 ετών, από την άλλη οι ικανότητες για έλεγχο των παρορμήσεων, ρύθμιση των συναισθημάτων και αντίσταση στην πίεση των συνομηλίκων δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί επαρκώς. Έτσι, ενώ ο έφηβος έχει αναπτύξει τη σκέψη του και μπορεί να αναγνωρίσει τον κίνδυνο, τείνει να εμπλέκεται συχνά σε συμπεριφορές υψηλής επικινδυνότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε έφηβος συνιστά μια ξεχωριστή προσωπικότητα και φέρεται διαφορετικά την περίοδο της εφηβείας.
Οι έντονες ψυχολογικές και σωματικές αλλαγές της εφηβείας προκαλούν άγχος στο άτομο, διότι θέτουν τον έφηβο απέναντι στο νέο του εαυτό. Οποιαδήποτε αλλαγή ή μετάβαση, πόσο μάλλον το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ζωή, συνιστά μια απώλεια και ένα νέο ξεκίνημα. Ο έφηβος χάνει ό,τι ήξερε και είχε συνηθίσει, δίχως να γνωρίζει ποιες θα είναι οι νέες συνθήκες που θα αντιμετωπίσει. «Πενθεί» την απώλεια της παιδικής του ταυτότητας, της ανεμελιάς και της ασφάλειας της εξιδανίκευσης. Ανάμεικτα συναισθήματα κατακλύζουν και αποδιοργανώνουν τη σκέψη του. Καλείται να επεξεργαστεί νέα δεδομένα στη ζωή του με μια διαφορετική προσέγγιση, διότι πλέον δεν έχει παιδική αντίληψη, διακρίνει καλύτερα τη σχέση σώματος – ψυχής, τη ροή του χρόνου, την αίσθηση από την ψευδαίσθηση. Ξυπνά απότομα από το γλυκό ύπνο της παιδικής ηλικίας και αναζητά απεγνωσμένα ταυτότητα, γιατί νιώθει ένα υπαρξιακό κενό, ενώ παράλληλα θέλει να γίνει ενήλικος. Απομακρύνεται από τους γονείς του και στρέφεται προς άλλα μέλη της κοινωνίας, για να ολοκληρώσει τη δόμηση του κοινωνικού εαυτού. Αμφισβητεί αξίες, ηθικές αρχές και μορφές εξουσίας (κυρίως τη σχέση με τους γονείς). Αυτή η αμφισβήτηση είναι απολύτως φυσιολογική, αλλά και επώδυνη για έναν έφηβο.
Πολλοί έφηβοι, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στις αλλαγές της εφηβείας, υιοθετούν ακραίες συμπεριφορές (όπως χρήση ουσιών, επικίνδυνη οδήγηση, βία στα γήπεδα, αλόγιστη χρήση διαδικτύου, σχολικό και διαδικτυακό εκφοβισμό, sexting) και παραμελούν σημαντικούς τομείς της ζωής τους. Η δοκιμή μιας ουσίας, που συνήθως πηγάζει από την έντονη επιθυμία του εφήβου για πειραματισμό, αναζήτηση νέων εμπειριών και διαφοροποίηση από τον κοινωνικό περίγυρο, συχνά οδηγεί στη συστηματική χρήση. Η επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ουσίας συνιστά μια παιδαριώδη και ανεπιτυχή προσπάθεια του εφήβου να θεραπευτεί από τον ψυχικό πόνο που νιώθει, να αποκτήσει ταυτότητα και να εκφραστεί. Στη χρήση, ο έφηβος χάνει την αυτονομία του, ξεχνά τις ικανότητές του και απομακρύνεται από τα όνειρα, τους άλλους και κυρίως τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να εστιάζει περισσότερο σε ζητήματα επικοινωνίας, δεξιότητες, σχέσεις με τους γονείς και λιγότερο στη χρήση.
Σύμφωνα με την Anna Freud, η εφηβεία αποτελεί μια διακοπή της ήρεμης ανάπτυξης. Η συχνή εναλλαγή αντίθετων διαθέσεων και η εκδήλωση απρόβλεπτων συμπεριφορών, ενώ ίσως φαίνονταν εντελώς αφύσικες σε άλλη στιγμή της ζωής, κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι απολύτως φυσιολογικές, διότι προετοιμάζουν την οργάνωση της ενήλικης προσωπικότητας. Η εξωτερίκευση της εσωτερικής δυσφορίας, που νιώθει ο έφηβος, κρίνεται απαραίτητη για την ανάπτυξή του και τη σταδιακή μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Ο έφηβος χρειάζεται χρόνο και «χώρο», ώστε να βρει ο ίδιος το δρόμο του.
Οι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν στη διαφορετική συμπεριφορά του παιδιού τους (που πλέον δεν είναι παιδί) και να αναλάβουν ένα σύνθετο ρόλο στην προσπάθεια του εφήβου να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι ίδιοι συχνά δυσκολεύονται να κάνουν υποχωρήσεις και νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο, που μέχρι τότε ασκούσαν. Ανησυχούν και ορισμένες φορές εμφανίζουν συμπεριφορές, που είχαν εκδηλωθεί από τους γονείς τους κατά την περίοδο της δικής τους εφηβείας. Ωστόσο, καλό θα είναι να αναγνωρίσουν ότι οι δυσκολίες της εφηβείας παρέχουν γνώσεις σε όλα τα μέλη της οικογένειας για τα ελλείματα, τις συμπεριφορές, τις μεταξύ τους σχέσεις και είναι απαραίτητες για την ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Ο έφηβος θέλει κι έχει ανάγκη την ύπαρξη των κανόνων, αλλά παράλληλα θέλει να αυτονομηθεί κι από αυτούς. Ο ρόλος των γονέων χρειάζεται να είναι υποστηρικτικός και ανεκτικός. Η επικοινωνία και η οριοθέτηση δοκιμάζονται και απαιτούν διαθεσιμότητα και υπομονή, για να αποδώσουν καρπούς.
Σπηλιώτης Ραφαήλ Νικόλαος,
Ψυχολόγος στο Πολυδύναμο Κέντρο Περιφέρειας Πελοποννήσου με έδρα το Ναύπλιο, ΚΕΘΕΑ ΚΥΤΤΑΡΟ – ΟΞΥΓΟΝΟ
Πηγές
Αλεξανδρίδης,Α., «Κάνναβις και Κατάθλιψη» στο Η εξαρτητική διαδικασία, Κείμενα για τη χρήση τοξικών ουσιών, επιμ. Κεφαλάς, Π., εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2004.
Αντωνίου, Α. – Σ., Ντάλλα, Μ., Μάτσα, Κ., «Αναπτυξιακές δυσκολίες κατά την εφηβεία και χρήση ουσιών» στο Τετράδια Ψυχιατρικής, Τεύχος Νο 117, 2012.
Butler, J., Η ψυχική ζωή της εξουσίας, Θεωρίες καθυπόταξης, μτφρ. Μπέτζελος, Τ., εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2009.
Freud, A., «Adolescence» στο The Psychoanalytic Study of the Child, Vol.13, No 1, 1958, pp. 255-278.
Herbert, M., Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, πρόλογος – μτφρ. Καλαντζή – Αζίζι Α., εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Μπρέννερ, Τ., Στοιχειώδες εγχειρίδιο Ψυχανάλυσης, πρόλογος – μτφρ. Σταθάκης Ι., επιμέλεια Κολλάτου Α., εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012.
Οι έντονες ψυχολογικές και σωματικές αλλαγές της εφηβείας προκαλούν άγχος στο άτομο, διότι θέτουν τον έφηβο απέναντι στο νέο του εαυτό. Οποιαδήποτε αλλαγή ή μετάβαση, πόσο μάλλον το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ζωή, συνιστά μια απώλεια και ένα νέο ξεκίνημα. Ο έφηβος χάνει ό,τι ήξερε και είχε συνηθίσει, δίχως να γνωρίζει ποιες θα είναι οι νέες συνθήκες που θα αντιμετωπίσει. «Πενθεί» την απώλεια της παιδικής του ταυτότητας, της ανεμελιάς και της ασφάλειας της εξιδανίκευσης. Ανάμεικτα συναισθήματα κατακλύζουν και αποδιοργανώνουν τη σκέψη του. Καλείται να επεξεργαστεί νέα δεδομένα στη ζωή του με μια διαφορετική προσέγγιση, διότι πλέον δεν έχει παιδική αντίληψη, διακρίνει καλύτερα τη σχέση σώματος – ψυχής, τη ροή του χρόνου, την αίσθηση από την ψευδαίσθηση. Ξυπνά απότομα από το γλυκό ύπνο της παιδικής ηλικίας και αναζητά απεγνωσμένα ταυτότητα, γιατί νιώθει ένα υπαρξιακό κενό, ενώ παράλληλα θέλει να γίνει ενήλικος. Απομακρύνεται από τους γονείς του και στρέφεται προς άλλα μέλη της κοινωνίας, για να ολοκληρώσει τη δόμηση του κοινωνικού εαυτού. Αμφισβητεί αξίες, ηθικές αρχές και μορφές εξουσίας (κυρίως τη σχέση με τους γονείς). Αυτή η αμφισβήτηση είναι απολύτως φυσιολογική, αλλά και επώδυνη για έναν έφηβο.
Πολλοί έφηβοι, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στις αλλαγές της εφηβείας, υιοθετούν ακραίες συμπεριφορές (όπως χρήση ουσιών, επικίνδυνη οδήγηση, βία στα γήπεδα, αλόγιστη χρήση διαδικτύου, σχολικό και διαδικτυακό εκφοβισμό, sexting) και παραμελούν σημαντικούς τομείς της ζωής τους. Η δοκιμή μιας ουσίας, που συνήθως πηγάζει από την έντονη επιθυμία του εφήβου για πειραματισμό, αναζήτηση νέων εμπειριών και διαφοροποίηση από τον κοινωνικό περίγυρο, συχνά οδηγεί στη συστηματική χρήση. Η επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ουσίας συνιστά μια παιδαριώδη και ανεπιτυχή προσπάθεια του εφήβου να θεραπευτεί από τον ψυχικό πόνο που νιώθει, να αποκτήσει ταυτότητα και να εκφραστεί. Στη χρήση, ο έφηβος χάνει την αυτονομία του, ξεχνά τις ικανότητές του και απομακρύνεται από τα όνειρα, τους άλλους και κυρίως τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να εστιάζει περισσότερο σε ζητήματα επικοινωνίας, δεξιότητες, σχέσεις με τους γονείς και λιγότερο στη χρήση.
Σύμφωνα με την Anna Freud, η εφηβεία αποτελεί μια διακοπή της ήρεμης ανάπτυξης. Η συχνή εναλλαγή αντίθετων διαθέσεων και η εκδήλωση απρόβλεπτων συμπεριφορών, ενώ ίσως φαίνονταν εντελώς αφύσικες σε άλλη στιγμή της ζωής, κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι απολύτως φυσιολογικές, διότι προετοιμάζουν την οργάνωση της ενήλικης προσωπικότητας. Η εξωτερίκευση της εσωτερικής δυσφορίας, που νιώθει ο έφηβος, κρίνεται απαραίτητη για την ανάπτυξή του και τη σταδιακή μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Ο έφηβος χρειάζεται χρόνο και «χώρο», ώστε να βρει ο ίδιος το δρόμο του.
Οι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν στη διαφορετική συμπεριφορά του παιδιού τους (που πλέον δεν είναι παιδί) και να αναλάβουν ένα σύνθετο ρόλο στην προσπάθεια του εφήβου να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι ίδιοι συχνά δυσκολεύονται να κάνουν υποχωρήσεις και νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο, που μέχρι τότε ασκούσαν. Ανησυχούν και ορισμένες φορές εμφανίζουν συμπεριφορές, που είχαν εκδηλωθεί από τους γονείς τους κατά την περίοδο της δικής τους εφηβείας. Ωστόσο, καλό θα είναι να αναγνωρίσουν ότι οι δυσκολίες της εφηβείας παρέχουν γνώσεις σε όλα τα μέλη της οικογένειας για τα ελλείματα, τις συμπεριφορές, τις μεταξύ τους σχέσεις και είναι απαραίτητες για την ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Ο έφηβος θέλει κι έχει ανάγκη την ύπαρξη των κανόνων, αλλά παράλληλα θέλει να αυτονομηθεί κι από αυτούς. Ο ρόλος των γονέων χρειάζεται να είναι υποστηρικτικός και ανεκτικός. Η επικοινωνία και η οριοθέτηση δοκιμάζονται και απαιτούν διαθεσιμότητα και υπομονή, για να αποδώσουν καρπούς.
Σπηλιώτης Ραφαήλ Νικόλαος,
Ψυχολόγος στο Πολυδύναμο Κέντρο Περιφέρειας Πελοποννήσου με έδρα το Ναύπλιο, ΚΕΘΕΑ ΚΥΤΤΑΡΟ – ΟΞΥΓΟΝΟ
Πηγές
Αλεξανδρίδης,Α., «Κάνναβις και Κατάθλιψη» στο Η εξαρτητική διαδικασία, Κείμενα για τη χρήση τοξικών ουσιών, επιμ. Κεφαλάς, Π., εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2004.
Αντωνίου, Α. – Σ., Ντάλλα, Μ., Μάτσα, Κ., «Αναπτυξιακές δυσκολίες κατά την εφηβεία και χρήση ουσιών» στο Τετράδια Ψυχιατρικής, Τεύχος Νο 117, 2012.
Butler, J., Η ψυχική ζωή της εξουσίας, Θεωρίες καθυπόταξης, μτφρ. Μπέτζελος, Τ., εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2009.
Freud, A., «Adolescence» στο The Psychoanalytic Study of the Child, Vol.13, No 1, 1958, pp. 255-278.
Herbert, M., Ψυχολογικά προβλήματα εφηβικής ηλικίας, πρόλογος – μτφρ. Καλαντζή – Αζίζι Α., εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Μπρέννερ, Τ., Στοιχειώδες εγχειρίδιο Ψυχανάλυσης, πρόλογος – μτφρ. Σταθάκης Ι., επιμέλεια Κολλάτου Α., εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012.