V.STAMATIS
ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ
ΕΙΔΗ ΣΠΙΤΙΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΚΑΗ ΔΥΝΑΜΗ

Σελίδες

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Σοφία Καψούρου: Καταπιάνομαι με ήρωες που είναι μια στο εκατομμύριο

Σοφία Καψούρου
Συνέντευξη στη Γκέλη Ντηλιά*

 Η πολυσχιδής Αργίτισσα επισκέφτηκε το Ναύπλιο τον Γενάρη, έπειτα από πρόσκληση του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, για να διεξάγει ένα Masterclass σεμινάριο σχετικά με τη δημιουργική θεατρική γραφή, με τίτλο «Πώς η ιδέα γίνεται θεατρικό έργο. Οι τέσσερις εποχές της δημιουργίας: έμπνευση, συγκέντρωση, γραφή, υπογραφή» και μου παραχώρησε μια ιδιαίτερη συνέντευξη.

-Πιστεύεις στο κάρμα;


Πιστεύω στην ολοκλήρωση ενός κύκλου που αρχίζει στην παιδική ηλικία και τελειώνει όταν επιστρέψεις σε αυτήν. Δηλαδή η ζωή σε φέρνει εκεί που αρχίζεις. Αν κάποιος παρατηρήσει τι παιδί είσαι από τη στιγμή που θα περπατήσεις και θα αρχίσεις να συνθέτεις έναν λόγο, τον δικό σου προσωπικό λόγο ύπαρξης και σε δει πάλι μετά από σαράντα ή περισσότερα χρόνια, αν αυτός ο θεατής έχει καθαρή και αντικειμενική ματιά, τότε ίσως συνειδητοποιήσει ότι εκείνο το μικρό ανθρωπάκι που είδε κάποτε είναι το πλάσμα που έχει τώρα μπροστά του.

Κάπου προς το μέσον της ζωής μας, αρχίζουμε και θυμίζουμε το παιδί που υπήρξαμε κάποτε.

-Αν η ζωή σου ήταν ρόλος, ποιος θα ήταν;


Κάνεις μια ερώτηση σε κάποια που γράφει ρόλους. Θα ήθελα να ζήσω όλους τους γυναικείους ρόλους της ταινίας του Φελίνι «8½» για να συνθέσω τον ένα, τον τέλειο. Αρκεί να μελετήσεις την αρχή, τη μέση και το τέλος αυτών των θηλυκών. Αυτό που έκανε ο Φελίνι ήταν να επιμερίσει τη θηλυκότητα και μέσα από τις αντιθέσεις, μέσα από το ασπρόμαυρο, να γεμίσει με χρώματα την παλέτα. Όλες τους σχεδόν αρχετυπικές φιγούρες. Ένας άντρας και γύρω του οι πλανήτες. Ποιος κινεί ποιον;

-Ποιο έργο θα ήθελες να σκηνοθετήσεις;


Το «Δόκτωρ Ζιβάγκο», γιατί αυτό το λογοτεχνικό έργο με έχει διαμορφώσει. Ως ταινία με έχει σημαδέψει, καθώς έμαθα να διαβάζω ελληνικά, διαβάζοντας τους υπότιτλους. Την έβλεπα ξανά και ξανά από τα τέσσερά μου χρόνια και σιγά σιγά απέκτησα ταχύτητα και μπόρεσα να διαβάζω απνευστί, γύρω στην τέταρτη με πέμπτη φορά που έβλεπα αυτήν την πολύωρη ταινία. Μετά, την αναζήτησα σε βιβλίο. Έχει μια σκηνική μελαγχολία. Εξάλλου ο συγγραφέας, o Μπορίς Παστερνάκ, έχει σημειώσει ότι «Η τέχνη είναι η τάση της τη μελαγχολία». Με σημάδεψε το λευκό της ταινίας. Κάθε πλάνο είναι χιόνι. Το ίδιο και κάθε σελίδα.

-Υπάρχει τέχνη χωρίς πάθος;

Όχι. Δεν υπάρχει και πάθος χωρίς τέχνη. Κάθε πάθος στο τέλος, είναι ένα έργο τέχνης.

-Υπάρχει όριο στο όνειρο;


Ακόμα και οι πιο λογικοί άνθρωποι, τα όνειρά της τα τεντώνουν τόσο πολύ που μπροστά στα παράλογα όρια της καθημερινότητας, τα όρια των ονείρων δεν φαίνονται άπιαστα.

-Μπορεί από έναν λάθος έρωτα να προκύψει κάτι καλό;

Μπορεί να προκύψει η προσωπική εξέλιξη. Να γίνει ένα βήμα πιο βαθιά.

-Ποιοι ήρωες σε συναρπάζουν;

Οι ανένταχτοι, οι ανυπεράσπιστοι, οι μικρομεσαίοι. Ειδικά οι τελευταίοι δεν ξέρουν αν είναι τόσο μεγάλοι όσο το όνειρό της, τόσο μικροί όσο η καθημερινότητά της, πού είναι η ασημαντότητα και πού η σπουδαιότητά της. Καταπιάνομαι με ήρωες που είναι μια στο εκατομμύριο, της ο Σούμαν, η Σέξτον, αλλά ήρωας πάντα είναι και ο ανώνυμος και το δράμα του, της που το πρωί μπορεί να έχει χρήματα και στο τέλος της ημέρας να μην έχει.

-Στα έργα σου υπάρχει happy end;


Σχεδόν ποτέ. Μπορεί αυτό να είναι στη φύση μου, στο τρόπο που βλέπω τη ζωή. Περισσότερο πιστεύω στο happy moments και όχι στο happy end. Εξάλλου, ποια ζωή έχει happy end; Η ζωή τελειώνει με την ακύρωσή της. Δεν νομίζω ότι ο θεατής έχει ανάγκη το happy end. Μπορεί να λυτρωθεί και από τον πιο ανελέητο θάνατο πάνω στη σκηνή.

-Για ποια πράγματα αξίζει κανείς να θυσιαστεί;

Για την εντιμότητα. Έντιμος απέναντι στη ρίζα σου, στο όνειρό σου, στην αξία σου.

-Πόσο εύκολο ήταν να αντλήσεις έμπνευση από τον Ταχτσή και να γράψεις τους στίχους της παράστασης «Το τρίτο στεφάνι» που ανέβηκε πέρυσι;

Υπάρχουν συναντήσεις νοερές με δημιουργούς και με τα έργα όμως που είναι σαν να όμως περίμενες ή να σε περίμεναν μια ολόκληρη ζωή. Ο Ταχτσής είναι όμως σημαντικός δημιουργός όμως χώρας και είναι εύκολο να τρυπώσεις μέσα στον κόσμο του, αν σε αφορά η διαφορετικότητα και η ανοιχτή πληγή. Άρα για μένα ήταν εύκολο, αλλά ήταν ίσως ένα στοίχημα το πώς θα μπορέσω να συνομιλήσω με έναν άνθρωπο που έζησε στο κόκκινο. Δεν ήθελα να μιλήσω για την εξωτερική περιπέτειά του, αλλά για το σπάραγμα εντός του και να συναντηθούμε ως ουσίες, ως πυρήνες, ως δημιουργοί. Ήταν εύκολο να τον συναντήσω και μετά ήταν δύσκολο να τον αποχωριστώ. Έπρεπε να είμαι περιεκτική και ακριβής σε ένα τεράστιο έργο που λέγεται «Το Τρίτο Στεφάνι» και μέσα σε δεκαέξι στίχους, ουσιαστικά σε ενάμιση λεπτό, έπρεπε να φωλιάσω την Ελλάδα του εικοστού αιώνα, την ανησυχία όμως ογκόλιθου που λέγεται Ταχτσής, την προσωπική μου ανησυχία ̶ γιατί πάντα από εμένα ξεκινάω και σε εμένα επιστρέφω, αν θέλω να είμαι ειλικρινής ̶ και βέβαια, μαζί με τη φλεγόμενη, την ορμητική μουσική του Μίνου Μάτσα, να σφραγίσουμε ως φινάλε το αποτύπωμα μιας πολύ σημαντικής παράστασης του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

-Γιατί επέλεξες τον Σούμαν για το ομώνυμο θεατρικό σου που ανέβηκε το 2018 στο Εθνικό Θέατρο, σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»;

Γιατί κάπου συναντιέμαι με τον Σούμαν, όσο μεταφυσικό κι αν ακούγεται αυτό. Ακούγοντας τη μουσική του, κάτι μέσα μου ξυπνάει. Διαβάζοντας και ερευνώντας τη ζωή του, κάτι μέσα μου δονείται. Είναι μια περίπτωση ανθρώπου που όταν τα έχει όλα, είναι σαν να μην έχει τίποτα. Δεν έχει ταλέντο στη χαρά, στην κανονικότητα. Υπάρχει όμως στίχος στο έργο: «Μιλήσαμε με μέτρο για ό,τι δεν μετριέται / Τον έρωτα / Την τέχνη / Το ταλέντο». Εκεί αποτυπώνεται η σχέση μου μαζί του. Ερωτεύτηκε, τρελάθηκε, δημιούργησε χωρίς μέτρο.
-Κι όμως, τόσο πετυχημένα, τελικά!

Τουλάχιστον ως δημιουργός, ναι. Γιατί στα υπόλοιπα, καταστράφηκε!

-Αν και απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακολούθησες την καρδιά σου και σπούδασες στην Ανώτερη Δραματική Σχολή Ίασμος. Έχεις σκεφτεί τι θα γινόταν αν δεν το έκανες;


Αυτά τα έκανα παράλληλα. Από το Λύκειο είχα αποφασίσει πώς θα ήταν ο πανεπιστημιακός μου βίος. Ήξερα ότι μπορώ να συνδυάσω και τα δύο, με κόπο βέβαια και με ελάχιστο προσωπικό χρόνο για φοιτητική ζωή. Όμως αυτό με γέμιζε. Η μια ασχολία συνδεόταν με την άλλη. Ακόμα κι αν δεν περάσεις το κατώφλι, τον δρόμο θα τον βρεις. Η σχολή είναι όντως το φουαγιέ του θεατρικού κόσμου που σου ανοίγεται μετά. Στο θεατρικό σύμπαν μπορείς να μπεις ακόμα και από τον φωταγωγό. Το σωστό είναι να μπαίνεις από μια σχολή και επιμένω σε αυτό, όποια κι αν είναι αυτή. Μέσα σε τρία χρόνια η σπουδή σού ανοίγει παράθυρα. Είναι στο χέρι σου, πόσο θα αφήσεις το φως να μπει και πόσο παρατηρητικός θα είσαι. Γιατί σχολή σημαίνει παρατήρηση, εύρος, ανοιχτό μυαλό, ανοιχτό βλέμμα. Δεν ξέρω αν σημαίνει γνώση. Η γνώση έρχεται αργότερα. Ήμουν τυχερή, γιατί πήγα στη σχολή για να ανοίξω, όχι για να κλείσω. Ως παιδί έβλεπα θέατρο και πάρα πολύ σινεμά. Δεν ήμουν αποφασισμένη ότι εγώ θα διδάξω. Ήμουν αποφασισμένη ότι εγώ θα διδαχτώ. Ήταν ένα από τα ωραιότερα δώρα που έκανα στον εαυτό μου. Το λέω γιατί οι δραματικές σχολές κουβαλούν τις εφτά πληγές. Εκεί μέσα υπάρχουν υπέροχοι άνθρωποι και υπέροχα παιδιά, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν αποφασίσει ότι το θέατρο αρχίζει και τελειώνει με αυτούς και σου κρύβουν ουρανό από το παράθυρο της σχολής.

-Τι κάνει την καρδιά σου να χτυπά δυνατά;

Η πρόβα, η έναρξη ενός θεατρικού έργου, η πρεμιέρα.

-Είναι το θέατρο ένας τρόπος να επιστρέφουμε στην παιδική μας ηλικία με όχημα κάποιες φορές τη βεβιασμένη ενηλικίωση;

Μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος να επιστρέφουμε στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και ό,τι έχουμε είναι ένα όχημα με φθαρμένη ταπετσαρία και μισοχαλασμένα λάστιχα. Αυτό είναι η ζωή, αλλά αυτό πηγαίνει, τσουλάει, σε βγάζει αυτό το αυτοκινητάκι, αν και επικίνδυνο. Το θέατρο είναι η παιδική ηλικία και τα τελευταία λεπτά του ανθρώπου. Η αρχή και το τέλος κάπου συναντιούνται. Τα παιδιά, όταν κοιτούν τον κόσμο, δεν τον κρίνουν. Έτσι κι εμείς που φτιάχνουμε τον θεατρικό κόσμο, δεν πρέπει να κρίνουμε. Κρίνει η Ιστορία… πολλά χρόνια μετά.

-Ποιου καλλιτέχνη θα ήθελες να είσαι η μούσα του;

Τώρα πια δεν θέλω να είμαι η μούσα κανενός. Θέλω εγώ να είμαι η δημιουργός και μούσα μου να είναι οποιαδήποτε οντότητα, οποιοδήποτε πλάσμα, από τη μητέρα μου μέχρι την άγνωστη γυναίκα στη στάση του λεωφορείου.

-Πόσο αλλάζει ο κόσμος μέσα από τη τέχνη;


Απόλυτα, δραματικά, εκατό τοις εκατό. Κάποιες αρχές και εξουσίες το έχουν καταλάβει αυτό και είτε προσέγγισαν την τέχνη είτε την απομάκρυναν.

-Ποια θα είναι η επόμενη υπέρβασή σου;

Έχω ξεκινήσει πρόβες για το πιο πρόσφατο θεατρικό μου έργο το οποίο συνδυάζει φιγούρες του παρελθόντος μέσα στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης με ένα βέβηλο και ιερόσυλο παρόν. Εδώ μιλάμε όντως για υπέρβαση και προσωπική και καλλιτεχνική. Πρόκειται για τον θεατρικό μου μονόλογο «Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος». Θέμα του η μάνα του Γεώργιου Καραϊσκάκη, η Καλόγρια. Θα παρουσιαστεί την άνοιξη στον Πολυχώρο Vault Theatre Plus σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά και σε δική μου ερμηνεία. Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στο θέατρο. Ό,τι πιο παράλογο. Ό,τι πιο υπερβατικό. Το Vault κλείνει δέκα χρόνια ζωής φέτος, δέκα χρόνια στήριξης της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας και επανεκκινεί τον κύκλο παραστάσεων «Ο Γιος μου». Με μια ομάδα ανήσυχων και αγαπημένων συνεργατών κάθε μέρα, σε κάθε πρόβα εντοπίζουμε το φως στις σκιές του Καραϊσκάκη.

Επίσης, τον τελευταίο καιρό έχει μπει ένας άνθρωπος στη ζωή μου που έχει δηλώσει «ευτυχής» στην τελευταία του επιστολή, ο μεγάλος Έλληνας ευεργέτης Νικόλαος Δούμπας. Γράφω το σενάριο για το ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του σε σκηνοθεσία Αντώνη Τσάβαλου με τη μουσική πνοή της Φιλαρμονικής Λουτρακίου και του αρχιμουσικού της, Πελοπίδα Μαυρόπουλου. Τον Νικόλαο Δούμπα ερμηνεύει ο διεθνής μας βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ενώ φωνή του ντοκιμαντέρ θα είναι η μοναδική φωνή του Αλέξη Κωστάλα. Μαζί με την Έλλη Ρουμπέν, η οποία έχει αναλάβει την παραγωγή του project, ζωντανεύουμε έναν «άγιο της μουσικής και της τέχνης». Έγνοια μου να πάω πίσω στον χρόνο και να «διαβάσω» την ποίηση της ψυχής του Ευεργέτη. Η υπέρβαση του Ανθρώπου που δίνει, προσφέρει, ρίχνει νερό στο ποτάμι. Αυτή είναι μια μεγάλη υπέρβαση.

-Διανύεις μια εποχή ερωτήσεων ή απαντήσεων;

Μόνο ερωτήσεων. Όταν έχω τις απαντήσεις νιώθω λίγο περίεργα, γιατί λέω «και τώρα»; Η ζωή ενός δημιουργού δεν έχει απάντηση. Έχει επιλογή, έχει πρωτοβουλία. Σε ένα δίωρο πρέπει να δώσεις ένα τέλος, να πάρεις κάποια θέση. Δεν σημαίνει ότι απάντησες στο ερώτημα. Υπάρχει ωραιότερο μισοφέγγαρο από το ερωτηματικό, έτσι όπως το βλέπουμε; Μόνο ερωτήσεις, λοιπόν.

-Έχεις δηλώσει ότι «Ο μεγάλος εχθρός του καλλιτέχνη είναι το στομάχι του». Πόσες εκπτώσεις γίνονται για μια θέση στη μαρκίζα ενός θεάτρου;

Ίσως κάποιος άλλος θα μπορούσε να το απαντήσει αυτό, κάποιος που έχει ως σηματοδότη τη μαρκίζα, θεατής ή καλλιτέχνης. Η μαρκίζα είναι μια ψευδαίσθηση, γιατί μπορεί να επιμένεις να την καλύψεις με κάποια στοιχεία, πληροφορίες, ονόματα και όταν τελειώσει η παράσταση ο κόσμος μέσα του να φύγει με ένα όνομα εκτός μαρκίζας.

-Μου έχει συμβεί. Πόσο απαιτητική είσαι με τον εαυτό σου;

Βασανιστικά απαιτητική. Πώς μπορώ να έχω απαιτήσεις από κάποιον άλλο, αν πρώτα δεν έχω εξαντλήσει αυτά που μπορώ να προσφέρω σε εμένα; Δεν βιάζω ποτέ τα πράγματα. Οτιδήποτε γρήγορο μού δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες. Σιχαίνομαι την προχειρότητα. Η ταχύτητα της έμπνευσης δεν είναι η ταχύτητα της ωρίμανσής της. Η έμπνευση είναι το πέταγμα. Όσο γρήγορα φτεροκοπάει ένα πουλί, έτσι μας επισκέπτεται και έτσι μας εγκαταλείπει η έμπνευση. Η δουλειά, η μελέτη, η συμβίωση με το θέμα είναι μια άλλη ιστορία που σου τρώει όλη τη ζωή. Εγώ λοιπόν είτε έχω στη διάθεσή μου πολλά μέσα, είτε έχω τα ελάχιστα, είμαι ο ίδιος απαιτητικός και αυστηρός άνθρωπος.

-Τι δεν θα συμβούλευες ποτέ κάποιον που θα ήθελε να ασχοληθεί με τον χώρο του θεάτρου;

Τα παιδιά που νομίζουν ότι το θέατρο είναι ένα ουράνιο τόξο, θα τα ρωτούσα, αν κοιμούνται το βράδυ, και αν μου απαντούσαν «Ναι», τότε θα τους έλεγα ότι θα μπορούσαν να κάνουν μια άλλη δουλειά, ακόμη και μέσα στον χώρο του θεάτρου σε οποιοδήποτε πόστο και ̶ γιατί όχι; ̶ να πετύχουν. Αλλά όχι δουλειά καλλιτέχνη. Ο άνθρωπος που έχει ήρεμο ύπνο, δεν κάνει για το θέατρο, αν θέλει να αφήσει κάτι πίσω του. Ένα χνάρι. Αν θέλει να είναι αναλώσιμος, τότε βεβαίως να κοιμάται και να είναι φρέσκος το πρωί και να πηγαίνει στις διάφορες κοσμικές υποχρεώσεις.

Το θέατρο δεν είναι το ουράνιο τόξο. Το θέατρο είναι η βροχή.

-Αν τα θεατρικά σου έργα είχαν γεύση, ποια θα ήταν;

Νομίζω ότι θα ήταν ένα ολοκληρωμένο μενού. Άλλωστε στο θέατρο ένα έργο συνήθως χωρίζεται σε πράξεις, όπως είναι και τα πιάτα που έρχονται σε ένα ολοκληρωμένο μενού, είτε αυτό είναι ένα ακριβό γεύμα είτε ένα καθημερινό γεύμα μιας νοικοκυράς. Ακόμη και το ψωμί σκέτο, είναι ένα πιάτο. Θα ήθελα να έχει τη γεύση της ωμής πρώτης ύλης, αλλά και της εξευγενισμένης γλυκιάς ή πικρόγλυκης γεύσης στο τέλος. Στο τέλος πάντα κάτι να δροσίζει και να φρεσκάρει τον ουρανίσκο.

- Ποιο είναι το μότο σου;


Κάνε αυτό που θες.

-Είναι δυνατόν ένα θεατρικό κείμενο να λειτουργεί σαν καταλύτης στους θεατές και να τους οδηγήσει σε φαινομενικά αδιάβατα μονοπάτια, εκ των υστέρων;

Αυτός δεν είναι ο σκοπός; Να είναι και απροετοίμαστοι για το ταξίδι αλλά και να το κάνουν. Έχει μια αλλοφροσύνη το όλο πράγμα. Κάποιος φεύγει από το σπίτι του και έχει στα χέρια ένα κομμάτι χαρτιού. Είναι η θέση του σε ένα θέατρο, σε ένα διαστημόπλοιο, σε ένα όχημα αποστάσεων. Έχει την προσωπική του θέση. Κανείς δεν φεύγει από το σπίτι του για να ξαναγυρίσει ίδιος σε αυτό. Αν ο γύρος του κόσμου κάποτε έγινε για κάποιον… σε… ογδόντα μέρες… το θέατρο σου το δίνει σε ογδόντα λεπτά και οφείλει να σε πάει έστω και μια σπιθαμή κάπου που δεν τόλμησες να πας ποτέ. Βλέπεις τις ζωές κάποιων άλλων στη σκηνή. Κάποιοι άλλοι πάσχουν για σένα, κάποιοι άλλοι ζουν για σένα. Κάποιο άλλοι οδηγούν το διαστημόπλοιο. Μέσα από αυτή τη φαινομενική προστασία, το ότι ζει κάποιος άλλος για να συγκινηθείς εσύ, το ελάχιστο που μπορεί να σου συμβεί είναι και το περισσότερο. Θα πας αλλού μετά από μια καλή παράσταση και αυτό το ξαναλέω, γιατί εμένα μου συμβαίνει από μικρό παιδάκι: δεν θα ισχύει πια η βαρύτητα. Θα έχεις ελαφρύνει.

-Τι είναι ευτυχία για σένα;

Όλα να δουλεύουν καλά, να υπάρχει σωματική και πνευματική αυτάρκεια και ικανότητα, ξέροντας πόσο δύσκολο είναι όλα να δουλεύουν ρολόι.

-Για πού θα έμπαινες τώρα στο πρώτο αεροπλάνο;

Για την Ευρώπη, που είναι μάγισσα. Για την Ιταλία που είναι σαν ένα σκηνικό, σαν να πηγαίνω θέατρο.

-Τι ρόλο παίζει η κριτική των άλλων στη δουλειά σου;

Μόνο εξελικτικό. Αν πρόκειται να με αναχαιτίσει, την προσπερνώ και επιστρέφω σε αυτή, όταν δεν θα πονάω πια. Ακούω, έχω ανοιχτά αυτιά, ρωτήστε όλους μου τους συνεργάτες. Αν πρέπει κάποιον να τον διευκολύνω και να εξυπηρετήσω καταστάσεις, το κάνω. Δεν είμαι αμετακίνητη. Ακούω πολύ και πολλά. Όταν ακούς, σημαίνει ότι κάποιος μιλάει. Δεν πράττει. Την ώρα της πράξης όμως, σταματώ να ακούω και μόνο πράττω κυρίως με το στομάχι μου, με το όργανο που ευτυχείς, που πονάς, που αγχώνεσαι, ένα όργανο που έχει δικό του μυαλό. Την ώρα της πράξης δεν πρέπει να κρίνεις ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί στο τέλος δεν θα κάνεις ποτέ τίποτα!

-Για να εκπέμψει μηνύματα ένας θεατρικός συγγραφέας, πρέπει πρώτα να είναι δέκτης τους ή μήπως όχι;

Για να εκπέμψει μήνυμα ένας φάρος, πρέπει πρώτα να πέσει σκοτάδι. Ένας θεατρικός συγγραφέας πρέπει να σημαδέψει, να βιώσει την απόλυτη λήθη, το απόλυτο σκοτάδι για να μπορέσει μέσα εκεί να σπινθηροβολήσει. Δεν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο, αλλά τον εαυτό του. Μπορεί να σώσει κάποιον άλλον και μπορεί ο εαυτός του σωσμένος να μην είναι. Σίγουρα πάντως, έχει προϋπάρξει δέκτης μιας ανελέητης καθημερινότητας, μιας βάναυσης πορείας της ζωής του. Είναι ένας υπερευαίσθητος άνθρωπος που, για να μη τον ρουφήξει το σκοτάδι, ανάβει αυτό το πράσινο και το κόκκινο. Ας πούμε ότι δεν εκπέμπει μηνύματα, αλλά σήματα.

-Έχεις επίσης δηλώσει κάτι πολύ ωραίο, κατά τη γνώμη μου, που είναι τροφή για σκέψη. «Άλλοι τραβάνε λαχνό κι άλλοι τραβάνε κουπί. Είμαι από τους δεύτερους».

Τελικά το κουπί μου είναι ο λαχνός μου! Οι δυσκολίες που έχω αντιμετωπίσει, αντιμετωπίζω και θα αντιμετωπίζω είναι η τύχη μου σε αυτόν τον χώρο.

-Αληθεύει ότι το τραγούδι «Ευτυχία» για την ομότιτλη ταινία σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή και μουσική Μίνου Μάτσα γράφτηκε στην οδό Ευτυχίδου στο Παγκράτι, μέσα σε 7 λεπτά, περιμένοντας το τρόλεϊ;

Την ώρα που περίμενα, έκανα τον χρόνο μου στίχο. Δεν είχα καταλάβει καν πού ήμουν, σε ποια οδό, γιατί ήμουν μέσα στη δίνη της δημιουργίας. Θυμάμαι πάντα την ώρα της μέρας που μου γεννιέται κάτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το θυμάμαι. Το πόσο φως έχει, πόση ομίχλη, πόση δροσιά. Θα σας πω κάτι που μπορεί να μην το πιστέψετε. Ανάλογα με το πού βρίσκεσαι και πότε βρίσκεσαι κάπου, γεννάς και τον στίχο, το έργο ή τη σκηνή ή την υποκριτική σου πάνω σε ένα ρόλο. Όταν γράφω στο Άργος, στο παιδικό μου δωμάτιο, είμαι σίγουρη πώς αν το έγραφα στο Παγκράτι, στο δωμάτιο της ενήλικης ζωής μου, θα ήταν διαφορετικό και το αντίστροφο. Αν ήμουν σε μια στάση στο Χαλάνδρι, θα έγραφα διαφορετικό στίχο απ’ ό,τι στην Ευτυχίδου στο Παγκράτι. Γιατί, όπως είπα πριν, είμαι ανοιχτή σε οτιδήποτε εξωτερικό συμβαίνει. Η δημιουργία είναι και λίγο συνάντηση, συνιστώσα και συνισταμένη μαζί, είναι η δύναμη των δυνάμεων. Είναι, από τη μία, αυτό που φέρεις μέσα σου, που είναι αμετάβλητο, όπου και όπως και να βρίσκεσαι, και από την άλλη είναι και πώς επηρεάζεται αυτό το υλικό από τα γύρω πράγματα. Οι στίχοι της «Ευτυχίας» γράφτηκαν όσο περίμενα το τρόλεϊ και ακούστηκαν για πρώτη φορά στα αυτιά μου μέσα στο τρόλεϊ. Το 11. Παγκράτι Κολιάτσου. Πέντε μήνες περίπου μετά, το άκουσα πάλι εκεί. Σπάνια οι οδηγοί βάζουν μουσική. Έπεσα στην περίπτωση! Στην ίδια στάση, πάλι!
-Καταπληκτικό! Σε τι δεν λες ποτέ «Όχι»;


Στη δουλειά! Λάθος ή σωστό, ψάχνω τη δουλειά σαν τη νύχτα που ψάχνει το ξημέρωμα. Γράφω, για όσα μου έλειψαν, για όσους μου έλειψαν, για όσα μου λείπουν.

-Είναι η ζωή μας μια παρτίδα με το άγνωστο;

Και του άγνωστου με εμάς, γιατί και το άγνωστο έχει να αντιμετωπίσει κάτι μοναδικό ̶ τη ζωή του καθενός. Το άγνωστο είναι τόσο επικίνδυνο για εμάς όσο και εμείς για αυτό!

-Υπέροχο! Τι σου δίνει φτερά;


Η ανιψιά μου, που το γέλιο της είναι σαν φτερά πάνω από γαλάζια θάλασσα.

-Μπορεί ο πόνος να γίνει ο σπόρος δημιουργίας για οτιδήποτε;

Μόνο ο πόνος μπορεί. Αλλά και ο δημιουργός πρέπει να έτοιμος και διαθέσιμος να τον μετουσιώσει σε δημιουργία. Ο πόνος είναι και θυμός και οργή και πίκρα. Η Ιλιάδα αρχίζει με ένα θυμό που τον έχει ως θέμα. Η οργή να γίνει έργο, ο θυμός να γίνει θέμα. Κάποιοι γράφουν τη στιγμή που πονούν. Κάποιοι λίγο αργότερα.

-Τι αγαπάς να μισείς;


Την Αθήνα!

-Πες μου κάτι που δεν ξέρω! Η Αθήνα είναι πόλωση, ζενίθ και ναδίρ! Τι ρόλο παίζει το «είναι» και το «φαίνεσθαι» στη ζωή σου;

Με το «φαίνεσθαι», έκλεισα πολύ νωρίς τους λογαριασμούς μου. Ήταν μια προσωπική απόφαση. Ίσως επειδή μεγάλωσα με τον φόβο του «φαίνεσθαι». Λέω ότι εγώ με το «φαίνεσθαι» τελείωσα, αλλά κάνω μια δουλειά που το «φαίνεσθαι» είναι η πρώτη πράξη ενός έργου. Πλέον είμαι σε σύμπνοια και με τα δύο και με το ύφος και με την ουσία του οτιδήποτε και του οποιουδήποτε. Το «είναι»…

-Το «είναι» δεν επιδέχεται ανάλυση. Είναι μια τελεία. Το «φαίνεσθαι» επιδέχεται ανατροπή. Από εκεί ξεκινάνε οι παρεξηγήσεις. Εκεί υπάρχουν αποσιωπητικά.

Συμφωνώ! Τελικά για τι ξοδεύεται η ζωή; Για το «είναι» ή για το «φαίνεσθαι»; Πάντως, για ό,τι κι αν ξοδεύεται, είναι ένας μεγάλος πόλεμος του ανθρώπου και αλληλοεπηρεάζονται. Το «φαίνεσθαι» έχει μια φθορά και το «είναι» περιέχει την ευτυχία που λέγαμε πριν.

-Πόσο σε εξιτάρει το κολύμπι σε αχαρτογράφητα νερά;

Έμαθα να κολυμπάω σε μια εποχή που δεν υπήρχαν σημαδούρες. Η σημαδούρα ήταν νοητή, ήταν μέχρι εκεί που δεν έβλεπες. Όταν μπήκαν αυτά τα πορτοκαλί κεφαλάκια μέσα στη θάλασσα, ανατράπηκε η ευχαρίστησή μου! Δύσκολα θα ξεπεράσω τη σημαδούρα, γιατί έχω μέσα μου και την κοινή λογική. Κολυμπώ για δυόμιση ώρες. Αν δεν πάω σε βάθος, πάω κατά μήκος. Ποτέ δεν με φόβισαν τα νερά. Όσο πιο μαύρα, τόσο πιο ασφαλή. Ό,τι έχω πάθει, το έπαθα στα ρηχά.

-Θα έκανες ποτέ τηλεόραση;

Αν κάποια στιγμή θεωρήσω ότι εγώ έχω να προσφέρω στην τηλεόραση και όχι αυτή σε μένα, τότε θα γίνει. Και να μου επιτραπεί να το κάνω όπως στο θέατρο που είμαι ελεύθερη. Δεν περιμένω από κανέναν τίποτα. Δεν περιμένω η τηλεόραση να μου δώσει. Εγώ οφείλω να δώσω και να προσφέρω. Μπορεί να βλέπουμε τους ίδιους ανθρώπους και στα δύο, αλλά το θέατρο είναι τέχνη και το άλλο ψυχαγωγία, ευχαρίστηση, καταφύγιο. Για ένα φως, για έναν φωτισμό στο θέατρο, μπορώ να φάω πέντε νύχτες να το ψάχνω. Θα έχω αυτή την πολυτέλεια στην τηλεόραση;

-Τι κάνεις όταν σβήνουν τα φώτα;


Ξαναζώ τη δράση, τη σκηνή, την εικόνα. Αλλιώς τα ζω με ανοιχτά τα φώτα κι αλλιώς με σβηστά! Οφείλουμε να ζούμε και με σβηστά τα φώτα. Γιατί σταματάμε να βλέπουμε και αρχίζουμε να αφουγκραζόμαστε! Οι λύσεις έρχονται με τα φώτα σβηστά.

-Πώς θα ήθελες να πέσει η αυλαία στην καριέρα σου;

Δεν θα πω να έχω προλάβει, γιατί μια ζωή δεν αρκεί για εκείνα που αγαπάς. Δεν θα πω να έχω «καταφέρει», γιατί ποτέ δεν τα καταφέρνεις. Δεν θα πω να έχω παίξει, γιατί όσο κι αν παίζει ένα παιδί, ποτέ δεν του φτάνει. Δεν θα πω να έχω αγαπηθεί, γιατί για αυτό κάνω θέατρο. Πάντα θα έχεις την αμφιβολία αν αγαπήθηκες. Θα πω ότι σε κάποια στιγμή της ζωής μου, θα ήθελα να έρθω στο Ναύπλιο, στην Αρβανιτιά, να κοιτάξω τη θάλασσα και να μη σκεφτώ, κανένα έργο, καμία σκηνή. Μόνο τότε ίσως αρχίσει να γράφεται το φινάλε, όταν πια δεν θα με απασχολεί.

Την ώρα που τελείωνε η απομαγνητοφώνηση, η έμπνευση μου χτύπησε την πόρτα. Ανοίγοντας, μου είπε να γράψω το ποίημα που ακολουθεί και της το αφιερώνω.

Η σοφία της Σοφίας

Δεν είναι η φωνή της

που περνάει κάτω από τις αμυγδαλιές

και γεμίζει με άνοιξη τον χώρο.

Δεν είναι τα χέρια της

που χειρονομούν λεπτεπίλεπτα

όπως μιας γκέισας σε τελετή τσαγιού.

Δεν είναι τα μάτια της

που ανοίγουν δρόμο στο αύριο να μπει

σαν προβολείς ομίχλης.

Είναι που οι ξάγρυπνες λέξεις της

ακούραστα διηθισμένες στο ποτάμι της ζωής

στήνουν χορό στης ύπαρξης την ασημαντότητα.


*Η Γκέλη Ντηλιά διδάσκει Αγγλικά, είναι βραβευμένη ποιήτρια/συγγραφέας και εθελόντρια Καταστημάτων Κράτησης. Το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «XL» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Κέντρο Βιολογικής Γεωργίας
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ