-Τι σε κάνει να
βρίζεις;
Η απάθεια του κόσµου σε κάποιες
δύσκολες συναισθηµατικές καταστάσεις που µπορεί να βιώνουν συνάνθρωποι, που
είτε είναι πολύ κοντά τους, είτε περαστικοί δίπλα τους σε ένα φανάρι. Δεν
µπορούµε να κάνουµε και πολλά σε µια στιγµή, αλλά ένα χαµόγελο συµπόνιας, µια
ζεστή µατιά µπορεί να πάρει τη θέση ενός κέρµατος που δεν διαθέτεις εκείνη τη
στιγµή. Η έκφραση των συναισθηµάτων δεν κοστίζει.
-Πόση σοβαροφάνεια
βάζεις στη γραφή σου;
Η λογοτεχνία δεν είναι
ιδιότητα. Είναι ένας κόσµος συναισθηµάτων. Ο κόσµος έχει κουραστεί να ζει µια
κατάσταση τύπου «η λογοτεχνία για τη λογοτεχνία». Όταν ξεκινάω να γράψω, είναι
σαν να ξεκινάω µια κουβέντα µε ένα φίλο µου, αλλιώς θα πιεζόµουν πάρα πολύ,
γιατί όλοι έχουµε κάποια «συγγραφικά τέρατα» του παρελθόντος που µας κυνηγάνε.
Έµαθα ότι αν θες να είσαι ελεύθερος, πρέπει να είσαι αληθινός κι αυτά που
γράφεις να βγαίνουν αυθόρµητα.
-Ποιο µότο σε χαρακτηρίζει;
Take a walk in the wild side.
-Με ποια ταυτότητα
συστήνεσαι;
Ʃε πρόσωπα που δένοµαι
συναισθηµατικά µαζί τους δεν χρειάζεται να συστηθώ. Επαγγελµατικά είχα τη τύχη
να καταπιαστώ µε πολλές δουλειές της καθηµερινότητας κι όλος αυτός ο πλούτος
των επαφών και των συναισθηµάτων που κέρδισα και κερδίζω κάθε µέρα µέσα από τις
ενασχολήσεις µου, µε την καθηµερινή επαφή µε τους γύρω µου, µε κάνει χαρούµενο.
Αισθάνοµαι πολύ τυχερός που δεν είµαι σε µια κλειστή ψεύτικη κάψουλα, που βλέπω
ότι πολλοί έχουν πλάσει µέσα από τη λογοτεχνία και περιµένουν να τους
ακολουθήσουν µάταια και οι άλλοι. Οπότε προτιµώ να µη συστήνοµαι, αλλά να
ξετυλίγοµαι θα έλεγα σιγά σιγά σαν ένα ρολό συναισθηµάτων και καταστάσεων.
-Ποιο ήταν το πρώτο
βιβλίο που διάβασες;
Η γραφή του Μπρετόν. Ήµουν στην
εφηβεία και µου άρεσε η υπερβολή του. Μετά µπήκε στη ζωή µου ο Ρεµπό.
-Ποιο ταξίδι δεν έκανες
ακόµη;
Τα επαναλαµβανόµενα ταξίδια
έχουν κάποιες φορές µια µορφή πίεσης, όταν ξεφεύγουν από το στάδιο του πόθου,
της προετοιµασίας και της αναζήτησης. Mετά από πολλές φορές, δεν έχει πλέον και
τόσο σηµασία ο τόπος που θα ήθελες να επισκεφτείς για να τον σβήσεις µετά από
τον χάρτη των επιδιώξεών σου, αφού έτσι κι αλλιώς έχεις αναπαράγει πολλές φορές
τα ίδια συναισθήµατα, όπως αυτή τη λαχτάρα που έχεις και σε κάνει να φαντάζεσαι
και να επιθυµείς ότι το επόµενο ταξίδι θα σε λυτρώσει και θα είναι το τελευταίο
και θα αράξεις πλέον. Πιστεύω ότι αυτό είναι µία ψευδαίσθηση και δεν έρχεται
ποτέ.
-Πώς κάνεις την
υπέρβαση στη γραφή σου;
Η υπέρβαση είναι µια λέξη που
δεν µπόρεσα να καταλάβω. Ʃτη θέση της έχω φροντίσει να υπάρχει η λέξη «γαλήνη».
Αν µετά από την κατάθεση στο χαρτί µιας µατιάς, ενός τετράστιχου ή ενός
διηγήµατος νιώσω ότι µετά από όλη αυτή την πάλη και τον ιδρώτα πραγµατικά
γαλήνεψα, αυτό είναι κάτι που θα το χαρακτήριζα «υπέρβαση».
-Τι γεύση σου αφήνουν τα
διηγήµατά σου όταν τα ολοκληρώνεις;
Ʃυνήθως δεν αισθάνοµαι τίποτα.
Αισθάνοµαι πιο άδειος, δεν έχω καµιά χαρά ούτε απόλαυση. Το δικό µου σκίρτηµα
ξεκινάει όταν φεύγω και το αφήνω να το διαβάσει για πρώτη φορά κάποιος που δεν
γνωρίζω ή κάποιος που ξέρω ότι µε αγαπάει και επιστρέφοντας στο ίδιο δωµάτιο
µετά από λίγα λεπτά, να βλέπω στο
πρόσωπό του ότι µέσα σε 3-5 λεπτά που κράτησε η ανάγνωσή του, να έχει αυτή τη
λαχτάρα στην έκφρασή του, που έχει και µετά από το τέλος µιας ταινίας µιας
βραδιάς στον κινηµατογράφο. Αυτή τη γεύση ψάχνω.
-Πίσω από αυτά που
γράφεις υπάρχουν άλλα τόσα που εννοούνται;
Ʃίγουρα. Εγώ απλώς κάνω ένα
χρονογράφηµα σκέψεων και µέσα από όλα αυτά, όσοι τα διαβάζουν, βλέπουν σε
κάποια κοµµάτια βιώµατα που έχουν περάσει. Ποτέ µια δική µου ιστορία δεν νοµίζω
ότι είναι ολοκληρωµένη. Αυτή ολοκληρώνεται µέσα από τη πραγµατικότητα και την
φαντασία των αναγνωστών.
-Η πένα σου είναι
βοµβαρδιστικό εικόνων ή συναισθηµάτων;
Ίσως λόγω της λατρείας µου προς
το σινεµά, πάντα µια εικόνα έχει ένα συναίσθηµα και πάντα ένα συναίσθηµα µπορώ
να το εκφράσω µε µια εικόνα. Ας το βουλώναµε και λίγο εµείς οι συγγραφείς και
αν µπορούµε ας βάλουµε στη θέση των λέξεων εικόνες. Τελείως αυθόρµητα, βάση της
ερώτησης, µου έρχεται ένα τετράστιχο που είχα γράψει σε ένα παλιότερο βιβλίο
µου µε ποιήµατα, «Αν ανεβαίνω λίγο ακόµα χαµηλά;/ Αντί για λόγια περιττά οι
άνθρωποι χορεύανε τις λέξεις;/Αντί για αµάξια να’χαµε πολύχρωµα αλογάκια
αστραφτερά;/ Αντί για αγάπη τύµπανα τις νύχτες να χαϊδεύεις;
-Πολύ ωραίοι οι στίχοι! Ποια
βιογραφία θα ήθελες να γράψεις;
Έχω γνωρίσει τόσο σηµαντικά
ταπεινούς ανθρώπους στη ζωή µου, που µπορεί η επαφή να κράτησε ελάχιστα λεπτά,
αλλά είχαν όλοι ένα χαµόγελο-αγκαλιά και µέσα από αυτή την στιγµιαία επαφή,
ήταν σαν να µου διηγούνταν όλη τους τη ζωή ή ακόµα και µέσα από µια εικόνα
απόγνωσης στα βλέµµατά τους, που κατέρρεαν εκείνη τη στιγµή µέσα σε λυγµούς και
έτυχε και βρέθηκα εγώ εκεί χωρίς να µπορώ να κάνω τίποτα ιδιαίτερο, νοµίζω ότι
αυτές οι βιογραφίες είναι πολύ πιο σηµαντικές και ουσιαστικές.
-Τι σε κάνει
ευτυχισµένο;
Η λαχτάρα του να ξυπνάω κάθε
πρωί και να µπορώ να θέλω, να γεύοµαι και να ποθώ πράγµατα. Να έχω όρεξη,
ανεξάρτητα αν θα µπορέσω να τα κάνω όλα αυτά κατά τη διάρκεια της ηµέρας. Να
έχω αυτή την ανείπωτη παρορµητικότητα, αυτή τη λαχτάρα, αυτή την ψευδαίσθηση,
όπως λέει κι ένας στίχος του συγκροτήµατος «Ξύλινα Ʃπαθιά», «Μου είχες πει πως
θα΄ρθει κάποια µέρα/ που ό,τι αντικρύζω θα το ερωτεύοµαι/ τώρα αρχίζω και
θυµάµαι», εννοώντας φυσικά ότι θα βρεθεί σε µια συναισθηµατική κατάσταση, που
πραγµατικά θα έχει αυτή τη λαχτάρα και θα µπορεί να ερωτεύεται από αντικείµενα
µέχρι καταστάσεις, ανθρώπους, τα πάντα!
-Ποιον διάσηµο θα
ήθελες να συναντήσεις;
Δυστυχώς αυτοί που
ονειρευόµασταν να συναντήσουµε και να βρεθούµε σε κάποιες µαγικές στιγµές,
κυρίως στην εφηβεία µας, έχουνε φύγει. Έχω επηρεαστεί βαθύτατα από τον Morrison
και την ποίηση του. Πιστεύω ότι µε όλους αυτούς που θέλαµε να βρεθούµε και να συναντηθούµε, βρεθήκαµε
τελικά µέσα από τα συναισθήµατα που µας βγάζανε οι µουσικές τους, τα γραπτά
τους, ακόµα και µια φωτογραφία τους σε ένα εξώφυλλο δίσκου.
-Οπότε, µε αυτό τον
τρόπο έχεις συνοµιλήσει.
Ναι. Μου έχουνε κάνει παρέα και
µε έχουν βοηθήσει αρκετές φορές. Ʃυνήθως στις δυσκολίες της ζωής µου, δεν ρώταγα
τους γονείς µου, αλλά αυτούς και σκεφτόµουν τι θα έκαναν στη θέση µου. Βέβαια,
δεν ξέρω κατά πόσο είναι λογικό να ρωτάς για ένα πραγµατικό πρόβληµα τον Tom
Waits, αν θα µπορούσε ποτέ να σου δώσει λύση. Μάλλον θα το έκανε πολύ πιο περίπλοκο, αλλά θα
µου άρεσε κάτι τέτοιο.
-Ποιος θα ήθελες να
σου τηλεφωνήσει αυτή τη στιγµή;
Ο αγαπηµένος µου ζαχαροπλάστης
κ. Κωνσταντινίδης και µε κάποιο µαγικό τρόπο να µου έφερνε ένα από τα συγκλονιστικά
εκµέκ του.
-Ʃυνέχισε τη φράση, «Μια
φορά και έναν καιρό…»
Ήταν ένας τύπος που καθάριζε µπιζέλια. Για κάθε φασόλι που άνοιγε, έκανε και µια ευχή. Όλοι τον κορόιδευαν για αυτό, αλλά δεν τον ένοιαζε.
-Οι ήρωες/ίδες σου
είναι έρµαια της µοίρας ή των επίλογών τους;
Είναι όλοι τους φίλοι µου και είναι έρµαια της
αγάπης, υπέροχοι ακροβάτες του εθελοντισµού, της λαχτάρας και αυτής της
ανυπέρβλητης ορµής για καλοκαίρια.
-Πού σκοντάφτει
σήµερα η συγγραφή;
Η συγγραφή δεν είναι τίποτα
άλλο από ένα αναψοκοκκίνισµα, ένα καθρέφτισµα της καθηµερινότητας και των σχέσεων.
Εκεί που σκοντάφτει η ίδια η ζωή, σκοντάφτουν και οι εκφράσεις της. Μια από
αυτές είναι η συγγραφή.
-Έχω διακρίνει µια
διάχυτη νοσταλγία στα γραπτά σου…
Η νοσταλγία αν γίνει συναίσθηµα σε φρενάρει.
Αν γίνει σίφουνας ή χορός σε λευτερώνει!
-Ʃε τι ελπίζεις;
Να µην υπάρχει φόβος και να
παραµείνει η καλοκαιρινή ώρα για όλο τον χρόνο ως µόνιµη επιλογή της χώρας µας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλιώς φοβάµαι ότι θα αρχίσουν να πωλούνται αντικαταθλιπτικά
και στα περίπτερα.
-Τι θα
καλλιεργούσες σε ένα φαντασιακό κήπο;
Σπόρους λαγνείας.
-Υπάρχει κοινός
παρονοµαστής στα διηγήµατα του βιβλίου σου;
Θα µπορούσαµε να πούµε ότι
είναι η οµορφιά της ζωής, παρόλο που είναι πολύ διαφορετικά σαν ιστορίες και αφηγήµατα,
κάποιες στιγµές νοµίζω ότι επικοινωνούν µεταξύ τους και δεν θα µπορούσαν να µην
επικοινωνούν, αφού είναι κοµµάτια µου ή κοµµάτια άλλων που πέρασαν από πάνω
µου.
-Τι θα σε ενέπνεε
σε ένα µελλοντικό βιβλίο;
Ʃυνήθως τα «µεγάλα» θέµατα της
ζωής µου κι αυτά που µε χαρακτήρισαν κατά καιρούς δεν προσπάθησα καν να τα
περιγράψω, ούτε και να τα σώσω µέσα µου µέσω της συγγραφής. Μια κραυγή στο
δρόµο η ένα χαµόγελο κάποιου, µέσα από ένα σταµατηµένο αστικό λεωφορείο,
αρκούν.
-Πες µου ένα
ελάττωµά σου.
Πολλές φορές έχει να κάνει µε
την υποµονή που δεν έχω, αλλά και το αντίθετο, καµιά φορά, µε τη τεράστια υποµονή
που δείχνω και την αναβλητικότητά µου.
-Υπάρχει κάποιο
απωθηµένο σου;
Δεν θα το έλεγα απωθηµένο.
Είναι οι ευχές που δώσαµε σε αυτούς που µας αγάπησαν.
-Ποιο είναι το
µυστικό της επιτυχίας ενός βιβλίου;
Είναι αυτό το συναίσθηµα που
έχεις όταν φεύγεις από µια βραδιά που πέρασες πολύ ωραία, σε ένα πετυχηµένο πάρτι
που το οργάνωσες εσύ, αλλά είχες πάντα άγχος τις προηγούµενες µέρες ποιοι θα
έρθουν, αν θα περάσουν καλά κι αν θα µπορέσεις να επικοινωνήσεις µαζί τους µέσα
από αυτή τη βραδιά που οργάνωσες. Είναι αυτή η ανακούφιση που νιώθεις
µεθυσµένος, όταν καθίσεις σε έναν καναπέ µε δεκάδες παρατηµένα ποτήρια, πιάτα
και πατατάκια και το µόνο που δεν σκέφτεσαι είναι πώς θα τα µαζέψεις. Νιώθεις
πάρα πολύ χαρούµενος και ευτυχισµένος. Μόλις έχει ξηµερώσει και το πρώτο φως
µπαίνει µέσα στο σπίτι και είναι σαν να ξεκινάνε όλα πάλι από την αρχή.
-Τι ρόλο παίζουν οι αλλαγές
στη ζωή σου;
Είναι απαραίτητες, αλλιώς θα
πεθαίναµε από ανία. Έχουµε τη δυνατότητα να το ψάξουµε και να ανακαλύψουµε όλο
αυτό τον υπέροχο κόσµο που µας περιµένει.
-Γιατί επέλεξες
ειδικά το συγκεκριµένο διήγηµα για τίτλο του βιβλίου;
Θα µπορούσε να είναι ένας από
τους υπόλοιπους τίτλους των διηγηµάτων. Όπως έχω ξαναπεί, συνδυάστηκε µε το τέλος
µιας µεγάλης περιήγησης µου στην Αµερική και είχα εντυπωσιαστεί από το
συγκεκριµένο µέρος και τη λαχτάρα χιλιάδων µεταναστών για ελευθερία, που από την
περίοδο της καραντίνας συνδέεται και µε το δικό µας συναίσθηµα για
απεγκλωβισµό.
-Με ποιον από τους
ήρωες των διηγηµάτων ταυτίζεσαι περισσότερο και µε ποιον λιγότερο;
Δεν έχω καµιά ιδιαίτερη
συµπάθεια. Οι καταστάσεις είναι βιωµατικές που αν τις αναπαράγεις, δεν σηµαίνει
ότι θα έχεις και το ίδιο συναίσθηµα µε την στιγµή που τις έζησες.
-Η γραφή σου είναι
non-fiction. Αντικατοπτρίζει την ωµή πραγµατικότητα. Υπάρχει περίπτωση να
γράψεις fiction ή sci-fiction;
Θαυµάζω ανθρώπους όπως τον
Tarantino που επαγγελµατικά επιβίωνε µε τελείως παράδοξους τρόπους και µια σειρά
συµπτώσεων µας έκανε να απολαύσουµε το ανυπέρβλητο ταλέντο του στον
κινηµατογράφο. Έχω µάθει να εκφράζοµαι όπως ζω στην καθηµερινότητά µου. Κάτι
άλλο θα ήταν πολύ κουραστικό για µένα. Δεν νοµίζω ότι θα το άντεχα.
-Οι επίλογοι των
διηγηµάτων αφήνουν συναισθήµατα λύπης, παρόλο που υπάρχει το αντίθετο στο περιεχόµενο
του κυρίως θέµατος. Δεν έχουν happy-end. Είναι πεσιµιστικό;
Καθόλου. Αντίθετα νοµίζω ότι
όλα εξυµνούν τη χαρά της ζωής, την χαρά της κάθε µέρας. Απλώς πάντα στο τέλος βγαίνει
κάτι σαν ποιητικός χαιρετισµός. Είναι όπως οι στιγµές που δεν µιλάµε και τα
αφήνουµε όλα σε εκφράσεις αγγιγµάτων, µατιών…
-Γεωγραφία και
ανθρωπογεωγραφία δίνουν έντονα το στίγµα τους. Κι όµως, τα συναισθήµατα, όπως
αυτό της έξαψης, είναι παντού τα ίδια. Διαφέρουν οι εµπειρίες που τα προκαλούν;
Οι άνθρωποι είναι παντοτινά και
παντού ίδιοι. Το µόνο που αλλάζει είναι οι γεύσεις, κάποια χρώµατα αλλού είναι πιο
έντονα, αλλού πιο σκοτεινά.
-Οι ήρωες είναι
κυρίως άντρες στο βιβλίο. Γιατί;
-Όλες αυτές οι ιστορίες είναι πληµµυρισµένες από την γυναικεία πληθωρικότητα και από κοριτσίστικα γέλια.
Ολοκληρώνοντας την
αποµαγνητοφώνηση, ένα ποίηµα που µόλις γεννήθηκε µέσα στο µυαλό µου γέµισε µε
φως το γραφείο και του το αφιερώνω.
Περαστικός
Το µόνο που µπορώ να σου χαρίσω
αυτή τη στιγµή
είναι το χαµόγελό µου.
Δεν έχω επάνω µου κάτι άλλο.
Φόρεσέ το σαν ψευδαίσθηση
κέρµατος
και ψαχούλεψε στις τσέπες σου.
Αν µέσα τους βρεις
µια σιδερωµένη αγκαλιά γεµάτη
χρώµατα
χώσου µέσα της χωρίς δεύτερη
σκέψη
και χαµογέλασε.
Μη µε ευχαριστήσεις.
Εγώ σε ευχαριστώ
για τη ξαφνική χαρά
να βγάλω έξω τον άνθρωπο
που κρύβεται µέσα µου.
Η Γκέλη Ντηλιά
είναι βραβευμένη ποιήτρια και συγγραφέας. Το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «XL»
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.