Από το 1865 το Μπούρτζι χρησιμοποιήθηκε ως διαμονή των δημίων, που υπηρέτησαν στο Ναύπλιο και εδώ αξίζει να λεχθούν μερικά γι΄ αυτούς και να σκιαγραφηθούν κάπως οι συνήθειές των.
Ο πρώτος Δήμιος ήλθε από τη Γαλλία, από το εργοστάσιο που κατασκεύασε τη λαιμητόμο, και είχε δύο βοηθούς, ένα Βούλγαρο και ένα Ιταλό. Ο δήμιος όμως αυτός λόγω της αντιπάθειας του κόσμου αναγκάσθηκε γρήγορα να παραιτηθεί και να γυρίσει στην πατρίδα του.
Ο νέος δήμιος που τον διαδέχθηκε ήταν από την Αμοργό και ονομαζόταν Γιάννης Αμοιραδάκης. Ήταν ψηλός , μελαχρινός, λιγάκι καμπούρης, ολιγόλογος και δυνατός. Στο κελί του είχε εικόνες και κυρίως την αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου. Βοηθούσε ανώνυμα τους φτωχούς από τα χρήματα που λάμβανε δια μέσου ενός ιερέως , από το φόβο μήπως του τα επιστρέψουν. Ήταν ντυμένος με μαύρο κουστούμι και φορούσε πένθος στο μανίκι του. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα περιστέρια. Μαζί με το βοηθό του οδηγούσε τον κατάδικο προς το ικρίωμα, του ζητούσε να τον συγχωρήσει και τον φιλούσε στο μέτωπο. Κατόπιν επιτάχυνε κατά το δυνατόν το τέλος του. Κάποτε κατά την εκτέλεση ενός Κερκυραίου Κοκκινάκη, το μαχαίρι της λαιμητόμου λόγω κακού τροχισμού κτύπησε τον κατάδικο χωρίς να του αποκόψει το κεφάλι και έτσι παιδεύτηκε αυτός φρικτά. Ο Αμοιραδάκης διαμαρτυρήθηκε κατά των τεχνικών του οπλοστασίου λέγοντας, ότι δεν είχε ορισθεί για να βασανίζει τους ανθρώπους και σταμάτησε τις λοιπές εκτελέσεις κατά την ημέρα εκείνη.
Για τον δήμιο αυτόν λέγεται, ότι κατά τις άγριες νύχτες πίστευε ότι έβλεπε φαντάσματα και τελικά αρρώστησε από μανία καταδιώξεως. Εξαφανίστηκε στην Αμοργό και σε κάποια εημιά της βρέθηκε το πτώμα του καταφαγωμένο από τα όρνια.
Άλλος φοβερός δήμιος ήταν ο Αργείτης Δημ. Μπεκιάρης. Αρχικά μανάβης και χασάπης, ψευδοαγαπητικός κ.λ.π. σκότωσε κάποτε τον άνδρα της ερωμένης του και φυλακίστηκε στο Παλαμίδι, όπου αφού πέρασε δεκατέσσερα και μισό χρόνια, ζήτησε να πάρει τη θέση του δήμιου. Ο κόσμος από την πρώτη του εμφάνιση τον αποδοκίμασε και εκείνος σε απάντηση έδειξε τις γροθιές του. Έπαιρνε μισθό 300 δραχμές το μήνα και 100 επί πλέον για κάθε εκτέλεση. Φορούσε μπλέ κουστούμι και σκούφο στο κεφάλι. Ένας από τα θύματά του ήταν και ο συμφυλακισμένος άλλοτε μαζί του λήσταρχος Θύμιος Τσεκούρας με τον οποίο και συνεπλάκη κατά τη στιγμή της εκτέλεσης.
Μετά από δώδεκα χρόνια ο Μπεκιάρης προσπάθησε να σταματήσει αυτό το επάγγελμα γι΄ αυτό και επέστρεψε στο Άργος, όπου έμενε η γυναίκα του και η κόρη του, και άνοιξε εκεί ταβέρνα,. Αλλά όταν παρατήρησε ότι ένα παιδί απέφυγε να αγοράσει κρασί από αυτόν, γιατί έτσι το είχε δασκαλέψει ο πατέρας του, οργίασε και όρμησε εναντίον του παιδιού. Οι Αργείτες όπως ήταν φυσικό αναστατώθηκαν, έσωσαν από τα χέρια του το παιδί και τον ανάγκασαν να ξαναφύγει από την πόλη τους. Τότε, επανήλθε αυτός στο έργο του στο Μπούρτζι έχοντας συντροφιά το καναρίνι του και το κοπάδι των κουνελιών του.
Τρίτος τέλος δήμιος του Μπουρτζιού διετέλεσε ο Μεσσήνιος Αθανάσιος Αλεβιζόπουλος, που κατ΄ αρχάς παρουσιάστηκε με φουστανέλα , αναγκάστηκε όμως μετά τις αποδοκιμασίες του κόσμου να τη βγάλη. Ήταν φιλόμουσος και οι περιπλέοντες το Μπούρτζι άκουγαν τα τραγούδια του. Κάποτε, όταν ο ετοιμοθάνατος Φτωχιάκος ζήτησε από τον κόσμο να τον συγχωρέσει, ο Αλεβιζόπουλος είπε. « Συγχωρέστε τον βρέ χριστιανοί, αλλιώς είστε χειρότεροι από μένα».