Από το πρώτο "post punk" πόνημά τους, μέχρι το Dionysus του 2018, οι DCD σκαλίζουν τα παγκόσμια ηχοτοπία για να καταφέρουν τελικά να παρουσιάσουν τα ατμοσφαιρικά ψηφιδωτά τους που λειτουργούν σαν ένα αμάγαλμα αισθήσεων και εικόνων.
Κεντρικό στοιχείο τους ήταν πάντα η ατμόσφαιρα και το παιχνίδι με τους παγκόσμιους μύθους, τις παραδόσεις, τα διαφορετικά όργανα. Ουδέποτε "ηρέμησαν" στις αναζητήσεις τους, ουδέποτε συμβιβάστηκαν με τον χρόνο, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 άλλωστε, κόντρα στο κύμα της εποχής, αποφάσισαν να βγάλουν από το προσκήνιο τις κιθάρες και να καταπιαστούν με οτιδήποτε ακουγόταν ωραίο στα αυτιά τους, καθιστώντας τον ήχο τους οικουμενικό, βγάζοντάς τον έξω από στεγανά, είδη και κατηγοριοποιήσεις.
Η ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Οι νέες εκδοχές των έργων της μπάντας δεν έχουν άλλωστε καμία σχέση με το πώς ξεκίνησε το συγκρότημα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στην Αυστραλία. Τότε που ο Brendan γνώρισε τη Lisa Gerrard, στη περιβόητη "little band scene", ενώ ήρθε σε επαφή και με το ελληνικό στοιχείο που τόσο αγάπησε. Νωρίτερα, ο Perry είχε μετακομίσει εκεί από τη Νέα Ζηλανδία, μαζί με τη τότε μπάντα του, "Marching Girls".
"Εκείνη η περίοδος ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για εμάς σε ο,τι αφορά τη μουσική. Η Μελβούρνη εκείνη την εποχή συγκέντρωσε πολλές διαφορετικές μπάντες που πειραματίζονταν πάνω στη πανκ και στα υποείδη της. Αυτό ξεκίνησε το 1977-78 και σταδιακά οδήγησε σε πιο πειραματικά μονοπάτια. Από εκεί ξεπήδησαν post punk συγκροτήματα αλλά και μπάντες που επένδυσαν στην ηλεκτρονική μουσική. Αυτή η σκηνή που ονομάστηκε “little band” λειτούργησε σαν μια ομάδα μουσικών που συναντιόμασταν, παίζαμε μαζί, ανταλλάσαμε ιδέες. Ήταν σαν ένα μουσικό κίνημα που συνδύαζε ποίηση, ηλεκτρονική μουσική, ροκ, μοιραζόμασταν όργανα. Η Lisa ήταν σε τρία διαφορετικά συγκροτήματα ταυτόχρονα, κάναμε κοινά live όπου εμφανίζονταν δέκα πάντες που η καθεμία έπαιζε από πέντε κομμάτια, ήταν μια μουσική κοινότητα όλο αυτό. Ήταν ένα χωνευτήρι πολιτιστικών στοιχείων. Η Μελβούρνη μάλιστα έχει ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων, Ιταλών, και όλα αυτά τα στοιχεία ήρθαν σε ένα πολιτισμικό αμάλγαμα".
Από τη πρώτη στιγμή δεν ήμουν ικανοποιημένος με τον πρώτο μας δίσκο. Λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1984, κυκλοφόρησε και το ιστορικό πρώτο άλμπουμ των Dead Can Dance. Η σύνθεση της μπάντας αποτελείτο από τον Perry, τη Gerrard, τον μπασίστα Paul Erikson και τον Peter Ulrich. Στο εξώφυλλο δέσποζε μια μάσκα από τη Παπούα - Νέα Γουινέα και το χαρακτηριστικό "ΔΞΛΔ CΛΝ ΔΛΝCΞ". Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το EP, Garden of the Arcane Delights, σαν "συμπλήρωμα" του άλμπουμ.
ΣΕ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ ΡΥΘΜΟ
Αν υπάρχει κάτι που διαπερνά ολόκληρη τη δισκογραφία των Dead Can Dance, πέραν από τους ηχητικούς πειραματισμούς σε παραγωγή και εκτέλεση, αυτό είναι οι μύθοι. Οι δοξασίες, οι παραδόσεις, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Στον ένατο δίσκο τους, φέρνουν τον Διόνυσο στο όνομά του, και τις ιδέες του Νίτσε στο "σώμα" του. Ο Perry άλλωστε εμπνεύστηκε το concept του δίσκου διαβάζοντας τη "Γέννηση της Τραγωδίας" του Νίτσε, εκεί που αποτυπώνονται οι δύο βασικές δομές που διατρέχουν την ελληνική πολιτιστική δημιουργική σκέψη: Η Απολλώνια, δηλαδή η οργανωμένη, αναλυτική σκέψη, που βασίζεται στη λογική και τη νόηση, και η Διονυσιακή που πηγάζει από τα όνειρα, τη φύση και τις παρορμήσεις.
"Η αγάπη για τον Διόνυσο έχει να κάνει με μια ενδότερη αυτοψυχαναλυτική διαδικασία. Αυτό ισχύει για όλους τους μύθους και τη πρόσληψή τους. Η Διονυσιακή προσέγγιση έχει να κάνει με τη φύση και το ένστικτο, και κυρίως με την έκσταση, με το να βγαίνεις από το σώμα σου. Αυτή η τελετουργική διαδικασία επανένωσης με τη φύση, συναντάται σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη αυτή την επιστροφή. Εν προκειμένω γοητεύτηκα από τη μάχη ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό και το τι αντιπροσωπεύει το καθένα τους, τον ορθό λόγο και το συστηματικό, απέναντι στο ενεργειακό χάος. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, μπορεί να προκαλέσει την πιο ύψιστη, την πιο άρτια καλλιτεχνική δημιουργία. Υποσυνείδητα αυτό λειτούργησε ανάμεσα σε εμένα και τη Lisa. Εκείνη είναι πιο "Διονυσιακή", αυτοσχεδιάζει πολύ, ενώ εγώ προσπαθώ να δώσω σε όλα σχήμα και μορφή".
Πίσω στο 1991 άλλωστε, ο Brendan Perry και η Lisa Gerrard δούλεψαν πάνω στο θέμα του Οιδίποδα για το "Οιδίπους Τύραννος" που ανέβηκε στην Ιρλανδία. Τότε, είχαν "ντύσει" μουσικά την παράσταση με ζωντανές εμφανίσεις τους πάνω στη σκηνή.
"Ήταν μια δουλειά μας που δυστυχώς δεν ηχογραφήθηκε ποτέ και δεν κυκλοφόρησε ποτέ ως τώρα", μας λέει ο Perry, απαντώντας για το αν θα ήθελε να γράψει μουσική για μια παράσταση σαν τις Βάκχες.
"Οι ελληνικές τραγωδίες με εμπνέουν διαρκώς. Νομίζω πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα θέλαμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα. Δυτυχώς, δεν διασώζονται οι μουσικές των αρχαίων τραγικών δραμάτων, οι οποίες ήταν παρακαταθήκη της διονυσιακής λατρείας, αλλά ακριβώς αυτό θα ήταν πολύ δελεαστικό για εμάς παρότι ναι, θα ήταν και μια πολύ απαιτητική προσπάθεια".
Όλη αυτή η πνευματική Οδύσσεια ήρθε να ανοικοδομηθεί αισθητικά στο Anastasis του 2012, τον δίσκο που ανέστησε τη μπάντα που είχε να ηχογραφήσει από το 1998. Είχαν προηγηθεί επτά κυκλοφορίες, ή αν θέλετε επτά concept άλμπουμ που κάθε ένα τους λειτουργούσε σαν το επόμενο βήμα για το άπειρο. Στο Dionysus αποτίουν κυριολεκτικά φόρο τιμής στον διονυσιακό μύθο, στο αρχαϊκό μυστήριο που δεν έχει σταματήσει να εμπνέει, και για ακόμη μια φορά συμπεριλαμβάνουν το ελληνικό στοιχείο στο έργο τους.
Η πανδημία ανέκοψε τη περιοδεία των Dead Can Dance η οποία θα περνούσε και από τη χώρα μας, αλλά πλέον η επιστροφή του ηχητικού τους "διαστημόπλοιου" θα γίνει τον Μαΐο, ως συνέχεια του υπέροχου live που μας χάρισαν στο Ηρώδειο, το 2019.
Συγκεκριμένα, το σχήμα θα εμφανιστεί στην Αθήνα και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος την Πέμπτη 19 Μαΐου, καθώς και στη Θεσσαλονίκη και το Thessaloniki Concert Hall το Σάββατο 21 Μαΐου 2022. Με αφορμή τις επερχόμενες συναυλίες τους, το Magazine είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Brendan Perry, για το χθες και το αύριο των μουσικών πειραματισμών των Dead Can Dance, αλλά και για τη σχέση των δύο δημιουργών, μεταξύ τους.
Η πανδημία ανέκοψε τη περιοδεία των Dead Can Dance η οποία θα περνούσε και από τη χώρα μας, αλλά πλέον η επιστροφή του ηχητικού τους "διαστημόπλοιου" θα γίνει τον Μαΐο, ως συνέχεια του υπέροχου live που μας χάρισαν στο Ηρώδειο, το 2019.
Συγκεκριμένα, το σχήμα θα εμφανιστεί στην Αθήνα και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος την Πέμπτη 19 Μαΐου, καθώς και στη Θεσσαλονίκη και το Thessaloniki Concert Hall το Σάββατο 21 Μαΐου 2022. Με αφορμή τις επερχόμενες συναυλίες τους, το Magazine είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Brendan Perry, για το χθες και το αύριο των μουσικών πειραματισμών των Dead Can Dance, αλλά και για τη σχέση των δύο δημιουργών, μεταξύ τους.
Το νήμα της συζήτησης ξεκινά από εκεί που αφήσαμε τους Dead Can Dance πριν από τρία χρόνια. Από τη συναυλία τους δηλαδή στο Ηρώδειο, έναν χώρο που υποβάλλει κοινό και καλλιτέχνες στη δική του, ιδιαίτερη διάσταση. "Ήταν μια πολύ διαφορετική βραδιά για εμάς. Το να παίζουμε σε έναν χώρο με τέτοια ιστορία, ήταν καθηλωτικό. Τη συγκεκριμένη νύχτα θα τη θυμόμαστε για πάντα. Προσωπικά μου αρέσει πολύ να παίζω σε ανοιχτούς χώρους φορτισμένους με ιστορική σημασία, αλλά στο Ηρώδειο η ακουστική και η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική, και πολύ γοητευτική για εμάς".
Στις συναυλίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη θα περιμένουμε μια αναδρομή στο έργο και στις ιδέες των Dead Can Dance. Όπως μας λέει ο Brendan Perry, "αυτή τη περίοδο δουλεύουμε πάνω σε νέες εκδοχές των κομματιών μας, για το πώς θα ακούγονται live. Επίσης επανεπεξεργαζόμαστε παλαιότερα θέματά μας και μουσικές που θα παρουσιαστούν σε μια νέα μορφή, θα παρουσιάσουμε νέες παραγωγές του έργου μας, ενώ θα μετέχουν μουσικοί και φωνές που έχουμε δουλέψει μαζί τους στο παρελθόν. Στις συναυλίες αυτές θα πειραματιστούμε και με νέες μουσικές τεχνικές και νέα όργανα. Γενικά θέλουμε να παρουσιάσουμε κάτι νέο, κάτι διαφορετικό που το περιμέναμε με ιδιαίτερη προσμονή μετά την πανδημία. Νομίζω πως αυτή η αναμονή άξιζε, για όλους μας".
Στις συναυλίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη θα περιμένουμε μια αναδρομή στο έργο και στις ιδέες των Dead Can Dance. Όπως μας λέει ο Brendan Perry, "αυτή τη περίοδο δουλεύουμε πάνω σε νέες εκδοχές των κομματιών μας, για το πώς θα ακούγονται live. Επίσης επανεπεξεργαζόμαστε παλαιότερα θέματά μας και μουσικές που θα παρουσιαστούν σε μια νέα μορφή, θα παρουσιάσουμε νέες παραγωγές του έργου μας, ενώ θα μετέχουν μουσικοί και φωνές που έχουμε δουλέψει μαζί τους στο παρελθόν. Στις συναυλίες αυτές θα πειραματιστούμε και με νέες μουσικές τεχνικές και νέα όργανα. Γενικά θέλουμε να παρουσιάσουμε κάτι νέο, κάτι διαφορετικό που το περιμέναμε με ιδιαίτερη προσμονή μετά την πανδημία. Νομίζω πως αυτή η αναμονή άξιζε, για όλους μας".
Η ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Οι νέες εκδοχές των έργων της μπάντας δεν έχουν άλλωστε καμία σχέση με το πώς ξεκίνησε το συγκρότημα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στην Αυστραλία. Τότε που ο Brendan γνώρισε τη Lisa Gerrard, στη περιβόητη "little band scene", ενώ ήρθε σε επαφή και με το ελληνικό στοιχείο που τόσο αγάπησε. Νωρίτερα, ο Perry είχε μετακομίσει εκεί από τη Νέα Ζηλανδία, μαζί με τη τότε μπάντα του, "Marching Girls".
"Εκείνη η περίοδος ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για εμάς σε ο,τι αφορά τη μουσική. Η Μελβούρνη εκείνη την εποχή συγκέντρωσε πολλές διαφορετικές μπάντες που πειραματίζονταν πάνω στη πανκ και στα υποείδη της. Αυτό ξεκίνησε το 1977-78 και σταδιακά οδήγησε σε πιο πειραματικά μονοπάτια. Από εκεί ξεπήδησαν post punk συγκροτήματα αλλά και μπάντες που επένδυσαν στην ηλεκτρονική μουσική. Αυτή η σκηνή που ονομάστηκε “little band” λειτούργησε σαν μια ομάδα μουσικών που συναντιόμασταν, παίζαμε μαζί, ανταλλάσαμε ιδέες. Ήταν σαν ένα μουσικό κίνημα που συνδύαζε ποίηση, ηλεκτρονική μουσική, ροκ, μοιραζόμασταν όργανα. Η Lisa ήταν σε τρία διαφορετικά συγκροτήματα ταυτόχρονα, κάναμε κοινά live όπου εμφανίζονταν δέκα πάντες που η καθεμία έπαιζε από πέντε κομμάτια, ήταν μια μουσική κοινότητα όλο αυτό. Ήταν ένα χωνευτήρι πολιτιστικών στοιχείων. Η Μελβούρνη μάλιστα έχει ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων, Ιταλών, και όλα αυτά τα στοιχεία ήρθαν σε ένα πολιτισμικό αμάλγαμα".
Από τη πρώτη στιγμή δεν ήμουν ικανοποιημένος με τον πρώτο μας δίσκο. Λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1984, κυκλοφόρησε και το ιστορικό πρώτο άλμπουμ των Dead Can Dance. Η σύνθεση της μπάντας αποτελείτο από τον Perry, τη Gerrard, τον μπασίστα Paul Erikson και τον Peter Ulrich. Στο εξώφυλλο δέσποζε μια μάσκα από τη Παπούα - Νέα Γουινέα και το χαρακτηριστικό "ΔΞΛΔ CΛΝ ΔΛΝCΞ". Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το EP, Garden of the Arcane Delights, σαν "συμπλήρωμα" του άλμπουμ.
"Από τη πρώτη στιγμή δεν ήμουν ικανοποιημένος με αυτό τον δίσκο. Ποτέ δεν ήμουν. Ηχογραφήσαμε σε λάθος στούντιο, το οποίο ναι μεν το χρησιμοποιούσε η 4AD, ωστόσο ήταν σχεδιασμένο για ηλεκτρονική μουσική, όχι για να ηχογραφούν μπάντες με φυσικά όργανα.
Τότε είχαμε δουλέψει με έναν ηχολήπτη, τον John Fryer, που ήταν απίστευτα δύσκολο να δουλέψεις μαζί του, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω κομψά, αλλά πραγματικά ήταν εντελώς μη συνεργάσιμος. Ήταν πραγματικά το πιο ακατάλληλο άτομο για να συνεργαστούμε σε εκείνη τη φάση, δεδομένου ότι μιλάμε και για τον πρώτο μας δίσκο. Χρειαζόμασταν κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία, εξοικειωμένο να δουλεύει πάνω σε διαφορετικά είδη μουσικής, ενώ εκείνος είχε περιορισμένο εύρος. Αν το σκεφτώ τώρα θα πω πως τα κομμάτια είναι πολύ δυνατά, η μουσική είναι επίσης πολύ καλή, αλλά δεν αντιλαμβανόμασταν τότε τη προοπτική της και η παραγωγή αδίκησε το σύνολο. Σε καμία περίπτωση δεν φτάσαμε στα επίπεδα της ζωντανής μας μουσικής"
Τότε είχαμε δουλέψει με έναν ηχολήπτη, τον John Fryer, που ήταν απίστευτα δύσκολο να δουλέψεις μαζί του, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω κομψά, αλλά πραγματικά ήταν εντελώς μη συνεργάσιμος. Ήταν πραγματικά το πιο ακατάλληλο άτομο για να συνεργαστούμε σε εκείνη τη φάση, δεδομένου ότι μιλάμε και για τον πρώτο μας δίσκο. Χρειαζόμασταν κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία, εξοικειωμένο να δουλεύει πάνω σε διαφορετικά είδη μουσικής, ενώ εκείνος είχε περιορισμένο εύρος. Αν το σκεφτώ τώρα θα πω πως τα κομμάτια είναι πολύ δυνατά, η μουσική είναι επίσης πολύ καλή, αλλά δεν αντιλαμβανόμασταν τότε τη προοπτική της και η παραγωγή αδίκησε το σύνολο. Σε καμία περίπτωση δεν φτάσαμε στα επίπεδα της ζωντανής μας μουσικής"
ΣΕ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ ΡΥΘΜΟ
Αν υπάρχει κάτι που διαπερνά ολόκληρη τη δισκογραφία των Dead Can Dance, πέραν από τους ηχητικούς πειραματισμούς σε παραγωγή και εκτέλεση, αυτό είναι οι μύθοι. Οι δοξασίες, οι παραδόσεις, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Στον ένατο δίσκο τους, φέρνουν τον Διόνυσο στο όνομά του, και τις ιδέες του Νίτσε στο "σώμα" του. Ο Perry άλλωστε εμπνεύστηκε το concept του δίσκου διαβάζοντας τη "Γέννηση της Τραγωδίας" του Νίτσε, εκεί που αποτυπώνονται οι δύο βασικές δομές που διατρέχουν την ελληνική πολιτιστική δημιουργική σκέψη: Η Απολλώνια, δηλαδή η οργανωμένη, αναλυτική σκέψη, που βασίζεται στη λογική και τη νόηση, και η Διονυσιακή που πηγάζει από τα όνειρα, τη φύση και τις παρορμήσεις.
"Η αγάπη για τον Διόνυσο έχει να κάνει με μια ενδότερη αυτοψυχαναλυτική διαδικασία. Αυτό ισχύει για όλους τους μύθους και τη πρόσληψή τους. Η Διονυσιακή προσέγγιση έχει να κάνει με τη φύση και το ένστικτο, και κυρίως με την έκσταση, με το να βγαίνεις από το σώμα σου. Αυτή η τελετουργική διαδικασία επανένωσης με τη φύση, συναντάται σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη αυτή την επιστροφή. Εν προκειμένω γοητεύτηκα από τη μάχη ανάμεσα στο Απολλώνιο και το Διονυσιακό και το τι αντιπροσωπεύει το καθένα τους, τον ορθό λόγο και το συστηματικό, απέναντι στο ενεργειακό χάος. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, μπορεί να προκαλέσει την πιο ύψιστη, την πιο άρτια καλλιτεχνική δημιουργία. Υποσυνείδητα αυτό λειτούργησε ανάμεσα σε εμένα και τη Lisa. Εκείνη είναι πιο "Διονυσιακή", αυτοσχεδιάζει πολύ, ενώ εγώ προσπαθώ να δώσω σε όλα σχήμα και μορφή".
Πίσω στο 1991 άλλωστε, ο Brendan Perry και η Lisa Gerrard δούλεψαν πάνω στο θέμα του Οιδίποδα για το "Οιδίπους Τύραννος" που ανέβηκε στην Ιρλανδία. Τότε, είχαν "ντύσει" μουσικά την παράσταση με ζωντανές εμφανίσεις τους πάνω στη σκηνή.
"Ήταν μια δουλειά μας που δυστυχώς δεν ηχογραφήθηκε ποτέ και δεν κυκλοφόρησε ποτέ ως τώρα", μας λέει ο Perry, απαντώντας για το αν θα ήθελε να γράψει μουσική για μια παράσταση σαν τις Βάκχες.
"Οι ελληνικές τραγωδίες με εμπνέουν διαρκώς. Νομίζω πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα θέλαμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα. Δυτυχώς, δεν διασώζονται οι μουσικές των αρχαίων τραγικών δραμάτων, οι οποίες ήταν παρακαταθήκη της διονυσιακής λατρείας, αλλά ακριβώς αυτό θα ήταν πολύ δελεαστικό για εμάς παρότι ναι, θα ήταν και μια πολύ απαιτητική προσπάθεια".
Η ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ DEAD CAN DANCE
Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με το πώς ηχογραφούν μουσική μαζί με τη Lisa, μιας και η σχέση τους έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις.
"Είμαστε πολύ αντίθετοι από πολλές απόψεις" μας λέει ο Brendan γελώντας. "Αλλά αυτό είναι που κάνει ενδιαφέρουσα τη σχέση μας όλα αυτά τα χρόνια. Αν ήμασταν ίδιοι δεν θα υπήρχε αυτή η δυναμική και η πολυπλοκότητα στη μουσική μας. Ξέρεις, στη σχέση μας βγαίνει και η κόντρα των δύο φύλων με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο. Εκείνη πειραματίζεται κάθε φορά με νέα όργανα, εγώ γράφω τους στίχους, αλλά μέσα από όλο αυτό νομίζω πως στο τέλος βρίσκουμε την αρμονία μέσα από τη μουσική. Η μουσική είναι το στοιχείο που κάνει τη σχέση μας να "δουλέψει", να προχωρήσει".
Μουσικές των Dead Can Dance έχουν ακουστεί σε ταινίες και σειρές, όπως το "How to Get Away with Murder", ενώ τη περασμένη χρονιά ο Brendan Perry και ο Graham Wood κυκλοφόρησαν τη ταινία μικρού μήκους, Mushin, η οποία είναι εμπνευσμένη από το ιαπωνικό Kyūdō.
"Κοίταξε, η βασική μου επιρροή είναι η κλασική μουσική. Ξέρεις, πριν δημιουργηθεί ο κινηματογράφος, οι όπερες επιτελούσαν το έργο του. Οι δουλειές του Βάγκνερ για παράδειγμα, ήταν ο κινηματογράφος της μουσικής. Υπό αυτή την έννοια είμαστε επηρεασμένοι από τη κλασική μουσική για να δημιουργήσουμε ηχητικές ιστορίες και εικόνες, μέσα από μια αναδυόμενη ατμόσφαιρα. Πάντοτε θέλαμε να προκαλέσουμε για τον ακροατή μας ένα εξωσωματικό ταξίδι, έξω από τα όριά του, έξω από τον χώρο που βρίσκεται", λέει ο B. Perry.
Αν οι Dead Can Dance ήταν όμως μια ταινία, ποια ταινία θα ήταν;
"Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Πραγματικά δεν νομίζω πως μπορώ να αναφέρω μόνο μια ταινία που θα περιέγραφε το τι είμαστε, αλλά νομίζω πως αν έπρεπε να επιλέξω έναν σκηνοθέτη, αυτός θα ήταν ο Φεντερίκο Φελίνι".
Υπό μια έννοια φαίνεται πως οι Dead Can Dance προσπαθούν διαχρονικά να διασυνδέσουν τη "παγκόσμια λαογραφία", να αναδείξουν τα κοινά στοιχεία των διαφορετικών πολιτισμών, να κάνουν το τοπικό να μοιάζει με οικουμενικό. Στο εξώφυλλο του τελευταίου τους άλμπουμ με τον τόσο ελληνικό τίτλο, βλέπουμε άλλωστε μια μεξικανική μάσκα.
Είναι αυτός ένας τρόπος να εκφράσετε ότι υπάρχει μια κοινή αναφορά στους πολιτισμούς και τις θρησκείες μας;
"Ξεκάθαρα ναι. Εννοώ πως αυτό στοχεύουμε από το ξεκίνημά μας, να βρούμε το παγκόσμιο μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Να βρούμε τα κοινά που έχει η ανθρωπότητα, να διαλύσουμε τα τείχη και τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό που έχουν οδηγήσει σε τόσες αιματοχυσίες. Το βασικό μας μοτίβο είναι πως οι άνθρωποι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, απ' όσα μπορούν να αντιληφθούν. Ακριβώς γι' αυτό τους χειραγωγούνε και τους μπολιάζουν με ψευδείς αφηγήσεις σχετικά με την καταγωγή τους και την ιστορία τους. Στο τέλος της ημέρας, η μουσική είναι το πιο οικουμενικό αφηγηματικό εργαλείο".
Στη συνέχεια ρωτάμε τον Brendan, πώς θα περιέγραφε τη μπάντα του σε ένα πρόσωπο που δεν έχει ιδέα για αυτούς. "Σαν τη μητέρα μου για παράδειγμα", του λέω.
"Θεέ μου πραγματικά ζόρικη ερώτηση... (γέλια). Αλήθεια σου λέω δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να περιγράψω σε κάποιον τι είναι αυτό που κάνω. Σε κάθε δίσκο θέλουμε να είμαστε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Κάθε φορά που λέμε θα γράψουμε, αφιερώνομαι σε μια μουσική παράδοση, ας πούμε στην ινδική μουσική παράδοση και χάνομαι εκεί. Μετά αυτό πάλι αλλάζει. Και κάθε κυκλοφορία μας είναι κάτι νέο για εμάς, μια διαρκής εξέλιξη σε κάτι άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τα όργανα. Έμαθα να παίζω σιτάρ, μπουζούκι και άλλα πολλά, μαθαίνω διαρκώς και μελετάω. Θα ήταν αδύνατο να περιγράψω το τι είμαστε, ακόμα και σε μένα τον ίδιο".
Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με το πώς ηχογραφούν μουσική μαζί με τη Lisa, μιας και η σχέση τους έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις.
"Είμαστε πολύ αντίθετοι από πολλές απόψεις" μας λέει ο Brendan γελώντας. "Αλλά αυτό είναι που κάνει ενδιαφέρουσα τη σχέση μας όλα αυτά τα χρόνια. Αν ήμασταν ίδιοι δεν θα υπήρχε αυτή η δυναμική και η πολυπλοκότητα στη μουσική μας. Ξέρεις, στη σχέση μας βγαίνει και η κόντρα των δύο φύλων με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο. Εκείνη πειραματίζεται κάθε φορά με νέα όργανα, εγώ γράφω τους στίχους, αλλά μέσα από όλο αυτό νομίζω πως στο τέλος βρίσκουμε την αρμονία μέσα από τη μουσική. Η μουσική είναι το στοιχείο που κάνει τη σχέση μας να "δουλέψει", να προχωρήσει".
Μουσικές των Dead Can Dance έχουν ακουστεί σε ταινίες και σειρές, όπως το "How to Get Away with Murder", ενώ τη περασμένη χρονιά ο Brendan Perry και ο Graham Wood κυκλοφόρησαν τη ταινία μικρού μήκους, Mushin, η οποία είναι εμπνευσμένη από το ιαπωνικό Kyūdō.
"Κοίταξε, η βασική μου επιρροή είναι η κλασική μουσική. Ξέρεις, πριν δημιουργηθεί ο κινηματογράφος, οι όπερες επιτελούσαν το έργο του. Οι δουλειές του Βάγκνερ για παράδειγμα, ήταν ο κινηματογράφος της μουσικής. Υπό αυτή την έννοια είμαστε επηρεασμένοι από τη κλασική μουσική για να δημιουργήσουμε ηχητικές ιστορίες και εικόνες, μέσα από μια αναδυόμενη ατμόσφαιρα. Πάντοτε θέλαμε να προκαλέσουμε για τον ακροατή μας ένα εξωσωματικό ταξίδι, έξω από τα όριά του, έξω από τον χώρο που βρίσκεται", λέει ο B. Perry.
Αν οι Dead Can Dance ήταν όμως μια ταινία, ποια ταινία θα ήταν;
"Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Πραγματικά δεν νομίζω πως μπορώ να αναφέρω μόνο μια ταινία που θα περιέγραφε το τι είμαστε, αλλά νομίζω πως αν έπρεπε να επιλέξω έναν σκηνοθέτη, αυτός θα ήταν ο Φεντερίκο Φελίνι".
Υπό μια έννοια φαίνεται πως οι Dead Can Dance προσπαθούν διαχρονικά να διασυνδέσουν τη "παγκόσμια λαογραφία", να αναδείξουν τα κοινά στοιχεία των διαφορετικών πολιτισμών, να κάνουν το τοπικό να μοιάζει με οικουμενικό. Στο εξώφυλλο του τελευταίου τους άλμπουμ με τον τόσο ελληνικό τίτλο, βλέπουμε άλλωστε μια μεξικανική μάσκα.
Είναι αυτός ένας τρόπος να εκφράσετε ότι υπάρχει μια κοινή αναφορά στους πολιτισμούς και τις θρησκείες μας;
"Ξεκάθαρα ναι. Εννοώ πως αυτό στοχεύουμε από το ξεκίνημά μας, να βρούμε το παγκόσμιο μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Να βρούμε τα κοινά που έχει η ανθρωπότητα, να διαλύσουμε τα τείχη και τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό που έχουν οδηγήσει σε τόσες αιματοχυσίες. Το βασικό μας μοτίβο είναι πως οι άνθρωποι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, απ' όσα μπορούν να αντιληφθούν. Ακριβώς γι' αυτό τους χειραγωγούνε και τους μπολιάζουν με ψευδείς αφηγήσεις σχετικά με την καταγωγή τους και την ιστορία τους. Στο τέλος της ημέρας, η μουσική είναι το πιο οικουμενικό αφηγηματικό εργαλείο".
Στη συνέχεια ρωτάμε τον Brendan, πώς θα περιέγραφε τη μπάντα του σε ένα πρόσωπο που δεν έχει ιδέα για αυτούς. "Σαν τη μητέρα μου για παράδειγμα", του λέω.
"Θεέ μου πραγματικά ζόρικη ερώτηση... (γέλια). Αλήθεια σου λέω δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να περιγράψω σε κάποιον τι είναι αυτό που κάνω. Σε κάθε δίσκο θέλουμε να είμαστε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Κάθε φορά που λέμε θα γράψουμε, αφιερώνομαι σε μια μουσική παράδοση, ας πούμε στην ινδική μουσική παράδοση και χάνομαι εκεί. Μετά αυτό πάλι αλλάζει. Και κάθε κυκλοφορία μας είναι κάτι νέο για εμάς, μια διαρκής εξέλιξη σε κάτι άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τα όργανα. Έμαθα να παίζω σιτάρ, μπουζούκι και άλλα πολλά, μαθαίνω διαρκώς και μελετάω. Θα ήταν αδύνατο να περιγράψω το τι είμαστε, ακόμα και σε μένα τον ίδιο".
DEAD CAN DANCE ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
Πώς έχει βιώσει όμως το συγκρότημα την Ελλάδα και τους Έλληνες φανς τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου;
"Δε μου αρέσει να γενικολογώ, αλλά στην Ελλάδα είναι πάντα διαφορετικά. Βασικά είναι διαφορετικά και εντός Ελλάδας από μέρος σε μέρος", λέει ο Brendan Perry γελώντας.
"Οι Έλληνες διαφέρουν στα νησιά σε σχέση με την ενδοχώρα, βλέπεις διαφορές σε βορρά και νότο αλλά υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα, ένας κοινός ερωτισμός και μια μελαγχολία στο υπόβαθρο, η οποία προέρχεται από την ιστορία του τόπου, από τα χρόνια υποδούλωσης των Ελλήνων αλλά και τις ιστορικές διαστάσεις που έχουν βιώσει ως τώρα. Θα έλεγα πως οι Έλληνες είναι υπέροχοι άνθρωποι με πλούσια παράδοση, μια παράδοση που με γοήτευε από μικρό παιδί. Διάβαζα Όμηρο και αρχαίους συγγραφείς και πάντα εντυπωσιαζόμουν".
Ενδεικτικό της αγάπης του Perry για την Ελλάδα είναι ο προσωπικός δίσκος που κυκλοφόρησε με τίτλο "Songs of Disenchantment: Music from the Greek Underground", στον οποίο καταπιάνεται με παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια αλλά και ρεμπέτικα.
"Το ρεμπέτικο το γνώρισα στη Μελβούρνη, σε εξόδους μου εκεί. Σε ελληνικές καφετέριες, μπαρ και εστιατόρια, σε μέρη που έπαιζαν τέτοια τραγούδια στο background. Ήταν μια υποσυνείδητη γνωριμία μου αυτή με το ιδίωμα. Στη συνέχεια όταν πήγα στο Λονδίνο βρήκα δίσκους βινυλίων της Ρόζα Εσκενάζυ και άλλων της εποχής και άρχισα να ασχολούμαι πιο σοβαρά. Άρχισα να ψάχνω φωνές σαν τη Ρίτα Αμπατζή, να μαθαίνω τις ιστορίες τους και θα έλεγα πως συνολικά, ήταν μια σταδιακή ανακάλυψη και εξέλιξη για εμένα".
Τέλος, ρωτάμε τον Brendan Perry, ποια είναι τα αγαπημένα του μέρη στη χώρα μας.
"Σίγουρα η Επίδαυρος. Έχω περάσει εβδομάδες ταξιδεύοντας σε όλη την Πελοπόννησο, απ' άκρη σ' άκρη. Μετά το show στο Ηρώδειο κάναμε ένα υπέροχο road trip και πραγματικά αγάπησα τη Μονεμβασιά και πολλά χωριά που δεν είναι τουριστικά.
Πώς έχει βιώσει όμως το συγκρότημα την Ελλάδα και τους Έλληνες φανς τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου;
"Δε μου αρέσει να γενικολογώ, αλλά στην Ελλάδα είναι πάντα διαφορετικά. Βασικά είναι διαφορετικά και εντός Ελλάδας από μέρος σε μέρος", λέει ο Brendan Perry γελώντας.
"Οι Έλληνες διαφέρουν στα νησιά σε σχέση με την ενδοχώρα, βλέπεις διαφορές σε βορρά και νότο αλλά υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα, ένας κοινός ερωτισμός και μια μελαγχολία στο υπόβαθρο, η οποία προέρχεται από την ιστορία του τόπου, από τα χρόνια υποδούλωσης των Ελλήνων αλλά και τις ιστορικές διαστάσεις που έχουν βιώσει ως τώρα. Θα έλεγα πως οι Έλληνες είναι υπέροχοι άνθρωποι με πλούσια παράδοση, μια παράδοση που με γοήτευε από μικρό παιδί. Διάβαζα Όμηρο και αρχαίους συγγραφείς και πάντα εντυπωσιαζόμουν".
Ενδεικτικό της αγάπης του Perry για την Ελλάδα είναι ο προσωπικός δίσκος που κυκλοφόρησε με τίτλο "Songs of Disenchantment: Music from the Greek Underground", στον οποίο καταπιάνεται με παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια αλλά και ρεμπέτικα.
"Το ρεμπέτικο το γνώρισα στη Μελβούρνη, σε εξόδους μου εκεί. Σε ελληνικές καφετέριες, μπαρ και εστιατόρια, σε μέρη που έπαιζαν τέτοια τραγούδια στο background. Ήταν μια υποσυνείδητη γνωριμία μου αυτή με το ιδίωμα. Στη συνέχεια όταν πήγα στο Λονδίνο βρήκα δίσκους βινυλίων της Ρόζα Εσκενάζυ και άλλων της εποχής και άρχισα να ασχολούμαι πιο σοβαρά. Άρχισα να ψάχνω φωνές σαν τη Ρίτα Αμπατζή, να μαθαίνω τις ιστορίες τους και θα έλεγα πως συνολικά, ήταν μια σταδιακή ανακάλυψη και εξέλιξη για εμένα".
Τέλος, ρωτάμε τον Brendan Perry, ποια είναι τα αγαπημένα του μέρη στη χώρα μας.
"Σίγουρα η Επίδαυρος. Έχω περάσει εβδομάδες ταξιδεύοντας σε όλη την Πελοπόννησο, απ' άκρη σ' άκρη. Μετά το show στο Ηρώδειο κάναμε ένα υπέροχο road trip και πραγματικά αγάπησα τη Μονεμβασιά και πολλά χωριά που δεν είναι τουριστικά.
Στη Πελοπόννησο μπορείς να βιώσεις την αυθεντικότητα των ανθρώπων, την απλότητα. Μαγεύτηκα επίσης από την Αρχαία Ολυμπία, το Ναύπλιο και φυσικά τους Δελφούς. Για να σου πω την αλήθεια αυτή τη στιγμή ψάχνω για ένα σπίτι για να νοικιάζω τρεις με τέσσερις μήνες τον χρόνο για να μένω στη Πελοπόννησο ή τριγύρω. Βασικά, το λιγότερο τρεις με τέσσερις μήνες το χρόνο".