Όλα τα παραπάνω αποτελούν ευθύνη διαφόρων υπηρεσιακών παραγόντων και θεσμικών φορέων καθώς επίσης απαιτούν και ευρύτερο και ουσιαστικό συντονισμό. Να κάνουμε όμως κάποιες βασικές επισημάνσεις πάνω στην αντιπυρική θωράκιση για την οποία την μέγιστη και καθοριστική ευθύνη, έχουν η περιφερειακή αρχή, το κεντρικό κράτος και τα υπουργεία, καθώς και η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας.
Για άλλη μια φορά τα δασαρχεία της περιοχής ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΥΝ ότι η χρηματοδότηση από το “πράσινο ταμείο”, μας βρίσκει ΠΟΛΥ ΚΑΤΩ από τις προβλεπόμενες ανάγκες. Αυτή η μόνιμη εικόνα υποχρηματοδότησης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιπυρικής υποχώρησης και προετοιμασίας. Σημειώνουν ότι οι παρεμβάσεις τύπου “φέρνουμε ένα ισοπεδώτη-γκρέιντερ σε διάφορες δασικές περιοχές και ξεμπερδέψαμε” σαν και αυτές που ετοιμάζει το ΤΑΙΠΕΔ και οι ανάδοχοι δεν επαρκούν, και είναι προφανές!
Εδώ επίσης να πούμε ότι η περιφερειακή αρχή πρέπει να μεριμνήσει σοβαρά και να εισακούσει τα αιτήματα των υπηρεσιών και φορέων ότι πρέπει να παρέμβει αποφασιστικά με τεχνικά έργα – τεχνική υποστήριξη σε βασικές περιοχές ώστε να μην αντιμετωπίσουμε τις καταστροφικές συνέπειες.
Εντύπωση προκαλεί ακόμα ότι τα τοπικά (δήμοι) συντονιστικά όργανα πολιτικής προστασίας είτε δεν έχουν προετοιμάσει κάποιο σχέδιο ετοιμότητας, είτε απλά δεν έχουν καν μεριμνήσει οι δήμοι ώστε να συνεδριάσουν. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό αγγίζει και τα όρια αδιαφορίας που εγκυμονεί τεράστια επικινδυνότητα.
Να προσθέσουμε εδώ, ότι το συντονιστικό όργανο πολιτικής προστασίας δεν πρέπει να υπονομεύει τον ρόλο του σε επικοινωνιακό ή ενημερωτικό, αλλά να είναι όργανο δραστήριο και λειτουργικό. Αυτό απαιτεί πολιτική πρωτοβουλία πράγμα το οποίο σε πολλές των περιπτώσεων κρίθηκε ανεπαρκές.
Για άλλη μια χρονιά, και μετά τις περυσινές τραγωδίες σε διάφορες περιοχές της χώρας, ξεκινάμε μια αντιπυρική περίοδο στην οποία εξακολουθούν να υπάρχουν τα κενά με τις τουλάχιστον 4.000 κενές οργανικές θέσεις μονίμων στην Πυροσβεστική, τα «γερασμένα» πυροσβεστικά οχήματα και τον μέσο όρο ηλικίας των πυροσβεστών να ξεπερνά τα 45 έτη.
Η λύση δεν πρέπει λοιπόν να περιορίζεται μόνο στις διαβαθμίσεις στα επίπεδα συναγερμών, στις απαγορεύσεις διελεύσεων και στην προσωρινότητα. Υπάρχουν πάγιες ανάγκες όπως αυτές της ενίσχυσης του Πυροσβεστικού σώματος στης περιοχή, στην ανάγκη επαρκών υποδομών και μηχανημάτων να στηρίξουν με την αντιπυρική τους δυνατότητα την περιοχή και τους φορείς που έχουν στην ευθύνη τους κάποιες ζώνες (πχ εφορία αρχαιοτήτων) καθώς και στην ανάγκη για παρέμβαση στο οδικό δασικό δίκτυο όπου η εγκατάλειψη είναι πέρα για πέρα προφανής με ότι αυτό συνεπάγεται στην διέλευση κατά την εκδήλωση πυρκαγιών.
Η ενίσχυση της αντιπυρικής ανάγκης, στην σφαίρα της δημόσιας και κοινωνικής προσέγγισης είναι πέρα για πέρα απαραίτητη. Προϋπολογισμοί λιτότητας και ανεπαρκείς κρατικοί χειρισμοί φέρουν μια αποκαρδιωτική πραγματικότητα. Πλάι στα ουσιαστικά σχέδια εκκένωσης, στις ουσιαστικές ασκήσεις μεταξύ φορέων και πολιτών όπου δοκιμάζεται πρακτικά ο συντονισμός, πλάι στις επιμορφώσεις διάφορων επαγγελματικών ομάδων για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς, είναι απαραίτητο να λάβει άλλη ρότα η πολιτική και κοινωνική οργάνωση της αντιπυρικής προστασίας.
Χωρίς γενναίες χρηματοδοτήσεις, χωρίς εθνικό στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης βασισμένο στις τοπικές και υπερτοπικές ανάγκες, χωρίς μηχανήματα και υποδομές, χωρίς χαρτογράφηση των ζωνών επικινδυνότητας με όρους τεχνικής παρέμβασης και όχι αποκλεισμού του κόσμου και της διέλευσης χωρίς αιτία, η αντιπυρική προστασία θα είναι κενό γράμμα και πάντα οι κάτοικοι θα πολιορκούνται από τον ίδιο φόβο.