Απόψε θα πούμε την ιστορία του Σελίμ Εφέντη.Ήταν ένας Τούρκος του Ναυπλίου. Γνωρίζουμε την ύπαρξή του, από δυο και μόνο επεισόδια. Τον Μάρτη του 1821, περιπλέκεται εντελώς τυχαία σε ένα από τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στην περιοχή των Καλαβρύτων. Και τον Δεκέμβρη του 1822, βρίσκουμε την υπογραφή του στην συμφωνία παράδοσης των Τούρκων του Ναυπλίου, με τον Κολοκοτρώνη.
Η σειρά υπογραφής δείχνει και την ιεραρχία μεταξύ των Οθωμανών του Ναυπλίου. Προηγούνται οι καδήδες οι δικαστές) και οι μουφτήδες (=ιερωμένοι), ακολουθούν οι τζιδάρηδες(= οι διοικητές) των διάφορων φρουρίων, στο τέλος έχουμε τα ονόματα μερικών επιφανών πολιτών, πρώτος σε αυτή την ομάδα υπογράφει ο Σελίμ Εφέντης.
Οι δύο πασάδες που υπήρχαν στην πόλη, προτίμησαν να μην υπογράψουν την συνθήκη και να παραμείνουν αιχμάλωτοι, γιατί τους περίμενε η θανατική καταδίκη από τον Σουλτάνο.Ας ξεκινήσουμε από την πόλη που ζούσε ο Σελίμ Εφέντης.Το Ναύπλιο οι Τούρκοι το έλεγαν Αναμπολού. Το είχαν ανακτήσει από τους Βενετούς το 1715. Είχαν διώξει όλους τους Έλληνες κατοίκους μαζί με τους Βενετούς, τους Εβραίους και τους μαύρους δούλους.
Από αυτούς άλλους τους έσφαξαν, άλλους τους πούλησαν σκλάβους και τους πιο τυχερούς απλώς τους εκτόπισαν στα νησιά την Σμύρνη και τις Κυδωνιές. Την ίδια τύχη είχαν και οι κάτοικοι των γύρω χωριών, Αρβανίτες οι περισσότεροι, οι οποίοι κατέφυγαν στα πιο ορεινά χωριά (Χέλι, Λίμνες κλπ.), στην Ερμιονίδα και στα νησιά του Αργοσαρωνικού (κυρίως Σπέτσες και Ύδρα).
Ο ίδιος ο σουλτάνος Αχμέτ, που ήταν παρών στην άλωση της πόλης, μοίρασε στους αξιωματικούς του, πρώτα την γη της Αργολικής πεδιάδας σε τσιφλίκια (περίπου η γεωργική έκταση ενός σημερινού χωριού αντιστοιχούσε σε μια Οθωμανική ιδιοκτησία) και μετά τα σπίτια των Βενετών μέσα στην πόλη, πάλι στους ίδιους.
Έλληνες επιτράπηκαν να κατοικούν εδώ, μόνο 24 οικογένειες, για να απασχοληθούν με παρακατιανές δουλειές, ψαράδες, βαρελάδες, νεκροθάφτες και άλλα τέτοια.Το καθεστώς αυτό ίσχυε για την περιτειχισμένη πόλη, το Βαρούσι, που έλεγαν οι Τούρκοι και ήταν από την Πύλη της Ξηράς μέχρι τα Πέντε Αδέλφια και από τα ριζά του κάστρου της Ακροναυπλίας μέχρι την σημερινή οδό Αμαλίας. Η γειτονιά από την οδό Αμαλίας μέχρι τη θάλασσα, ήταν ένα νησί σχηματισμένο από προσχώσεις και επιχωματώσεις, το έλεγαν Γιαλό, και φιλοξενούσε τα εμπορικά μαγαζιά της πόλης.
Οι Τούρκοι δεν είχαν μεγάλη συμπάθεια στο εμπόριο. Στηρίζονταν στην εκμετάλλευση της γης, όπου χρησιμοποιούσαν Έλληνες, σκλάβους ή και μισακάρηδες. Τα προϊόντα αναλάμβαναν να τα πουλούν στο εξωτερικό Γάλλοι έμποροι – που κατοικούσαν εκτός Βαρουσιού μέχρι το 1800, οπότε τους έδιωξαν από εδώ οι Τούρκοι και το κενό ήρθαν και το κάλυψαν Εβραίοι έμποροι. Ενώ το εμπόριο και η ναυτιλία είχε αναπτυχθεί στις Σπέτσες, Ύδρα (σε φανταστικό βαθμό) και η βιοτεχνία και το εμπόριο στα γύρω ηπειρωτικά (Κυνουρία, Άργος, Ερμιονίδα) από Έλληνες επιχειρηματίες, οι Τούρκοι τους απαγόρευαν να δουλέψουν εδώ, ούτε στην πόλη, ούτε στο Γιαλό ούτε στα περίχωρα.
Με ειδική άδεια μπορούσε να προσορμιστεί Ελληνικό καράβι, να φορτώσει Τούρκικα γεωργικά προϊόντα, που τα εμπορεύονταν οι Εβραίοι, και να φύγει. Υπάρχουν καταγραμμένα από τους περιηγητές επεισόδια, όπου Οθωμανοί, για ασήμαντη αφορμή και ατιμώρητα δολοφονούσαν Έλληνες ναύτες.
Οι Οθωμανοί δεν έχτισαν καινούργια σπίτια στο Ναύπλιο. Σήκωσαν, όμως, ορόφους με σαχνισιά και μπαγλαντί πάνω στις γερές βάσεις των προϋπαρχόντων Βενετσάνικων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να «κλείνουν» τους δρόμους και δεδομένης της υγρασίας του τόπου, να δημιουργούν ένα ανθυγιεινό περιβάλλον καθώς ο ήλιος δεν έφτανε μέχρι το οδόστρωμα.
Λίγο πριν το 1810, αναφέρεται ότι έφεραν Έλληνες από την Χίο για να φτιάξουν έναν «μπαχτσέ» εκτός των τειχών… έμμεση απόδειξη ότι η ζωή μέσα στο Βαρούσι είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη.
Επίσης είχαν διατηρηθεί διάφορα κανάλια, απομεινάρια παλαιών τάφρων, τα οποία έκαναν ακόμα πιο ανθυγιεινό το περιβάλλον ζωής των κατοίκων. Τα λιμνάζοντα σε αυτά ύδατα δημιουργούσαν φιλόξενο περιβάλλον για κουνούπια… Το ίδιο και ο μεγάλος βάλτος που εκτεινόταν από τα τείχη σε μια έκταση 500Χ2.000 μέτρων…
Η ελονοσία ήταν συνηθισμένη αρρώστια.Η άλλη επαγγελματική διέξοδος των Οθωμανών του Ναυπλίου ήταν ο στρατός και η δημόσια διοίκηση. Στα τείχη της πόλεως υπήρχαν έξι αυτόνομες οχυρώσεις – Τάπιες τις έλεγαν και μετεπαναστατικά τις ονομάσαμε Προμαχώνες. Κάθε μια είχε έναν διοικητή – τζιδάρης στην δικιά τους ορολογία- με ισχύ και απολαβές σημερινού Ταγματάρχη.
Στο Παλαμήδι υπήρχαν άλλες επτά τέτοιες τάπιες, που διοικούνταν και αυτές με τον ίδιο τρόπο. Και τέλος στο Μπούρτζι υπήρχε φρουρά ίση με μιας Τάπιας. Η Ακροναυπλία, που αυτοί την ονόμαζαν Ιτς Καλέ, ανήκε στο σώμα των γενιτσάρων, και η μονάδα τούτη στελεχωνόταν κυρίως από Ανατολίτες Τούρκους. Παρέμεινε εδώ μέχρι το 1822.
Εκτός πόλεως υπήρχε φρουρά στους Μύλους, η οποία φρουρούσε τους κρατικούς υδρόμυλους από τους οποίους προμηθευόταν αλεύρι το Ναύπλιο. Και εκεί υπήχε τζιδάρης.Ανώτεροι αξιωματικοί ήταν δύο. Ένας φρούραρχος στο Παλαμήδι και ένας που εκτελούσε και αστυνομικά καθήκοντα στην πόλη. Τζιδάρηδες τους προσφωνούσαν και αυτούς, ας πούμε ότι είχαν αποδοχές σημερινού Συνταγματάρχη. Τέλος ο διοικητής της πόλης και της περιοχής, ο Μουχαβούζης κατά την ορολογία τους, είχε βαθμό Πασά με δύο ιππουρίδες.
Ας πούμε ότι αντιστοιχεί στα δικά μας σε Υποστράτηγο. Τα καθήκοντα του ήταν ταυτόχρονα Νομάρχη, Στρατιωτικού και Αστυνομικού Διευθυντή. Υπήρχε Καδής, για δικαστικές υποθέσεις και Μουφτής για τα θρησκευτικά καθήκοντα.Συνήθως, όλοι αυτοί προέρχονταν από τους ντόπιους Οθωμανούς του Ναυπλίου.
Κάποιοι έκαναν και πιο μεγάλη καριέρα, γίνονταν Πασάδες στην Τρίπολη. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως ο δικός μας ο Σελίμ εφέντης ανήκε σε αυτή την οκνηρή αριστοκρατία. Για να μην έχει άλλο συνοδευτικό τίτλο, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα, πως δεν είχε αναλάβει κάποιο στρατιωτικό αξίωμα.
Άρα δεν επιθυμούσε να κάνει στρατιωτική καριέρα. Ήθελε να αυξήσει την έκταση των χωραφιών του και την παραγωγική τους ικανότητα. Πιθανά, να αναζητούσε τρόπους παράκαμψης των μεσαζόντων στη διοχέτευση των προϊόντων του. Ήδη, είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται νέες καλλιέργειες… πιο δυναμικές θα λέγαμε σήμερα, όπως βαμβάκι και καπνός. Τα οπωροφόρα ήταν δέντρα μόνο για κήπους και οικογενειακή χρήση. Δεν υπήρχε η σημερινή ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας. Δημητριακά και όσπρια στην πεδιάδα ήταν η κυρίαρχη καλλιέργεια και ελιές και αμπέλια στα πέριξ ημιορεινά.
Οι πλούσιοι Οθωμανοί διατηρούσαν το έθιμο της πολυγαμίας. Δεν ξέρουμε πόσες συζύγους είχε ο δικός μας ο Σελίμ, αλλά ο τελευταίος Μουχαβούζης της πόλης είχε τέσσερις.Σε κάθε Οθωμανικό σπίτι υπήρχαν δούλοι για τις καθημερινές δουλειές μαγείρεμα, πλύσιμο κλπ. Ανάλογος με τον πλούτο του νοικοκυριού ήταν και ο αριθμός των δούλων.Από διάφορα επεισόδια στην διάρκεια της πολιορκίας του Ναυπλίου βγάζουμε το συμπέρασμα πως πολλοί από αυτούς μίλαγαν πολύ καλά Ελληνικά. Πού τα μάθαιναν;
Το πιθανότερο είναι από τους οικόσιτους δούλους, αλλά και από τις μανάδες τους, καθώς πολλοί Οθωμανοί άρπαζαν Ελληνίδες και τις παντρεύονταν. Τους ήταν απαραίτητα για να συνεννοηθούν με τους πραγματικούς καλλιεργητές των χωραφιών τους.
Όταν έγιναν οι πρώτες επιθέσεις Ελλήνων εναντίον «γυφτοχαρατσήδων», δηλαδή Τούρκων εφοριακών στην επαρχία Καλαβρύτων, βρέθηκε διερχόμενος από εκεί ο Σελίμ. Μάλλον γύρισε αμέσως στο Ναύπλιο και διέσπειρε την φήμη ότι «πλάκωσαν κλέφτες». Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωσή τους για την Επανάσταση. Ότι είχε φουντώσει η κλεφτουριά, την οποία είχαν καταστείλει (με την βοήθεια Ελλήνων προεστών και κληρικών) δεκαπέντε χρόνια πιο μπροστά.
Στη συνέχεια οι Τούρκοι του Ναυπλίου είδαν με μεγάλη έκπληξη να έρχεται κατατρεγμένη μια δική τους οικογένεια. Ήταν από τον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας, η φαμελιά του Καδή. Τον ίδιον τον είχαν κρατήσει αιχμάλωτο. Αυτό τους έδωσε να καταλάβουν ότι δεν είχαν να κάνουν με ξαναφούντωμα της κλεφτουριάς, αλλά με ένα πολύ μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα.
Φοβήθηκαν. Δεν ήξεραν τις πραγματικές δυνάμεις των αντιπάλων τους. Δεν γνώριζαν τους αρχηγούς τους. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τις κινήσεις τους. Αυτός ο φόβος, από έλλειψη σωστής και ολοκληρωμένης πληροφόρησης, στάθηκε ολέθριος.
Μια μέρα ένας Τούρκος μεθυσμένος αρχίζει να πυροβολεί μέσα στο παζάρι του Άργους. Με το άκουσμα μόνο των πυροβολισμών αυτών, χωρίς να ελέγξουν την προέλευσή τους οι Οθωμανοί του Άργους εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους και ήρθαν τρέχοντας στο Ναύπλιο. Είχαν φοβηθεί πως είχαν μπει οι κλέφτες στην πόλη τους. Δηλαδή, στο Άργος την Επανάσταση την κήρυξε κατά λάθος ένας Τούρκος.
Στο Ναύπλιο υπήρχε επαρκής Τουρκικός στρατός να καταπνίξει την Επανάσταση εν τη γενέσει της. Ο στρατός αυτός αποτελείτο από τρία είδη στρατιωτών. Πρώτο ήταν ο ορτάς των Γενιτσάρων, πρέπει να είχε δύναμη διακοσίων καλά εκπαιδευμένων ανδρών. Στρατωνιζόταν και φρουρούσε την Ακροναυπλία. Δεύτερο ήταν οι Τουρκαλβανοί μισθοφόροι, κοντά στους 600. Έπαιρναν μισθό (τον έλεγαν λουφέ, εξ ού και ο χαρακτηρισμός τους λουφετζήδες). Εκτός από το να φρουρούσαν τα κάστρα, αναλάμβαναν και καθήκοντα σωματοφυλάκων στους πλούσιους Οθωμανούς που επισκέπτονταν τα τσιφλίκια τους.
Τρίτο ήταν οι ντόπιοι Οθωμανοί που καλούνταν από τον Πασά να σχηματίσουν ένα στράτευμα, κάτι σαν πολιτοφυλακή. Αν ο συνολικός πληθυσμός ήταν γύρω στους 4.000, τούτοι θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 400 με 800, καβαλάρηδες, με δικά τους άλογα.
Όμως η έλλειψη πληροφοριών και ο φόβος για τον όγκο των αντιπάλων τους, τους καθήλωσε τις πρώτες κρίσιμες ημέρες της Επανάστασης στο Ναύπλιο και επέτρεψε στους ασύντακτους ακόμα Έλληνες να κινηθούν. Αλλιώς θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σε ανοικτό πεδίο τους Έλληνες που ήρθαν από Ερμιονίδα, Ύδρα και Σπέτσες, αποβιβάστηκαν στο Χαϊδάρι, προχώρησαν την επόμενη στου Σπαντζίκου και την τρίτη ημέρα είχαν φτιάξει στρατόπεδο στο Κατσίγκρι.
Θα μπορούσαν να είχαν επιτεθεί στο Άργος και να κατέσφαζαν τον πληθυσμό. Όχι, ο φόβος μπροστά στο άγνωστο τους κρατούσε, παθητικά αναμένοντες την ειμαρμένη, στα τείχη του Ναυπλίου.Ο Σελίμ εφέντης το πρώτο που κατάλαβε, ήταν ότι τώρα δεν θα μπορούσε να πηγαίνει στα χωράφια του. Τα ντουλάπια της κουζίνας του, άρχισαν να αδειάζουν. Δεν είχε πάρει προμήθειες…
Πιθανά, να άρχισαν και την γκρίνια οι χανούμισες, καθώς έβλεπαν πως δεν έμπαιναν στο νοικοκυριό τους φρέσκα προϊόντα. Δεν του πέρασε όμως από το μυαλό, ότι έπρεπε να συμβιβαστεί με τους Έλληνες. Αποφάσισε πως έπρεπε να κρατήσει πάση θυσία την κτηματική του περιουσία και τα πλούτη του. Με απλά λόγια να πολεμήσει.Ανήμερα του Πάσχα του 1821, αφού είδαν πως το Κατσίγκρι οι Έλληνες ήταν ένα ασύνταχτο ασκέρι (κάθε χωριό είχε και τη δική του σημαία), αφού κατάλαβαν πως οι Έλληνες έχοντας κλέψει δικά τους αρνιά και δικά τους κρασιά γλένταγαν ελεύθεροι το Πάσχα… αποφάσισαν να τους αιφνιδιάσουν.
Μαζί στον πόλεμο και ο δικός μας ο Σελίμ εφέντης, υπό τις διαταγές του Σελίμ Μεχμέτ, του Πασά του Αναπλιού, ενός πλούσιου ντόπιου Τούρκου. Η νίκη εύκολη. Οι Έλληνες σκόρπισαν. Απόμειναν να αμύνονται μόνο οι καλόγεροι της Μονής Αυγού, που έπεσαν στη μάχη όλοι μαζί με τον ηγούμενό τους.
Ο Σελίμ εφέντης θα χάρηκε. Δεν αντέδρασε όταν πήραν τα κομμένα κεφάλια των καλόγηρων και τα κρέμασαν στην Πύλη της Ξηράς, ούτε και όταν έναν άτυχο αιχμάλωτο τον ανασκολόπισαν.Ο Σελίμ εφέντης θα χάρηκε, που μπόρεσε να ξαναπάει στα χωράφια του και στα υποστατικά του, για να μαζέψει όσα τρόφιμα μπορούσε.
Το ηθικό του αναπτερώθηκε. Όμως το στάρι σε κόκκους δεν τον βοήθαγε, εκτός αν το είχαν αλέσει και είχαν αλεύρι. Έτσι έπρεπε να φέρει αλεύρι από τους Μύλους. Με όσες βάρκες υπήρχαν στο λιμάνι, ξεκίνησαν οι Τούρκοι. Όμως συνάντησαν καράβια. Με καινούργια σημαία. Ένας σταυρός πάνω στην ημισέληνο. Γύρισαν πίσω.
Σε λίγες ημέρες έμαθαν πως οι Έλληνες με αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβαν τους Μύλους. Άρα έπρεπε να αλέθουν το στάρι με τον κόπανο στα σπίτια τους. Έμαθαν ακόμα πως οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν από την ήττα τους, πως ήρθε μια γυναίκα από τις Σπέτσες και ένας παππάς –γυναικάς και μέθυσος- και τους συντονίσανε πάλι.
Ειρωνικά αντιμετώπισαν το γεγονός μια γυναίκα να γίνει καπετάνισσα κι ένας παπάς να πίνει και να γλεντάει. Τι είδους αρχηγοί θα μπορούσαν να ήταν αυτοί;Η έκπληξη μεγάλωσε όταν είδαν πως οι Έλληνες οχυρώθηκαν ξανά στο Κατσίγκρι και εμπόδιζαν να επισκεφτούν τις περιουσίες τους.
Ούτε τότε πέρασε από το μυαλό του Σελίμ εφέντη η ιδέα να φύγει από το Ναύπλιο και από τα πλούτη του. Πίστευε πως την πόλη τους την είχε δώσει ο Αλάχ να την κατακτήσουν και να την έχουν δική τους για πάντα. Δεν θα άφηνε, ο Μεγαλοδύναμος, να εξελιχθούν άσχημα τα πράγματα. Θα κατέφθανε στρατιωτική βοήθεια. Ένα ασκέρι σταλμένο από το Σουλτάνο.
Το ασκέρι ήρθε. Ήταν Αλβανοί, με αρχηγό τον Μουσταφά, που έμεινε στην ιστορία ως Κεχαγιάμπεης. Νίκησε μεν τους Έλληνες έξω από το Άργος, έκαψε πολλά από τα σπίτια τους, αλλά δεν συνεργάστηκε καθόλου με τους Τούρκους του Ναυπλίου.
Δεν του άρεσε του Σελίμ εφέντη αυτό. Ήταν απτή απόδειξη της αδυναμίας του Οθωμανικού συστήματος να επιβιώσει. Μπορεί το καθεστώς του Σουλτάνου να είχε κρατήσει χρόνια, αλλά ήταν πολύ παλιό και σαπισμένο για να διατηρηθεί ακόμα.
Ο Κεχαγιάμπεης τους άφησε μια πενιχρή βοήθεια, ούτε καν καταδέχτηκε ο ίδιος να επισκεφτεί το Ναύπλιο, προχώρησε προς την Τρίπολη, όπου τον περίμενε ο όλεθρος, πρώτα στο Βαλτέτσι και μετά από λίγο στα Βέρβενα και τα Δολιανά. ‘
Ομως το ηθικό των Οθωμανών του Ναυπλίου ήταν ψηλό. Με την κάθοδο του Κεχαγιάμπεη είχαν μαζέψει Έλληνες αιχμαλώτους-δούλους από την γύρω περιοχή και μια ωραία ημέρα στα τέλη του Μάη του 1821, βγήκαν πανστρατιά με τους δούλους στην μέση, να κάνουν συλλογή καρπών, να θερίσουν στάρια, και να μαζέψουν ότι άλλο τρόφιμο μπορούσαν.
Έφτασαν περί τα τρία χιλιόμετρα από την Πύλη της Ξηράς, στην περιοχή Κατόγλι ή Κουμπουρέϊκα, ανέπτυξαν περιμετρικά τις δυνάμεις τους και έβαλαν τους σκλάβους στην δουλειά. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι την ώρα που κατάλαβαν πως ήταν περικυκλωμένοι και δέχονταν συνδυασμένα πυρά. Με πολλές απώλειες γύρισαν πίσω.
Οι σκλάβοι όλοι απελευθερώθηκαν. Μόλις πλησίασαν στο Ναύπλιο και βρέθηκαν μέσα στο βεληνεκές των κανονιών, οι Έλληνες σταμάτησαν την καταδίωξη και έβαλαν φωτιές στα χωράφια. Το θέαμα ήταν οικτρό.
Ο φόβος πλάκωσε και πάλι στην καρδιά του Σελίμ εφέντη. Κατηγορούσε όπως και όλοι οι άλλοι τον Κολοκοτρώνη, έναν γέρο κλέφτη που ήταν αρχηγός κατά τη γνώμη τους. Κοντά έπεσαν. Τη διεύθυνση των Ελλήνων στη νικηφόρα μάχη την είχε ο Νικηταράς, ανιψιός του Γέρου. Σιγά- σιγά θα μάθαιναν και για αυτόν.
Ο Σελίμ εφέντης ήταν απογοητευμένος. Άρχισε να τον ενδιαφέρει η προσωπική του σωτηρία. Να μπορεί να έχει τον επιούσιο της οικογένειάς του. Τα χωράφια του τα είχε χαμένα. Δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από το Ναύπλιο. Δυο φορές μόνο άραξαν στο λιμάνι καράβια με Αυστριακή σημαία και έφεραν τρόφιμα. Είχε λεφτά και αγόρασε. Ως πότε όμως θα είχε.
Πέρασε το καλοκαίρι του 1821 και οι ελλείψεις σε τρόφιμα είχαν γίνει φανερές. Μερικοί πρώην σκλάβοι των Αναπλιωτών Οθωμανών, πλησίαζαν τα κάστρα και προσφέρονταν να πουλήσουν νωπά προϊόντα – το γάλα ήταν το πιο σπάνιο-. Οι τιμές πανάκριβες. Ο Σελίμ είχε την δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της μαύρης αγορά. Όμως υπήρχαν άλλοι ομοεθνείς του που είχαν αρχίσει να πεινούν.Στο τέλος του Σεπτέμβρη ήρθε το ολέθριο νέο.
Η Τριπολιτσά έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Οι κάτοικοί της πέρασαν οι περισσότεροι από μαχαίρι. Ένιωσε ότι κινδυνεύει άμεσα η ζωή του. Άρχισε να σκέφτεται τρόπο να πάρει την οικογένεια και να φύγει. Η ζωή είναι πιο πολύτιμη από τα πλούτη. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής. Οι δυνάμεις των Ελλήνων πύκνωναν στα περίχωρα του Ναυπλίου.
Τα πλοία τους εμπόδιζαν τα εμπορικά, υπό ουδέτερη σημαία, καράβια να πλησιάσουν στο λιμάνι, η σφαγή των Οθωμανών της Τρίπολης είχε υφάνει έναν πέπλο φόβου πάνω από την πόλη, το μέλλον των Τούρκων του Ναυπλίου φαινόταν δυσοίωνο. Μια μικρή αναλαμπή είχαν στις 4 του Δεκέμβρη του 1821. Μια γενική επίθεση των Ελλήνων απέτυχε.
Ένα παλικάρι από τον Κοσμά της Κυνουρίας με τραυματισμένο το πόδι συλλαμβάνεται αιχμάλωτος μπροστά από την Πύλη της Ξηράς. Τον μεταφέρουν μέσα στο Βαρούσι. Τον αναλαμβάνει μια παρέα Εβραίων και τον διαμελίζει ζωντανό. Ο Σελίμ εφέντης διαφωνεί. Καταλαβαίνει πως πρέπει να έχουν διαύλους επικοινωνίας με τους Έλληνες για να μην έχουν την ίδια τύχη με τους Οθωμανούς στην Τρίπολη.
Όμως ανήκει στην μειοψηφία. Ο Μουχαβούζης στέλνει απίθανες αποστολές για να ζητήσει βοήθεια. Όλοι όμως οι απεσταλμένοι του συλλαμβάνονται από τους Έλληνες.Για πέντε μήνες τα πράγματα έμειναν στάσιμα. Οι Έλληνες είχαν πάρει και την Άρεια και είχαν κόψει την ύδρευση του Ναυπλίου. ‘Οσο ήταν χειμώνας γινόταν υδροληψία με βρόχινο νερό από παλιές δεξαμενές των Βενετών και κάποια πηγάδια στο κάτω μέρος της πόλης.
Με τον ερχομό του καλοκαιριού, τα πράγματα θα γίνονταν ανυπόφορα. Άρχισαν τις διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Ο Σελίμ εφέντης είδε την Πύλη της Ξηράς να ανοίγει και να εισέρχεται αντιπροσωπεία των Ελλήνων. Είδε πέντε Τουρκόπουλα να παραδίδονται σαν όμηροι για εγγύηση της συμφωνίας. Είδε να υψώνεται στο Μπούρτζι Ελληνική σημαία.
Το χειρότερο όμως ήταν όταν αντίκρυσε μπροστά στο σπίτι του μια επιτροπή με επικεφαλής δυο παπάδες που έκαναν καταγραφή της περιουσίας του για να του την πάρουν. Ίσως να μην τους γνώριζε μέχρι τότε.
Ο ένας ήταν ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και ο άλλος ήταν ο περιβόητος Παπαφλέσσας, για αυτόν είχε ακούσει, αλλά δεν το είχε δει από κοντά.Προσπάθησε να σκεφτεί αισιόδοξα. Ναι, μεν τα έχανε όλα, αλλά παρέμενε ζωντανός. Θα έφερναν καράβια και θα τους μετακόμιζαν στην Μικρά Ασία.
Οδυνηρή η έξοδος από την γενέθλια γη, αλλά φαινόταν πως θα γίνει γρήγορα και θα ξανάρχιζε την ζωή του, κάπου αλλού… Θα ήθελε να πάει στο Μισίρι, εκεί έλεγαν οι φήμες πως ο Πασάς, ο Μωχάμετ Άλη, έχει φέρει μεγάλη προκοπή… Ίσως όμως ο Σουλτάνος τους έδινε και σπίτια μέσα στην Πόλη, από αυτά που είχε ξεσπιτώσει Έλληνες…. Πάντως το Ανάπλι θα το εγκατέλειπε.Τα καράβια όμως άργησαν να έρθουν. Οι Έλληνες είχαν τσακωθεί μεταξύ τους.
Αντί για τους Έλληνες είδε πενήντα Τούρκους καβαλάρηδες να φτάνουν. Επικεφαλής τους ένας φίλος του, ο Αλής, είχε γίνει Πασάς και τον αποκαλούσαν Αλή Πασά Αργείτη. Πάμπλουτος και δυναμικός, αλλά περισσότερο από όλα παιδικός του φίλος. Είχε πάει να πολεμήσει στα Γιάννενα κατά του Αλή Πασά του Τεπελενλή, και τώρα ερχόταν προπομπός ενός μεγάλου στρατεύματος. Ο Σουλτάνος δεν είχε ξεχάσει τους ταλαίπωρους υπηκόους του στο Ανάπλι. Έστελνε 30.000 στρατό με επικεφαλής τον Δράμαλη.
Ο Αλής είχε μαζί του και το διοριστήριο. Γινόταν Μουχαβούζης του Ναυπλίου και αντικαθιστούσε τον γέρο Σελίμ Μεχμέτ. Οι συμφωνίες παράδοσης της πόλης ακυρώθηκαν. Ο Βρεσθένης Θεοδώρητος και μερικά ακόμα μέλη της επιτροπής του κρατήθηκαν όμηροι.Δεκαπέντε ημέρες έμεινε ζωντανό το όνειρο, πως ο πόλεμος τέλειωσε και αποκαταστάθηκε η παλαιά τάξη των πραγμάτων. Έβγαινε πια ανενόχλητος από την Πύλη της Ξηράς και τριγυρνούσε στα κτήματά του. Άρχισε να σχεδιάζει πώς θα τα καλλιεργούσε πάλι, πού θα εύρισκε νέους δούλους, πού θα πουλούσε τα προϊόντα του. Η κατάσταση που τα βρήκε δεν ήταν η καλλίτερη.
Προτού καταφθάσει η Οθωμανική στρατιά, είχαν προλάβει να βάλουν φωτιά στα υποστατικά και να ρίξουν ένα ψόφιο σκυλί μέσα στο πηγάδι. Όμως αισιοδοξούσε. Αν και έβλεπε πως οι Έλληνες είχαν τριγύρω στα βουνά διατηρήσει τα στρατόπεδά τους.
Αισιοδοξούσε ότι το πολυάριθμο ασκέρι του Δράμαλη, στο τέλος, θα νικούσε.Ο Δράμαλης όμως φαινόταν πως έκανε λάθη. Ο Σελίμ εφέντης συμβούλεψε τον φίλο του τον Αλή Αργείτη να μην δώσουν τους όμηρους στον Σερασκέρη, να τους κρατήσουν δικούς τους και να διαπραγματευθούν ανταλλαγή με τα Τουρκόπουλα που κρατούσαν οι Έλληνες. Όπως και έγινε.
Ο Δράμαλης αποδείχθηκε επιπόλαιος, πήγε να κάνει ελιγμό προς την Κόρινθο και έπαθε πανωλεθρία στα Δερβενάκια. Γύρισε πίσω στο Ανάπλι, εκείνο το βράδυ ανατινάχθηκε μια αποθήκη στο στρατόπεδό του στην Γλυκιά. Ο Σελίμ εφέντης άκουγε τους κρότους έβλεπε τη φωτιά και φοβόταν. Τελικά, ήταν ένα ατύχημα. Όμως το αίσθημα της επερχόμενης καταστροφής φώλιασε στην ψυχή του. Ο Δράμαλης έφυγε τελικά μετά από δυο μέρες. Πέρασε στην Κόρινθο με πολλές απώλειες. Η πολιορκία του Ναυπλίου αποκαταστάθηκε.
Το νερό από την Άρεια ξανακόπηκε. Από το Μπούρτζι οι Έλληνες άρχισαν να σημαδεύουν με τα κανόνια τα σπίτια της πόλης. Η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο αφόρητη. Τελευταία ελπίδα για τους Οθωμανούς ήταν να εμφανιστεί ο στόλος… Οι του Δράμαλη τους είχαν πει πως κυριαρχεί στο Αγαίο και μόνο η Ύδρα και οι Σπέτσες δεν έχουν προσκυνήσει ακόμα. Ο Σελίμ εφέντης ανέβηκε στο Ιτς Καλέ. Ήθελε να δει το φοβερό θέαμα.
Ο ανίκητος στόλος του Σουλτάνου με 120 καράβια… Μια πλωτή πολιτεία κατέφθανε για να τους σώσει. Θα έφερνε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Πιθανά να έπαιρνε γυναικόπαιδα, γέρους και αρρώστους.
Θα αποβίβαζε νέο στρατό για να μπορούν να ξεχυθούν στον κάμπο και να ξαναπάρουν τα χωράφια τους. Εκεί που η χαρά τον είχε γεμίσει και δόξαζε τον Αλλάχ για την εξέλιξη των πραγμάτων, τον περίμενε μια έκπληξη. Γυρίζουν τα πανιά τα πλοία και άλλαζουν ρότα. Δεν κατευθύνονταν προς το Ανάπλι. Παρά μόνο ένα εμπορικό πλοίο με Αυστριακή σημαία συνέχιζε. Έπλεε προς τον κάβο της Παναγίτσας. Αλλοίμονο.
Ένα με Ελληνική σημαία μικρό πλοίο – πυρπολικό έμαθε, αργότερα, πως ήταν- πλησίασε το Αυστριακό και με ρεσάλτο οι ναύτες του το κατέλαβαν.Τώρα πια η απογοήτευσή του ήταν πλήρης. Η έξοδος από το Ναύπλιο, ήταν πλέον βέβαιη. Θα ήταν όμως αργή και οδυνηρή. Τα τρόφιμα σώθηκαν. Ευτυχώς, όμως, έβρεξε. Έβρεξε πολύ και γέμισαν οι παλιές στέρνες. Άρχισαν να τρώνε σκυλιά και γατιά… Μάζευαν από τον βάλτο σκουλήκια… Κάποιοι έφτασαν και σε πιο άσχημο σημείο. Γεύτηκαν κρέας πεθαμένων συγγενών τους.
ΟΙ αρρώστιες άρχισαν να ταλαιπωρούν. Ένα λοιμώδες νόσημα με υψηλούς πυρετούς και αφόρητη ζαλάδα διαχεόταν ανάμεσα στους πολιορκούμενους Οθωμανούς του Ναυπλίου.Δυο προσπάθειες ανεφοδιασμού από την Κόρινθο πέτυχαν. Ο Αλή Πασάς ο Αργείτης όμως τις κράτησε για τον στρατό. Ο Σελίμ εφέντης άρχισε να ζητάει να γίνει συμφωνία παράδοσης. Να φύγουν από δω… όσο και οδυνηρό και άδοξο να ήταν αυτό το τέλος, να φύγουν να σώσουν τις ζωές τους.
Ο Αλής όμως ήλπιζε πως τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη, από την Κόρινθο, θα διέσπαζαν τον πολιορκητικό κλοιό και θα τους βοηθούσαν να φύγουν. Όσο όμως αργούσαν ο πληθυσμός αποδεκατιζόταν. Δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους από την πείνα και τις αρρώστιες.Η ελπίδα του Αλή συντρίφτηκε στις 28 του Νοέμβρη του 1822 στα Δερβενάκια. Την επόμενη μέρα κάλεσε όλους στρατιωτικούς και πολίτες σε σύσκεψη.
Ήρθαν και οι τζιδάρηδες των ταπιών του Παλαμηδιού στην πόλη. Ο Σελίμ επέμενε για συμφωνία. Είχαν πείσει και τον κρατούμενο επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο να συναινέσει με τους όρους τους. Ο Κολοκοτρώνης όμως ανένδοτος. Πλήρης παράδοση. Να φύγετε από το Ανάπλι μόνο με τα απαραίτητα ρούχα σας.
Ο Αλής δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοια ταπείνωση.Το βράδυ στις 29 προς 30 του Νοέμβρη οι τζιδάρηδες του Παλαμηδιού, αποκαμωμένοι από την πείνα, δεν ανέβηκαν στις θέσεις τους. Κοιμήθηκαν στο Ανάπλι. Ξύπνησαν λίγο πριν να ξημερώσει. Όλα τα κανόνια του φρουρίου τους βροντούσαν. Σημάδευαν όμως την πόλη.
Ήταν σαφές το μήνυμα. Με νυχτερινή έφοδο οι Έλληνες είχαν πάρει το κάστρο.Ανέβηκε Τούρκικη αντιπροσωπεία. Μαζί και ο Σελίμ. Δέχτηκαν όλους τους όρους του Κολοκοτρώνη. Θα έφευγαν παίρνοντας μαζί τους μόνο τα αναγκαία. Οι δυο Πασάδες ο Αλή Αργείτης και ο Σελίμ Μεχμέτ, θα παρέμεναν αιχμάλωτοι, γιατί δεν υπέγραψαν.
Μέχρι τις 13 του Δεκέμβρη ο Σελίμ εφέντης είχε γίνει πρόσφυγας, στοιβαγμένος με την οικογένεια σε ένα καράβι, βλέποντας την θάλασσα και τους ομοεθνείς του να πεθαίνουν από την λοιμική νόσο και να πετάνε τα κουφάρια τους στα μαύρα κύμματα για να μην κολλήσουν οι υπόλοιποι.Εκεί θυμόταν και τα λόγια που είχε ακούσει από έναν χριστιανό καλόγερο, λόγια παρμένα από κάποιο ιερό κιτάπι… «Ματαιότης, ματαιοτήτων και τα πάντα ματαιότης»