Ο Θοδωρής Γκόνης εξηγεί πως εμπνεύστηκε το τραγούδι «Στο εστιατόριο που τρων τα συνεργεία»
Ο Θοδωρής Γκόνης λέει: "Εργαζόμουν από πολύ μικρός σε εστιατόρια στο Ναύπλιο, τώρα βέβαια το Ναύπλιο είναι καθαρά τουριστική πόλη αλλά μιλάω για μία άλλη εποχή πολύ πριν φουντώσει ο τουρισμός στην πατρίδα μας.
Εκεί θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει μία πάρα πολύ ωραία κοπέλα, τα απογεύματα, νομίζω πήγαινε φροντιστήριο ή εργαζόταν σε κάποιο γραφείο -δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς… Απέναντι από το εστιατόριο ήταν βουλκανιζατέρ, συνεργεία αυτοκινήτων και φορτηγά και μηχανές μεταφορών, κι ήταν διάφορα λαϊκά παιδιά, ευγενικά παιδιά, και εργατικά, όπως και οι σερβιτόροι.
Περνώντας αυτή η κοπέλα προκαλούσε επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού και υπέροχα πειράγματα, καθόλου πρόστυχα και προκλητικά, αλλά ευφάνταστα, και αυτή η εικόνα μού γέννησε τους στίχους, πιο πολύ βλέποντας στα μάτια των άλλων την ομορφιά της, γιατί εγώ ήμουνα αρκετά μικρός τότε. Περνούσε κάθε απόγευμα, ντυμένη άψογα και περπατώντας πάρα πολύ χαριτωμένα με τα μποτάκια της πάνω στην άσφαλτο. Αυτή ήταν η αφορμή.
Από κει και πέρα, το πού σε πάει ο στίχος είναι σαν τη θάλασσα. Σε βγάζει όπου θέλει. Αλλάζουν πολύ εύκολα οι άνεμοι σ’ ένα τραγούδι. Εκεί που πηγαίνεις με τον νοτιά, ξαφνικά σε παίρνει ο βορράς και γίνεσαι σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο".
Εκεί θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει μία πάρα πολύ ωραία κοπέλα, τα απογεύματα, νομίζω πήγαινε φροντιστήριο ή εργαζόταν σε κάποιο γραφείο -δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς… Απέναντι από το εστιατόριο ήταν βουλκανιζατέρ, συνεργεία αυτοκινήτων και φορτηγά και μηχανές μεταφορών, κι ήταν διάφορα λαϊκά παιδιά, ευγενικά παιδιά, και εργατικά, όπως και οι σερβιτόροι.
Περνώντας αυτή η κοπέλα προκαλούσε επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού και υπέροχα πειράγματα, καθόλου πρόστυχα και προκλητικά, αλλά ευφάνταστα, και αυτή η εικόνα μού γέννησε τους στίχους, πιο πολύ βλέποντας στα μάτια των άλλων την ομορφιά της, γιατί εγώ ήμουνα αρκετά μικρός τότε. Περνούσε κάθε απόγευμα, ντυμένη άψογα και περπατώντας πάρα πολύ χαριτωμένα με τα μποτάκια της πάνω στην άσφαλτο. Αυτή ήταν η αφορμή.
Από κει και πέρα, το πού σε πάει ο στίχος είναι σαν τη θάλασσα. Σε βγάζει όπου θέλει. Αλλάζουν πολύ εύκολα οι άνεμοι σ’ ένα τραγούδι. Εκεί που πηγαίνεις με τον νοτιά, ξαφνικά σε παίρνει ο βορράς και γίνεσαι σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο".