Οι συνθήκες οικονομικής και κατά συνέπεια κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, που επικρατούν ευρύτερα τα τελευταία χρόνια, έχουν πλήξει ιδιαίτερα την Ελλάδα. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει στην απότομη συρρίκνωση του ούτως ή άλλως ελλειμματικού κοινωνικού κράτους, με παράλληλη μείωση των εισοδημάτων και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Βιώσαμε και προσπαθούμε ξεπεράσουμε σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετή οικονομική κρίση, μετά την πανδημική και τώρα βρισκόμαστε σε ένα απροσδιόριστο σημείο της τρίτης κατά σειρά κρίσης. Απροσδιόριστο με την έννοια πως μας είναι άγνωστο αν βρισκόμαστε στην αρχή, στην κορύφωση ή στο τέλος της, με την τελευταία εκδοχή να φαντάζει ως η πιο απίθανη, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι πολίτες βιώνουν πρωτόγνωρες καταστάσεις με την ακρίβεια να πλήττει σοβαρά τα εισοδήματα. Η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών, τα δυο lockdown των περασμένων δυο ετών , το έντονο κύμα ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά , ενέργεια και στα καύσιμα δοκιμάζει για ακόμα μια φορά τις αντοχές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Μέσα σε όλο αυτό οι τράπεζες ξεπουλάνε τα δάνεια, εξυπηρετούμενα και μη , των πολιτών σε αμφιβόλου προελεύσεως funds του εξωτερικού , ενώ κατά την διάρκεια των μνημονίων οι τράπεζες στηριχτήκαν με τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις.
Από το 2009 και έπειτα μέσω πολιτικών αυστηρής λιτότητας και υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους , οι επιστημονικές κοινότητες δεν έπραξαν της απαραίτητες παρεμβάσεις και δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων όπως έπρεπε για να μην διαλυθεί ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός της χώρας
Η οικονομία μας την μεταμνημονιακή περίοδο, χρειάζεται μια πολιτική μεταρρυθμίσεων για την απασχόληση, την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, . Για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει αυτή η στρατηγική χρειάζεται και το κατάλληλο πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου. Ο κοινωνικός διάλογος, δηλαδή κατ’ αρχήν ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός σε αυτήν την διαδικασία και πρέπει να διευρυνθεί με άλλα ζητήματα, πέρα και πάνω από τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Τέτοια ζητήματα είναι το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και η επιχειρησιακή απόδοση, η υπερφορολόγηση, η επιχειρηματική μεγέθυνση, η αποτελεσματική επίλυση των συλλογικών διαφορών.
Τα ζητήματα, όμως, είναι συνάρτηση και των προβλημάτων και εμποδίων που συναντά ο κοινωνικός διάλογος τόσο στο ευρωπαϊκό, όσο και στο εθνικό επίπεδο. Γενικότερα, οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΒΕΕ σε θεσμούς του Ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου εκτιμούν, ότι οι θέσεις των κοινωνικών εταίρων δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα παραπάνω ήρθε να προστεθεί και το γενικότερο αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί εις βάρος του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο εν μέσω οικονομικής κρίσης. Αυτό έγινε ακόμα πιο αισθητό στην Ελλάδα, όπου ο κοινωνικός διάλογος δέχθηκε ισχυρές πιέσεις εν μέσω πολιτικών λιτότητας, παρά την προσπάθεια των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο να «κρατήσουν ζωντανό» τον κοινωνικό διάλογο (διμερή και τριμερή). Μέσα σε όλο το διάστημα της κρίσης αυξηθήκαν οι κοινωνικές εντάσεις καθώς οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις σχεδιαστήκαν χωρίς να υπάρχει κοινωνικός διάλογος χωρίς την συμμετοχή της κοινωνίας και των παραγωγικών τάξεων .
Με την κρίση να διαρκεί περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν, σήμερα ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου και του τρόπου δράσης της κοινωνίας των πολιτών είναι πιο αναγκαίος από ποτέ για να καταστούν οι πολίτες πραγματικοί και βασικοί πρωταγωνιστές στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Η συνεργασία, η συνεννόηση, η κοινή πορεία, όλων μαζί και καθενός χωριστά για ένα κράτος δικαίου, για μια οικονομία ανταγωνιστική και βιώσιμη, για μια κοινωνία χωρίς ανεργία, αποκλεισμούς και διακρίσεις, για μια οικονομία που να συνθέτει αρμονικά την τεχνολογία με τον άνθρωπο, πρέπει να είναι οι αδιαμφισβήτητοι κοινοί μας στόχοι.
Σας εύχομαι καλή συνέχεια στο έργο σας ,
Ευχαριστώ
Παναγιώτης Μακρής