Οι προτάσεις που δημοσιοποίησε ο πρωθυπουργός αφορούν στην ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Ακόμη στην αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ ταυτόχρονα με την θωράκιση του πλαισίου των νόμιμων επισυνδέσεων για τα πολιτικά πρόσωπα. «Όσο πολύτιμη όμως και αν ήταν η συνεισφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας, άλλο τόσο γίνεται καθαρό ότι απαιτείται όχι μόνο η βελτίωση της επιχειρησιακής της επάρκειας, αλλά και η συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της», σημείωσε.
Επιπλέον σύμφωνα με τον πρωθυπουργό δρομολογούνται αλλαγές στον εσωτερικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της. Για την πεμπτη, παρέμβαση της κυβέρνησης που δρομολογείται μέσω ΠΝΠ, στελέχη με γνώση του περιεχομένου της, ανέφεραν ότι θα προσθέσει εκ νέου στο θεσμικό οπλοστάσιο το φίλτρο ασφαλείας με το οποίο τα αιτήματα της ΕΥΠ θα εγκρίνονται και από εισαγγελέα εφετών, πέραν του εισαγγελέα της ΕΥΠ. Πρόκειται για δικλείδα που όπως τόνιζαν τα ίδια στελέχη, είχε καταργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2018.
Ο πρωθυπουργός παρουσίασε τα δεδομένα που αφορούν στην υπόθεση της παρακολούθησης των τηλεφωνικών επικοινωνιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, τονίζοντας εμφατικά ότι στη δημοκρατία μας δεν επιτρέπεται να υπάρχουν σκιές: «αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης Όπως ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, σύμφωνα με την ενημέρωση που του παρασχέθηκε πριν από λίγες ημέρες, η νόμιμη επισύνδεση στο κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2021 διήρκησε τρεις μήνες και διακόπηκε λίγες ημέρες μετά την εκλογή του.
Χρησιμοποιώντας αυστηρό τόνο, σημείωσε ότι παρότι όλα έγιναν νόμιμα: «η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας». Πρόσθεσε δε ότι ο χειρισμός της υπόθεσης, αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, υπήρξε ελλιπής και όπως υπογράμμισε: Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη.
Παρά το κριτικό ύφος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ύψωσε ασπίδα έναντι της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφορίων, εστιάζοντας στην σημαντική προσφορά της που αποτυπώνεται εμφατικά στην ετοιμότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως αυτές στον Έβρο ή στο Αιγαίο, καθώς επίσης στη διαρκή διπλωματική και αμυντική θωράκιση της χώρας αλλά και στην καθημερινή μάχη της κοινωνίας με την τρομοκρατία και το έγκλημα. «Ένα ολίσθημα, συνεπώς, δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί πόσο πολύτιμες είναι οι αξιόπιστες πληροφορίες στον σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η υπηρεσία αυτή είναι επιφορτισμένη με την εθνική ασφάλεια και την προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές. Γι’ αυτό και στις περισσότερες ευρωπαϊκές Δημοκρατίες ανάλογες δομές υπάγονται στον αρχηγό της κυβέρνησης ή του κράτους, καθώς το εύρος του αντικειμένου τους ξεπερνά τα όρια του ενός Υπουργείου.
Ο κ. Μητσοτάκης διαμήνυσε ότι με αφορμή την υπόθεση Ανδρουλάκη: «μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση». Ούτε, πολύ περισσότερο, όπως συμπλήρωσε: «να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της εθνικής συμβολής της ΕΥΠ και υπονόμευσης πτυχών της εθνικής ασφάλειας». Ξεκαθάρισε ότι: «πρέπει η αλήθεια να αναδειχθεί στις διαστάσεις που πραγματικά έχει. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις διαχρονικές παθογένειες της υπηρεσίας πληροφοριών.
Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα που ενσωματώνει βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό και θα ενισχύει τους μηχανισμούς λογοδοσίας μιας τόσο κρίσιμης υπηρεσίας για την ασφάλεια της χώρας. «Πρόθυμα, λοιπόν, θα συζητήσω προτάσεις που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους». Σε προσωπικό τόνο διακήρυξε: «Εδώ και τρία χρόνια, άλλωστε, έχουμε αποδείξει ότι διδασκόμαστε από τις αστοχίες μας για να γινόμαστε καλύτεροι. Εγώ, προσωπικά, δεν κρύφτηκα ποτέ μπροστά σε δυσκολίες ή ευθύνες. Σε μία συχνά μοναχική αλλά σταθερή μάχη αυτοκριτικής και προσπάθειας διαρκούς βελτίωσης».
Πρόσθεσε δε: «Χάνοντας, ίσως, προς στιγμήν κάποιες μάχες με χρόνιες παθογένειες. Κερδίζοντας, όμως, τον πόλεμο των μεγάλων στοιχημάτων. Και κυρίως, χωρίς να χάνω ποτέ μα ποτέ τον στόχο μιας ισχυρής, Δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και εθνικά αυτοδύναμης Ελλάδας. Σε αυτόν τον δρόμο θα συνεχίσω να πορεύομαι, ωστε να χτίσουμε όλοι μαζί ακόμη πιο στέρεους και ανθεκτικούς στο χρόνο Δημοκρατικούς θεσμούς».
Δήλωση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη
Ολόκληρη η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη
«Στη Δημοκρατία μας δεν επιτρέπεται να υπάρχουν σκιές. Γι’ αυτό και θέλω να σας μιλήσω ανοιχτά για τις πρόσφατες εξελίξεις.
Πριν από λίγες μέρες, ενημερώθηκα ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, και ενόσω ήταν ακόμα Ευρωβουλευτής, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προβεί σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η διαδικασία είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από τον νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχτηκε ο κ. Ανδρουλάκης πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
Παρότι όλα έγιναν νόμιμα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας.
Γιατί αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, ο χειρισμός της υπήρξε ελλιπής. Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη.
Και επειδή η λέξη ευθύνη προέρχεται από το επίθετο ευθύς, επαναλαμβάνω ευθέως: αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!
Η υπόθεση ανέδειξε, ωστόσο, την έλλειψη πρόσθετων «φίλτρων» στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών. Γιατί η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέραν από την κρίση ακόμη και ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θέλω να είμαι επίσης σαφής: η προσφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είναι σημαντική. Αποτυπώνεται εμφατικά στην ετοιμότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως αυτές στον Έβρο ή στο Αιγαίο. Στη διαρκή διπλωματική και αμυντική μας θωράκιση. Αλλά και στην καθημερινή μάχη της κοινωνίας με την τρομοκρατία και το έγκλημα.
Ένα ολίσθημα, συνεπώς, δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί πόσο πολύτιμες είναι οι αξιόπιστες πληροφορίες στον σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε.
Η υπηρεσία αυτή είναι επιφορτισμένη με την εθνική ασφάλεια και την προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές. Γι’ αυτό και στις περισσότερες ευρωπαϊκές Δημοκρατίες ανάλογες δομές υπάγονται στον αρχηγό της κυβέρνησης ή του κράτους, καθώς το εύρος του αντικειμένου τους ξεπερνά τα όρια του ενός Υπουργείου.
Όσο πολύτιμη όμως και αν ήταν η συνεισφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας, άλλο τόσο γίνεται καθαρό ότι απαιτείται όχι μόνο η βελτίωση της επιχειρησιακής της επάρκειας, αλλά και η συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της.
Ο νέος Διοικητής είναι ένας από τους πιο έμπειρους Έλληνες διπλωμάτες και διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συμφώνησε αμέσως στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει.
Γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση. Ούτε, πολύ περισσότερο, να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της εθνικής συμβολής της ΕΥΠ και υπονόμευσης πτυχών της εθνικής ασφάλειας.
Πρέπει η αλήθεια να αναδειχθεί στις διαστάσεις που πραγματικά έχει. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις διαχρονικές παθογένειες της υπηρεσίας πληροφοριών.
Προσωπικά θα είμαι ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα που ενσωματώνει βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό και θα ενισχύει τους μηχανισμούς λογοδοσίας μιας τόσο κρίσιμης υπηρεσίας για την ασφάλεια της χώρας.
Πρόθυμα, λοιπόν, θα συζητήσω προτάσεις που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους. Ξεκινώντας, σίγουρα, από τις αυστηρότερες δικλίδες σε ό,τι αφορά τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει αμέσως με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Έτσι, καταθέτω σήμερα 4 πεδία αλλαγών που θα προτείνει η κυβέρνηση:
1ον. Ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
2ον. Αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ.
3ον. Θωράκιση του πλαισίου νομίμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα.
4ον. Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μία αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη.
Ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Είμαστε όμως μια Δημοκρατική πολιτεία. Και έχουμε ιερή υποχρέωση να ισορροπούμε ανάμεσα στην ασφάλεια του τόπου και των πολιτών και στην προστασία των θεμελιωδών αρχών που προστατεύουν την ιδιωτική σφαίρα και το απόρρητο των επικοινωνιών.
Εδώ και τρία χρόνια, άλλωστε, έχουμε αποδείξει ότι διδασκόμαστε από τις αστοχίες μας για να γινόμαστε καλύτεροι. Εγώ, προσωπικά, δεν κρύφτηκα ποτέ μπροστά σε δυσκολίες ή ευθύνες. Σε μία συχνά μοναχική αλλά σταθερή μάχη αυτοκριτικής και προσπάθειας διαρκούς βελτίωσης.
Χάνοντας, ίσως, προς στιγμήν κάποιες μάχες με χρόνιες παθογένειες. Κερδίζοντας, όμως, τον πόλεμο των μεγάλων στοιχημάτων. Και κυρίως, χωρίς να χάνω ποτέ μα ποτέ τον στόχο μιας ισχυρής, Δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και εθνικά αυτοδύναμης Ελλάδας.
Σε αυτόν τον δρόμο θα συνεχίσω να πορεύομαι, ωστε να χτίσουμε όλοι μαζί ακόμη πιο στέρεους και ανθεκτικούς στο χρόνο Δημοκρατικούς θεσμούς».