Την εκδήλωση συντόνισε άψογα η Πρόεδρος της Ετ. Γρ. & Τ. Π. κυρία Σοφία Παυλάκου. Το μέλος της Κριτικής Επιτροπής κυρία Ευαγγελία Λιάπη, Φιλόλογος, απένειμε στον Αργείο λογοτέχνη Γιώργο Ν. Μουσταΐρα, τον Α΄ Έπαινο για το ποίημά του με τίτλο «Καράβι με μαύρο πανί».
Το ποίημα δημοσιεύτηκε και στον ειδικό επετειακό τόμο του Διαγωνισμού. Έχει συμπεριληφθεί, επίσης, στη νεοεκδοθείσα συλλογή ποιημάτων του «Σκόρπια φύλλα καρδιάς».
Καράβι με μαύρο πανί
Καράβι σήκωσε το μαύρο το πανί,
καθώς θα βγαίνεις απ’ της Σμύρνης το λιμάνι.
Αποχαιρέτα την Αγία Φωτεινή
και όσους ξέμειναν απ’ το ανθρωπομάνι.
Στο Κε χιλιάδες έχουν στοιβαχτεί
όμως εσύ δεν θα μπορέσεις να τους πάρεις.
Ξεμάκρυνε γοργά απ’ την ακτή
στου Αιγαίου τα νερά για να σαλπάρεις.
Πίσω σου άφησε της πόλης τη φωτιά,
που κατατρώει όνειρα κι ανθρώπους.
Στην θάλασσα ανοίξου την πλατιά,
λιμάνι για να βρεις σε άλλους τόπους.
Στο φεύγα σου θα δεις πολλών κορμιά,
που άρμενο δεν ‘βρέθη να τους σώσει,
να επιπλέουν μεσ’ στην μαύρη ερημιά,
πνιγμένων, π’ από ώρα έχουν παγώσει.
Φύλαχ’ τα με την πλώρη μην τα βρεις,
δεν είναι τσαμαδούρες μα μνημούρια,
ανθρώπων σαν κι αυτούς που κουβαλείς,
που χάθηκαν στου χαλασμού τη φούρια.
Κι όταν με την βοήθεια του καιρού,
περάσεις τα Καράμπουρνα ζερβά σου,
σήμανε τρεις φορές με την μπουρού,
κι ανοίξου προς το πέλαγος μπροστά σου.
Θα σας φυλάει του Δεσπότη η ευχή,
καθώς το αίμα του θα ρέει στο καλντερίμι,
και στις ψυχές που λαχταρούν απαντοχή,
θ’ αντιπαλεύουνε το αύριο με τη μνήμη.
Της Μικρασίας οι εικόνες θ’ ατονούν,
κι όπως θα ξεμακραίνεις θ’ αλαργεύουν,
και βουρκωμένα μάτια που πονούν,
τη σιγουριά στο μέλλον θα γυρεύουν.
Πρόσφυγες τώρα πια, σε άλλη γη,
ξένοι ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους,
θα ψάχνουν για να βρουν καταλλαγή,
να χτίσουν νιά ζωή, σε νέους τόπους.
Καράβι με μαύρο πανί
Καράβι σήκωσε το μαύρο το πανί,
καθώς θα βγαίνεις απ’ της Σμύρνης το λιμάνι.
Αποχαιρέτα την Αγία Φωτεινή
και όσους ξέμειναν απ’ το ανθρωπομάνι.
Στο Κε χιλιάδες έχουν στοιβαχτεί
όμως εσύ δεν θα μπορέσεις να τους πάρεις.
Ξεμάκρυνε γοργά απ’ την ακτή
στου Αιγαίου τα νερά για να σαλπάρεις.
Πίσω σου άφησε της πόλης τη φωτιά,
που κατατρώει όνειρα κι ανθρώπους.
Στην θάλασσα ανοίξου την πλατιά,
λιμάνι για να βρεις σε άλλους τόπους.
Στο φεύγα σου θα δεις πολλών κορμιά,
που άρμενο δεν ‘βρέθη να τους σώσει,
να επιπλέουν μεσ’ στην μαύρη ερημιά,
πνιγμένων, π’ από ώρα έχουν παγώσει.
Φύλαχ’ τα με την πλώρη μην τα βρεις,
δεν είναι τσαμαδούρες μα μνημούρια,
ανθρώπων σαν κι αυτούς που κουβαλείς,
που χάθηκαν στου χαλασμού τη φούρια.
Κι όταν με την βοήθεια του καιρού,
περάσεις τα Καράμπουρνα ζερβά σου,
σήμανε τρεις φορές με την μπουρού,
κι ανοίξου προς το πέλαγος μπροστά σου.
Θα σας φυλάει του Δεσπότη η ευχή,
καθώς το αίμα του θα ρέει στο καλντερίμι,
και στις ψυχές που λαχταρούν απαντοχή,
θ’ αντιπαλεύουνε το αύριο με τη μνήμη.
Της Μικρασίας οι εικόνες θ’ ατονούν,
κι όπως θα ξεμακραίνεις θ’ αλαργεύουν,
και βουρκωμένα μάτια που πονούν,
τη σιγουριά στο μέλλον θα γυρεύουν.
Πρόσφυγες τώρα πια, σε άλλη γη,
ξένοι ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους,
θα ψάχνουν για να βρουν καταλλαγή,
να χτίσουν νιά ζωή, σε νέους τόπους.