Του Γιάννη Μακρή.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας αφίχθη στο Ναύπλιο την 22 Δεκεμβρίου 1829 / 3 Ιανουαρίου 1830.
Στη « Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» που εκδιδόταν στην Αίγινα βρίσκουμε περί της αφίξεως της τα εξής:
Ποια ήταν η Δούκισσα της Πλακεντίας
Γαλλίδα αριστοκράτισσα και ένθερμη φιλελληνίδα, που έφερε τον τίτλο ευγενείας «Δούκισσα της Πλακεντίας» (Duchesse de Plaisance στα Γαλλικά) και με τον οποίο ήταν γνωστή στην Αθήνα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και ήταν κόρη του μαρκήσιου Φρανσουά Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά (1745-1837), διακεκριμένου πολιτικού κατά την περίοδο της Α’ Αυτοκρατορίας (1804-1815) και της Παλινόρθωσης των Βουρβώνων (1815-1830), και της αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ (1765 - 1834), κόρης του κυβερνήτη της Πενσυλβάνιας Γουίλιαμ Μουρ.
Σε ηλικία 19 ετών η Σοφί παντρεύτηκε τον στρατηγό Αν - Σαρλ Λεμπρέν (1775-1859), υπασπιστή του Ναπολέοντα Α’. To 1824, χρονιά που ο σύζυγός της κληρονόμησε από τον πατέρα του το τίτλο του δούκα της Πλακεντίας, το ζευγάρι χώρισε, χωρίς να πάρει διαζύγιο. Η δούκισσα, πλέον, της Πλακεντίας αναχώρησε μαζί με τη μονάκριβη κόρη της Ελίζα, για την Ιταλία, συνοδευόμενη από τον θαυμαστή της, ποιητή και θερμό φιλέλληνα Καζιμίρ Ντελαβίν (1793 - 1843), τον οποίο εγκατέλειψε μόλις έφθασαν στη Γένοβα.
Ο Ντελαβίν πρόλαβε να της μεταδώσει τα φιλελληνικά του αισθήματα και η δούκισσα αποφάσισε το 1830 να ταξιδέψει στην Ελλάδα, μαζί με την κόρη της, την οποία υπεραγαπούσε. Την εποχή εκείνη η χώρα μας έκανε τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητο κράτος και η γαλλίδα αριστοκράτισσα προσέφερε διάφορα ποσά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης. Με δαπάνες της ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, ενώ χρηματοδότησε τη δεύτερη έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου. Προσέφερε σημαντικά ποσά για φιλανθρωπικά έργα και βοήθησε ιδιαίτερα τους χωρικούς της Πεντέλης, όπου είχε αγοράσει κτήματα.
Αρχικά υποστήριξε τον Καποδίστρια, αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του. Βρισκόταν στη Φλωρεντία, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Κυβερνήτη κι εξέδωσε φυλλάδιο, στο οποίο υποστήριζε την εγκληματική πράξη των Μαυρομιχαλαίων. Το 1834 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έγινε επίλεκτο μέλος της υψηλής κοινωνίας της ελληνικής πρωτεύουσας.
Το 1836 η κόρη της Ελίζα υπέστη νευρικό κλονισμό, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του μνηστήρα της Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, ταγματάρχη του στρατού και υπασπιστή του Όθωνα, από επιδημία χολέρας στο Μόναχο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νεαρή κοπέλα προσβλήθηκε από φυματίωση, που τότε ήταν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Η μητέρα της έκανε τα πάντα για να τη γλυτώσει από το «χτικιό». Την πήγε στη Βηρυτό, όπου όμως άφησε την τελευταία της πνοή το 1837.
Το πλήγμα για τη δούκισσα ήταν συντριπτικό. Αρνήθηκε την ταφή της κόρης της κι αφού ταρίχευσε τη σορό της, τη μετέφερε στην Αθήνα και την εναπόθεσε σ’ ένα δωμάτιο της προσωρινής της κατοικίας, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου (γωνία Μυλλέρου και Αγησιλάου). Από τότε, η συμπεριφορά της άρχισε να γίνεται αλλόκοτη (πρέσβευε τη δική της «θρησκεία», μείγμα ιουδαϊσμού και μωαμεθανισμού) κι εξελίχθηκε σε μισάνθρωπη, όταν το 1846 καταστράφηκε η προσωρινή της οικία και αποτεφρώθηκε η ταριχευμένη σορός της κόρης της. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε, εξαιτίας της υδρωπικίας από την οποία έπασχε και η οποία την είχε παραμορφώσει.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, έχοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αγόρασε διάφορα κτήματα στα περίχωρα της τότε Αθήνας και στην Πεντέλη κι έκτισε τρία μέγαρα σε σχέδια του στενού της φίλου, αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862). Επειδή, όμως, πίστευε σε μια προφητεία ότι θα πέθαινε, όταν θα ολοκληρωνόταν η οικοδόμηση της κατοικίας της, άφησε και τα τρία κτίρια ημιτελή.
Το ένα από αυτά, κτισμένο στις όχθες του Ιλισού, ονομαζόταν «Βίλα Ιλίσια» και αποτελούσε τη χειμερινή της κατοικία. Κτίστηκε κατά τα έτη 1840- 1848 και σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (οδός Βασιλίσσης Σοφίας 22). Τα άλλα δύο βρίσκονται στην Πεντέλη και άρχιζαν να κτίζονται το 1840. Το ένα ονομάστηκε «Σπιτάκι» (Maisonnette) και το άλλο «Καστέλο της Ροδοδάφνης», στο οποίο μέχρι πρόσφατα γίνονταν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Πεντέλης. Τον ίδιο χρόνο άρχισε η οικοδόμηση των κτιρίων «Πλακεντία» (Plaisance) και «Πυργάκι» (Tourelle) στο δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Πεντέλης (θέση Μυρτιές) , τα οποία προορίζονταν για ξενώνες. H «Πλακεντία» ολοκληρώθηκε το 1846, ενώ το «Πυργάκι» και το «Καστέλο», έμειναν ημιτελή.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, που έμεινε στην ιστορία ως «Δούκισσα της Πλακεντίας», πέθανε στις 2 Μαΐου 1854 στην Αθήνα, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε σε αρχαιοπρεπή τάφο σε σχήμα ναΐσκου από πεντελικό μάρμαρο, που χτίσθηκε σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, κοντά στο «Σπιτάκι» της Πεντέλης.
Στη « Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» που εκδιδόταν στην Αίγινα βρίσκουμε περί της αφίξεως της τα εξής:
Η Δούκισσα της Πλακεντίας έφθασε μετά της θυγατρός αυτής εκ Κερκύρας εις Ναύπλιον την 22 Δεκεμβρίου μετά πολυήμερον πλούν επί του βρικίου «Άρεως», διοικουμένου παρά του πλοιάρχου Ιωάννου Μιαούλη και διορισθέντος παρά του Κυβερνήτου Ι. Καποδιστρίου εις την διάθεσιν της Δουκίσσης.
Η Δούκισσα φιλοξενήθηκε στο Ναύπλιο στην οικία του Κων/νου Ράδου διοικητής τότε του Ναυπλίου και πιστός φίλος του Κυβερνήτου.
Γαλλίδα αριστοκράτισσα και ένθερμη φιλελληνίδα, που έφερε τον τίτλο ευγενείας «Δούκισσα της Πλακεντίας» (Duchesse de Plaisance στα Γαλλικά) και με τον οποίο ήταν γνωστή στην Αθήνα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και ήταν κόρη του μαρκήσιου Φρανσουά Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά (1745-1837), διακεκριμένου πολιτικού κατά την περίοδο της Α’ Αυτοκρατορίας (1804-1815) και της Παλινόρθωσης των Βουρβώνων (1815-1830), και της αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ (1765 - 1834), κόρης του κυβερνήτη της Πενσυλβάνιας Γουίλιαμ Μουρ.
Σε ηλικία 19 ετών η Σοφί παντρεύτηκε τον στρατηγό Αν - Σαρλ Λεμπρέν (1775-1859), υπασπιστή του Ναπολέοντα Α’. To 1824, χρονιά που ο σύζυγός της κληρονόμησε από τον πατέρα του το τίτλο του δούκα της Πλακεντίας, το ζευγάρι χώρισε, χωρίς να πάρει διαζύγιο. Η δούκισσα, πλέον, της Πλακεντίας αναχώρησε μαζί με τη μονάκριβη κόρη της Ελίζα, για την Ιταλία, συνοδευόμενη από τον θαυμαστή της, ποιητή και θερμό φιλέλληνα Καζιμίρ Ντελαβίν (1793 - 1843), τον οποίο εγκατέλειψε μόλις έφθασαν στη Γένοβα.
Ο Ντελαβίν πρόλαβε να της μεταδώσει τα φιλελληνικά του αισθήματα και η δούκισσα αποφάσισε το 1830 να ταξιδέψει στην Ελλάδα, μαζί με την κόρη της, την οποία υπεραγαπούσε. Την εποχή εκείνη η χώρα μας έκανε τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητο κράτος και η γαλλίδα αριστοκράτισσα προσέφερε διάφορα ποσά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης. Με δαπάνες της ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, ενώ χρηματοδότησε τη δεύτερη έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου. Προσέφερε σημαντικά ποσά για φιλανθρωπικά έργα και βοήθησε ιδιαίτερα τους χωρικούς της Πεντέλης, όπου είχε αγοράσει κτήματα.
Αρχικά υποστήριξε τον Καποδίστρια, αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του. Βρισκόταν στη Φλωρεντία, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Κυβερνήτη κι εξέδωσε φυλλάδιο, στο οποίο υποστήριζε την εγκληματική πράξη των Μαυρομιχαλαίων. Το 1834 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έγινε επίλεκτο μέλος της υψηλής κοινωνίας της ελληνικής πρωτεύουσας.
Το 1836 η κόρη της Ελίζα υπέστη νευρικό κλονισμό, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του μνηστήρα της Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, ταγματάρχη του στρατού και υπασπιστή του Όθωνα, από επιδημία χολέρας στο Μόναχο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νεαρή κοπέλα προσβλήθηκε από φυματίωση, που τότε ήταν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Η μητέρα της έκανε τα πάντα για να τη γλυτώσει από το «χτικιό». Την πήγε στη Βηρυτό, όπου όμως άφησε την τελευταία της πνοή το 1837.
Το πλήγμα για τη δούκισσα ήταν συντριπτικό. Αρνήθηκε την ταφή της κόρης της κι αφού ταρίχευσε τη σορό της, τη μετέφερε στην Αθήνα και την εναπόθεσε σ’ ένα δωμάτιο της προσωρινής της κατοικίας, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου (γωνία Μυλλέρου και Αγησιλάου). Από τότε, η συμπεριφορά της άρχισε να γίνεται αλλόκοτη (πρέσβευε τη δική της «θρησκεία», μείγμα ιουδαϊσμού και μωαμεθανισμού) κι εξελίχθηκε σε μισάνθρωπη, όταν το 1846 καταστράφηκε η προσωρινή της οικία και αποτεφρώθηκε η ταριχευμένη σορός της κόρης της. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε, εξαιτίας της υδρωπικίας από την οποία έπασχε και η οποία την είχε παραμορφώσει.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, έχοντας μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αγόρασε διάφορα κτήματα στα περίχωρα της τότε Αθήνας και στην Πεντέλη κι έκτισε τρία μέγαρα σε σχέδια του στενού της φίλου, αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862). Επειδή, όμως, πίστευε σε μια προφητεία ότι θα πέθαινε, όταν θα ολοκληρωνόταν η οικοδόμηση της κατοικίας της, άφησε και τα τρία κτίρια ημιτελή.
Το ένα από αυτά, κτισμένο στις όχθες του Ιλισού, ονομαζόταν «Βίλα Ιλίσια» και αποτελούσε τη χειμερινή της κατοικία. Κτίστηκε κατά τα έτη 1840- 1848 και σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (οδός Βασιλίσσης Σοφίας 22). Τα άλλα δύο βρίσκονται στην Πεντέλη και άρχιζαν να κτίζονται το 1840. Το ένα ονομάστηκε «Σπιτάκι» (Maisonnette) και το άλλο «Καστέλο της Ροδοδάφνης», στο οποίο μέχρι πρόσφατα γίνονταν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Πεντέλης. Τον ίδιο χρόνο άρχισε η οικοδόμηση των κτιρίων «Πλακεντία» (Plaisance) και «Πυργάκι» (Tourelle) στο δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Πεντέλης (θέση Μυρτιές) , τα οποία προορίζονταν για ξενώνες. H «Πλακεντία» ολοκληρώθηκε το 1846, ενώ το «Πυργάκι» και το «Καστέλο», έμειναν ημιτελή.
Η Σοφί Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, που έμεινε στην ιστορία ως «Δούκισσα της Πλακεντίας», πέθανε στις 2 Μαΐου 1854 στην Αθήνα, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε σε αρχαιοπρεπή τάφο σε σχήμα ναΐσκου από πεντελικό μάρμαρο, που χτίσθηκε σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, κοντά στο «Σπιτάκι» της Πεντέλης.