Δικηγόρου, Υπ. Διδάκτορος Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.
Η επικοινωνία μεταξύ υποψηφίων βουλευτών, ευρωβουλευτών, περιφερειαρχών, δημάρχων, περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων κ.ο.κ. με το εκλογικό σώμα, αποτελεί αναμφίβολα συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπό ποιες προϋποθέσεις, όμως, είναι νόμιμη αυτού του είδους η επικοινωνία με τους εκλογείς;
Με πρόσφατη απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας διαφοροποίησε τα μέχρι σήμερα δεδομένα αναφορικά με τη νομιμότητα της πολιτικής επικοινωνίας. Πρόκειται για μία απόφαση που θίγει ένα λεπτό και ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα, ιδίως τώρα που βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα της ΑΠΔΠΧ «πολιτική είναι η επικοινωνία που πραγματοποιείται για την προώθηση πολιτικών ιδεών, προγραμμάτων δράσης ή άλλων δραστηριοτήτων με σκοπό την υποστήριξή τους και τη διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς...». Η πολιτική επικοινωνία συντελείται στην πράξη μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και βέβαια μέσω ταχυδρομείου. Στις κατευθυντήριες αυτές οδηγίες της Αρχής περιγράφονται οι κανόνες για τη σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Κατά υποψηφίου βουλευτή υποβλήθηκαν καταγγελίες ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) για μη ζητηθείσα επικοινωνία πολιτικού περιεχομένου, με τη χρήση σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS), ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019. Από την έκβαση της υπόθεσης ενώπιον της ΑΠΔΠΧ προέκυψε ότι ο καταγγελλόμενος βουλευτής δεν είχε εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των παραληπτών των SMS ούτε είχε υπάρξει ανάμεσα σε εκείνον και τους καταγγέλλοντες προηγούμενη παρόμοια επικοινωνία. Εξετάζοντας τη συνολική πρακτική που ακολούθησε ο καταγγελλόμενος αναφορικά με τις επικοινωνίες πολιτικού χαρακτήρα μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό συνεργασίας του με την εποπτική αρχή, το γεγονός ότι είχε την ιδιότητα του δικηγόρου και άρα γνώριζε τη σχετική νομοθεσία, το γεγονός ότι ήταν εν γνώσει και των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής που είχαν δημοσιευτεί και αποσταλεί στα πολιτικά κόμματα ήδη από τον Απρίλιο του 2019, η ΑΠΔΠΧ τού επέβαλε πρόστιμο ύψους 3.500 ευρώ για παράβαση του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 (Απόφαση 13/2020 ΑΠΔΠΧ).
Ο αιτών υποστήριξε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι η ΑΠΔΠΧ ερμήνευσε πλημμελώς το άρθρο 11 παρ. 1 και 3 του ν. 3471/2006, περιορίζοντας τη δυνατότητα συμμετοχής του στην πολιτική ζωή της χώρας και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, περιλαμβανομένης και της ελευθερίας έκφρασης. Ο δε περιορισμός αυτός δεν προβλεπόταν σε διάταξη νόμου, αλλά έγινε επί τη βάσει μιας διασταλτικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε (ΣτΕ 1343/2022) ότι «για τον περιορισμό της, αναγκαίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικοινωνίας του υποψηφίου βουλευτή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με τους εκλογείς της περιφέρειας στην οποία θέτει υποψηφιότητα, απαιτείται ειδική ρύθμιση. Τέτοια ειδική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006, το οποίο εφαρμόσθηκε αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής και το οποίο ρυθμίζει τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, μεταφέροντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58, περί αυτόκλητων κλήσεων για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, καθώς στην περιγραφείσα στις ως άνω διατάξεις επικοινωνία δεν εμπίπτει πάντως η επικοινωνία του υποψήφιου βουλευτή κατά την προεκλογική περίοδο». Ενόψει και των άρθρων 5 παρ. 1, 5Α παρ. 1, 9Α , 14, 29, 51 παρ. 3 και 52 του Συντάγματος, το ΣτΕ επεσήμανε ότι από τις διατάξεις αυτές αποδίδεται μία ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική επικοινωνία. Μία σημασία που καταφανώς συναρτάται με το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και εν τέλει με την ίδια την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Από την παραπάνω σκέψη προκύπτουν τα εξής νέα δεδομένα:
(α) Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο διαφοροποιείται ουσιωδώς από την έως τώρα ερμηνεία της ΑΠΔΠΧ αναφορικά με την εφαρμοστέα διάταξη για τη νομιμότητα της πολιτικής επικοινωνίας.
(β) Σύμφωνα με το ΣτΕ, η πολιτική επικοινωνία δεν εξομοιώνεται με τη διαφημιστική δραστηριότητα και συνεπώς η εξέταση της νομιμότητας αυτού του είδους της επικοινωνίας δεν εμπίπτει στο άρθρο 11 του ν. 3471/2006.
(γ) Το άρθρο 11 του ν. 3471/2006 δεν αποτελεί «ειδική ρύθμιση» που θα μπορούσε να περιορίσει την πολιτική επικοινωνία στην οποία μάλιστα αποδίδεται από το Σύνταγμα ιδιαίτερη σημασία.
(δ) Το ΣτΕ δεν κρίνει, ούτε ακροθιγώς, την Οδηγία 1/2010 της ΑΠΔΠΧ σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.
Βέβαια, η απόφαση προσθέτει ότι «η ερμηνεία αυτή δεν θίγει την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων, […], δεδομένου ότι εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του ΓΚΠΔ, βάσει των οποίων δύναται να κριθεί η νομιμότητα κάθε επεξεργασίας […]». Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί προφανώς ότι η νομιμότητα της πολιτικής επικοινωνίας θα κριθεί επί τη βάσει των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (GDPR).
Το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε το πρόστιμο της ΑΠΔΠΧ. Όμοιο σκεπτικό είχαν και οι αποφάσεις 1344/2022 και 1345/2022 του ΣτΕ. Ενόψει τούτων, η ΑΠΔΠΧ ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της τα ζητήματα νομιμότητας που ανακύπτουν σε σχέση με την πολιτική επικοινωνία.
Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο στο περιοδικό Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου (τεύχος 8-9/2022) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα της ΑΠΔΠΧ «πολιτική είναι η επικοινωνία που πραγματοποιείται για την προώθηση πολιτικών ιδεών, προγραμμάτων δράσης ή άλλων δραστηριοτήτων με σκοπό την υποστήριξή τους και τη διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς...». Η πολιτική επικοινωνία συντελείται στην πράξη μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και βέβαια μέσω ταχυδρομείου. Στις κατευθυντήριες αυτές οδηγίες της Αρχής περιγράφονται οι κανόνες για τη σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Κατά υποψηφίου βουλευτή υποβλήθηκαν καταγγελίες ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) για μη ζητηθείσα επικοινωνία πολιτικού περιεχομένου, με τη χρήση σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS), ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019. Από την έκβαση της υπόθεσης ενώπιον της ΑΠΔΠΧ προέκυψε ότι ο καταγγελλόμενος βουλευτής δεν είχε εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των παραληπτών των SMS ούτε είχε υπάρξει ανάμεσα σε εκείνον και τους καταγγέλλοντες προηγούμενη παρόμοια επικοινωνία. Εξετάζοντας τη συνολική πρακτική που ακολούθησε ο καταγγελλόμενος αναφορικά με τις επικοινωνίες πολιτικού χαρακτήρα μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό συνεργασίας του με την εποπτική αρχή, το γεγονός ότι είχε την ιδιότητα του δικηγόρου και άρα γνώριζε τη σχετική νομοθεσία, το γεγονός ότι ήταν εν γνώσει και των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής που είχαν δημοσιευτεί και αποσταλεί στα πολιτικά κόμματα ήδη από τον Απρίλιο του 2019, η ΑΠΔΠΧ τού επέβαλε πρόστιμο ύψους 3.500 ευρώ για παράβαση του άρθρου 11 του ν. 3471/2006 (Απόφαση 13/2020 ΑΠΔΠΧ).
Ο αιτών υποστήριξε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι η ΑΠΔΠΧ ερμήνευσε πλημμελώς το άρθρο 11 παρ. 1 και 3 του ν. 3471/2006, περιορίζοντας τη δυνατότητα συμμετοχής του στην πολιτική ζωή της χώρας και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, περιλαμβανομένης και της ελευθερίας έκφρασης. Ο δε περιορισμός αυτός δεν προβλεπόταν σε διάταξη νόμου, αλλά έγινε επί τη βάσει μιας διασταλτικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε (ΣτΕ 1343/2022) ότι «για τον περιορισμό της, αναγκαίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικοινωνίας του υποψηφίου βουλευτή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου με τους εκλογείς της περιφέρειας στην οποία θέτει υποψηφιότητα, απαιτείται ειδική ρύθμιση. Τέτοια ειδική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006, το οποίο εφαρμόσθηκε αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση της Αρχής και το οποίο ρυθμίζει τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, μεταφέροντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/58, περί αυτόκλητων κλήσεων για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, καθώς στην περιγραφείσα στις ως άνω διατάξεις επικοινωνία δεν εμπίπτει πάντως η επικοινωνία του υποψήφιου βουλευτή κατά την προεκλογική περίοδο». Ενόψει και των άρθρων 5 παρ. 1, 5Α παρ. 1, 9Α , 14, 29, 51 παρ. 3 και 52 του Συντάγματος, το ΣτΕ επεσήμανε ότι από τις διατάξεις αυτές αποδίδεται μία ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική επικοινωνία. Μία σημασία που καταφανώς συναρτάται με το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και εν τέλει με την ίδια την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Από την παραπάνω σκέψη προκύπτουν τα εξής νέα δεδομένα:
(α) Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο διαφοροποιείται ουσιωδώς από την έως τώρα ερμηνεία της ΑΠΔΠΧ αναφορικά με την εφαρμοστέα διάταξη για τη νομιμότητα της πολιτικής επικοινωνίας.
(β) Σύμφωνα με το ΣτΕ, η πολιτική επικοινωνία δεν εξομοιώνεται με τη διαφημιστική δραστηριότητα και συνεπώς η εξέταση της νομιμότητας αυτού του είδους της επικοινωνίας δεν εμπίπτει στο άρθρο 11 του ν. 3471/2006.
(γ) Το άρθρο 11 του ν. 3471/2006 δεν αποτελεί «ειδική ρύθμιση» που θα μπορούσε να περιορίσει την πολιτική επικοινωνία στην οποία μάλιστα αποδίδεται από το Σύνταγμα ιδιαίτερη σημασία.
(δ) Το ΣτΕ δεν κρίνει, ούτε ακροθιγώς, την Οδηγία 1/2010 της ΑΠΔΠΧ σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.
Βέβαια, η απόφαση προσθέτει ότι «η ερμηνεία αυτή δεν θίγει την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων, […], δεδομένου ότι εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του ΓΚΠΔ, βάσει των οποίων δύναται να κριθεί η νομιμότητα κάθε επεξεργασίας […]». Επομένως, το Δικαστήριο θεωρεί προφανώς ότι η νομιμότητα της πολιτικής επικοινωνίας θα κριθεί επί τη βάσει των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (GDPR).
Το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε το πρόστιμο της ΑΠΔΠΧ. Όμοιο σκεπτικό είχαν και οι αποφάσεις 1344/2022 και 1345/2022 του ΣτΕ. Ενόψει τούτων, η ΑΠΔΠΧ ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της τα ζητήματα νομιμότητας που ανακύπτουν σε σχέση με την πολιτική επικοινωνία.
Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο στο περιοδικό Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου (τεύχος 8-9/2022) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.