ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Κατερίνα Γραμματικού: “Με την γραφή ισιώνει μέσα μου η απόγνωση”

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:00:00 π.μ. | |
Κατερίνα Γραμματικού
Συνέντευξη στη Γκέλη Ντηλιά*

Διαβάζοντας και διερευνώντας την ποιητική της συλλογή «Λέξεις που συνθέτουν ένα γράμμα», των εκδόσεων Άπαρσις με θέμα τα γράμματα στον ψυχασθενή αδελφό, οι απαντήσεις της θα χρειάζονταν άλλες τόσες υπο-ερωτήσεις και πάλι κάποιες απορίες θα έμεναν αναπάντητες. Γιατί η διέλευση σε αυτό το τούνελ είναι ένας οδυνηρός μονόδρομος στο σκοτάδι του μυαλού.

-Σε ποια εποχή της ζωής σου προέκυψαν αυτά τα ποιήματα;


Σε μια σκοτεινή εποχή καταβύθισης του Εαυτού, αυτοαμφισβήτησης και αποδοχής ταυτόχρονα, αφού είχε παρέλθει η μεγάλη περίοδος άρνησης εξαιτίας της ιδιοπάθειας του προσώπου–παραλήπτη των γραμμάτων.

-Πόσο ανίκητο είναι το τέρας της ψυχικής διαταραχής;


Είναι ο Κίνγκ Κόνγκ. Κρατάει το θύμα του στα χέρια του και σε κάθε του πέρασμα ξυπνάει αρχέγονους φόβους. Είναι παντοδύναμη και φοβιστική η ψυχική διαταραχή για μένα, όπως ο συμβολικός Λύκος που αναφέρω στο τέλος της συλλογής, όπως το σκότος και ο ληστής, ο πρόσφυγας σήμερα.

–Στο πρώτο ποίημα με τίτλο «Μνήμη (ι)» αυτή παρομοιάζεται με θητεία που δεν τελειώνει ποτέ και πόλεμο όπου δεν ξέρεις «Με ποιους εχθρούς, ήσουν/και σ’ άφησαν εκτός Γραμμής;»

Η μνήμη και δεν αναφέρομαι σε αναμνήσεις στη συλλογή μου (το μνημονικό πρωταγωνιστεί σε αυτή) ενίοτε είναι βασανιστική. Ομοιάζει με αόριστη θητεία και μια συνεχή πρόκληση του Καβαφικού δίπολου ζωής-θανάτου. Η μνήμη (θύμησες) είναι διαρκής στο χρόνο και ο χρόνος κβαντικά είναι και ανάποδος όταν τα ποζιτρόνια γυρίζουν τον χρόνο πίσω· δεν έχει διαστήματα, όπως η ομιλία, σιωπής και έκφρασης. Σε διατρέχει καθ’ ολοκληρίαν κι ας νομίζεις ότι την ορίζεις προχωρώντας εμπρός. Παίζω με τον χρόνο και τους ρηματικούς χρόνους, γίνονται τα μέσα που θα με πάνε πίσω για να αλλάξω τα πράγματα. Το βιβλίο είναι γεμάτο μνήμη. Ο Νταλί, κι αυτός με τα χυμένα ρολόγια του, συμβολίζει την εμμονή στη μνήμη.

Ένας μη νοήμων άνθρωπος – «ψυχασθενής» δεν ξέρουμε απόλυτα στο μυαλό του πως λειτουργούν οι μνήμες, ούτε τους εχθρούς του ξέρουμε κάθε φορά (η Ψυχανάλυση και Ψυχιατρική μπορεί να μας δώσει απαντήσεις πάνω σε αυτό). Πιθανόν ένα τέτοιο άτομο σε κάποιες περιπτώσεις να βλέπει εχθρούς τους αθώους οπότε για κάποιους δεν ταιριάζει να είναι μαζί τους και τον αποβάλλουν από το λόχο.

-Στους στίχους «Πόσο αλαζονικός χρειάζεται να γίνει κανείς/για να σκεφτεί να αλλάξει τον κόσμο» η παράθεση της συγκεκριμένης ιδιότητας είναι συνώνυμη του ονειροπόλου και εκείνου που έχει περίσσευμα αυτοπεποίθησης για να το τολμήσει.


Ίσως χρειαζόμαστε τους ονειροπόλους κι ας είναι αλαζονικοί όταν πρόκειται να βελτιώσουν τον κόσμο. Από την άλλη η αλαζονεία στην εξουσία έχει καταστρέψει βασικές αρετές και αξίες. Εδώ αυτοσαρκάζομαι βέβαια.

-Γιατί σχετίζεις τη χαμένη αθωότητα με Άνοιξη, ήλιο, μαργαρίτες, στάχυα, χαμομήλια, αγριολούλουδα, με στοιχεία γήινα, κίτρινου χρώματος (κυρίως) και μια εποχή μετά τον χειμώνα;


Η αθωότητα έχει φως, ζεστασιά, χρώματα. Πηγαίνοντας πίσω, οι εικόνες της παιδικής μου ηλικίας είναι φωτεινές, εικόνες Άνοιξης. Δεν είναι ίδια εποχή στην εφηβεία μου. Το κίτρινο θα της ταίριαζε περισσότερο.

-Η νοσταλγία είναι μια ανάλγητη κατάσταση;

Για εμένα είναι. Από τα πιο σκληρά ανθρώπινα συναισθήματα. Όπως και ο νόστος ως ρίζα (μια λέξη δύσκολα να μεταφραστεί) ήταν σημαδούρα για τον Οδυσσέα και για κάθε Οδυσσέα που επιθυμεί την κάθε μορφής επιστροφή του, συναισθηματική και μη.

-Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο φόβο της έλλειψης και σε εκείνον της απώλειας;

Η απώλεια είναι οριστική και συνήθως ανεπιθύμητη. Ο φόβος της έλλειψης είναι ατελέσφορος, αν όχι πάντα, προοικονομεί και προδικάζει, μπορεί και να απειλεί.

-Πιστεύεις ότι το πρώτο ρήμα που θα πρέπει να μάθουμε να κλίνουμε είναι το «τρώω», καθώς «κάθε κλίση του πραγματεύεται μια διαφορετική ερμηνεία/ μια ξεχωριστή μνήμη για τον καθένα/και για όλους μαζί».

Εκτός ότι σχετίζεται με το ένστικτο επιβίωσης, στο φαΐ βγαίνει ο αιώνιος φόβος της έλλειψης τροφής· είναι το ρήμα που καταστρέφει τον πλανήτη. Εμπεριέχει κι αυτό μνήμη (μπορεί και αμνημοσύνη) και το λέω αυτό δεχόμενη πως ο νους δημιουργεί τον κόσμο. Το χρησιμοποίησα όμως και για έναν ακόμη λόγο, για να δηλώσω την συστημική μου αμφισβήτηση, αντίρρηση ή υπαινιγμό αν θέλετε, αλλά και σαρκασμό στο να νομίζουμε πως όλα είναι λυμένα αρκεί να τρώμε με πλεονασμό (πληρότητα/ευδαιμονία) -παντρεμένα πάντα με την συνειδητότητα (η έλλειψη σε κάποιους άλλους είναι αναγκαίο κακό). Είναι ο εξαναγκασμός της προσταγής του «Τρώγε!» όπως αναφέρω μέσα στο βιβλίο. Στο φαγητό επιπλέον υπάρχει η αφθαρσία της ύλης (φλούδα από φλούδα, φλούδα/μακάριο δρόμο ακολουθεί) και (Τρως το Τρώγεται) ως συνέχεια της Ύπαρξης (Existence). Αφού είχα γράψει όμως το συγκεκριμένο πεζοποίημα, ήρθε και ο Άδης (ως αόρατος χώρος και Θεός) ο οποίος προέρχεται από το αρχαίο Ιδείν – Άειδης (επίρρημα Άδην: Επαρκώς, με αφθονία) και από αυτά προέρχεται και η αδηφάγα πείνα και αδηφαγία αλλά και αφαγία (Άδης: Πείνα), η αδηφάγα μνήμη.

-Στο ποίημα «Συμπαράσταση», έχεις γράψει έναν από τους ωραιότερους στίχους που έχω διαβάσει, «πώς μπορεί να ενωθεί ο καθρέφτης/ όταν είναι κομματιασμένος από θάλασσα;»

Βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέπτη ο αποδέκτης-ψυχικά άρρωστος, δεν αντιλαμβάνεται απόλυτα το είδωλό του (όσο μου επιτρέπεται να το ισχυριστώ αυτό, ωστόσο σχετικές επιστήμες θα έχουν σίγουρα απαντήσει). Μπορεί να βλέπει ακόμα και έναν ξένο, ένα ομοίωμα που ποτέ δεν θα γίνει για τον ίδιο αυθεντικό υποκείμενο. Είναι όπως η θάλασσα το μυαλό του και εμπρός στον καθρέπτη που σπάζει παραμορφώνεται.

-Τι σε θυμώνει γενικώς;


Πολλά με θυμώνουν. Η αδικία, η ανομία, η «δίκαιη» αναδιανομή του πλούτου, κάθε μορφή κακοποίησης, η «δίκαιη» επίσης φορολογία, οι ενοχές, οι απάτες, η κακία και κάθε μορφή απαγορεύσεων, είτε προέρχονται εξωτερικά ή από τον ίδιο τον εαυτό μου. Γι’ αυτό κλοτσάω. Από μικρή το κάνω. Ίσως από συνήθεια γιατί έπαιζα μπάλα στις αλάνες. Και σήμερα ακόμη, κλοτσάω χαλίκια και κάνω μπάλα τα κουτάκια στους δρόμους. Μπορεί και η γραφή να συνδέεται άμεσα με τον θυμό. Ο Ρίτσος έχει αναφέρει πως «έμαθα να ξεπερνάω τις απαγορεύσεις με την ποίηση». Ο θυμός είναι και σπλαχνικό συναίσθημα. Οι Ιάπωνες κάνουν χαρακίρι στο σημείο των σπλάχνων για να πονέσουν βαθιά, λόγω πένθους ή ευθιξίας, ενδεχομένως και θυμού.

-Πόσο εύκολα συγχωρείς;

Καθόλου και πολύ εύκολα. Ανάλογα την περίπτωση. Ερωτικά με μεγάλη δυσκολία. Στη φιλία βάζω νερό στο κρασί μου.

-Η γραφή σου καταργεί και καταλύει τα εκ των ουκ άνευ και μάλιστα αποφασιστικά και αμετάκλητα.

Ενδεχομένως. Αγωνίζομαι να διώχνω τη συνήθεια να με παίρνει από κάτω, να βαραίνω από απελπισία. Με την γραφή ισιώνει μέσα μου η απόγνωση.

-Τι διακοσμεί τους τοίχους του μυαλού σου;

Πολλές λέξεις, θύελλες, τα ταξίδια που δεν έκανα κι αυτά που θέλω να κάνω, ήρωες άγραφων διηγημάτων, επιθυμίες, διακαείς πόθοι, απαντήσεις στις ενοχές του «γιατί» και πολλά άλλα ακόμη.

-Το απόσπασμα από το ποίημα «Το μίσος», «Μισώ την ψυχαναγκαστική καθαριότητα/ της περιποίησης των νευρωτικών, /ομοιάζει με αυνανισμό υψηλής τάσης δίχως οργασμό:/ το τέλειο βασανιστήριο των ενόχων, ενοχικών/ και ψυχικά βιασμένων./Μισώ το σφουγγάρισμα με χλωρίνη με άρωμα λεμόνι./…/Μισώ τους καφέδες δίχως κατακάθι,/γιατί κανείς δεν θα μας διαβάσει τη μοίρα,/ουδείς δεν θα αναμεταδώσει το δεδικασμένο μέλλον μας/αφού προηγούμενοι τόνοι καφέ έχουν ήδη/προεξοφλήσει», μου προκάλεσε ουρλιαχτό σε κενό δωμάτιο που ο αντίλαλος επέστρεφε με δύναμη, μεγεθύνοντας τις δηλώσεις.

Υπαινίσσομαι την υποκρισία και υπεροψία, είναι τα Υ της συμφοράς μας, μέρος τουλάχιστον αυτής. Η συνείδηση δε, έχει αναχθεί σε προϊόν υψίστης σημασίας (ποιος άλλωστε θα την κρίνει), ενώ υποβόσκει η λανθάνουσα κρίση και οι απόψεις δηλώνουν την πανσοφία σε βαθμό αυθαιρεσίας του ρήτορα…

Το λαμπύρισμα των επίπλων, η παρκετίνη, η λακ στα φύλλα των λουλουδιών (το αναφέρω έξτρα εδώ) δεν αφήνουν κάτι να παλιώσει, να ωριμάσει, να πέσει. Κρατάμε νεκροζώντανα φετίχ, συμβολισμός της ματαιοπονίας και εναντίωσης στον θάνατο. Είναι βασανιστική συνήθεια να αρέσει κάτι σε εμάς τους ίδιους και να αρέσουμε γενικά. Η τέλεια εξαπάτηση του εαυτού μας σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

-Τι μπορεί να ανακάμψει την «Πτώση του Ανθρώπου/ύστερα από ολική(ψυχική) καταστροφή»;

Τέλεια ερώτηση. Εδώ θα φανώ ξανά μηδενίστρια λέγοντας απλά: τίποτα. Παρ’ όλα αυτά αν κάτι μπορούσε να αναστρέψει την Πτώση ίσως είναι ο αναστοχασμός ή και η απόφαση να επιστρατεύσουμε ό,τι μέσο έχουμε (ή να το κατασκευάσουμε), ώστε να προσμετράμε ατομικά τις συνέπειες αλόγιστων ενεργειών. Εντάξει, λίγη επιστημονική φαντασία δεν βλάπτει!

-Στο ποίημα «Καταγραφές», ο τόνος σου είναι έντονα ειρωνικός και καυστικός. Είμαστε τελικά καταδικασμένοι να αυξανόμαστε με γεωμετρική πρόοδο, χωρίς να έχουμε δυνατότητα επιλογής ενός τουλάχιστον αξιοπρεπούς θανάτου;


Η ειρωνεία και ο σαρκασμός δείχνει, δυστυχώς, την ένταση στην οποία βρισκόμουν όταν το έγραφα (λίγο πολύ στα ίδια είμαι). Είναι διαθέσεις που υποκρύπτουν μελαγχολία, μπορεί και πεσιμισμό. Με παρηγορεί δημιουργικά να σκέφτομαι πως και η Αναγέννηση είχε μελαγχολία.

Όσο αυξανόμαστε πάντως βαραίνουμε. Η ντυμένη, πότε με σοβαρότητα και άλλοτε με ελαφρότητα ύπαρξή μας, απογυμνώνεται σιγά σιγά, αυτήν την αίσθηση έχω. Την σκέψη φιλοσόφων και καλλιτεχνών τρομάζουν ανίερα συναισθήματα. Ίσως τελικά να φτάσουμε στο σημείο να μην θρηνούμε ούτε τον συνάνθρωπό μας.

-Πόσο εύκολο είναι να σωθεί κάποιος από τον εαυτό του; Ένας πάμπλουτος είχε βαφτίσει το γιοτ του «Protect me from what I want».

Δύσκολα. Για κάποιους είναι η προσευχή! Νομίζω πως ο ανταγωνισμός και ωφελιμισμός έχουν σπάσει πλέον το φράγμα του υλισμού (η απόκτηση αγαθών κάπου σταματά) και η (αυτο)καταστροφική κατοχή πλούτου πλέον τυραννά, όταν και μόνο δίνει το δικαίωμα να διεκδικεί κάποιος την εξουσία (βλ. Φάρμα των Ζώων του Όργουελ). Αυτό δεν είναι το ανυπέρβλητο μεγαλείο επιβολής της ανθρώπινης φύσης, του ζωικού βασιλείου;

-Η γλώσσα «της φωτιάς» είναι αυτή που κατακαίει σαν λάβα τις έννοιες που πρέπει να ξαναβρούν τον σκοπό της ύπαρξής τους;


Είναι και η γλώσσα της κάθαρσης, της αναγέννησης, η Προμηθεϊκή έννοια της φωτιάς. Της επιβίωσης. Μετά τη φωτιά όργωναν και έσπερναν. Μεταφορικά μιλώντας, θα έψαχνα να βρω λέξεις που θα βλαστήσουν καινούργια νουκλεϊκά οξέα DNA, έτσι ώστε να γινόταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος ο παραλήπτης των γραμμάτων.

-Σε όλη τη συλλογή είναι έντονη η χρήση Βιολογίας και Χημείας από μια οικονομολόγο. Πόσο ετερόκλητη

Αρκετά. Δεν ορίζεται για μένα κάθε επιστήμη ξεχωριστά. Είναι σαν τις μπάμπουσκες, ψάχνοντας να αιτιολογήσεις κάτι στον ένα τομέα της επιστήμης, της τέχνης, της ζωής, μεταφέρεσαι άθελά σου σε κάποιον άλλον, κ.ο.κ. Προσκολλώμαι η αλήθεια είναι, εύκολα, σε έννοιες και ορολογίες, διατυπώσεις ακόμα και στην ερμηνεία μαθηματικών τύπων. Το μυαλό ας πούμε, ταυτίζεται με την ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, με τα ηλεκτρόνια, τα νετρόνια και τα ποζιτρόνια, ενώ η καρδιά με το μαγνητικό φορτίο. Δεν είναι τρομερό! Όταν ταιριάζουν μάλιστα ως απαντήσεις στις ερωτήσεις του μυαλού μου, χαίρομαι σαν μικρό παιδί.

-Οι στίχοι «Πώς θα γίνουν ήρωες κάποιοι αν δεν υπάρχουν/ αντάρτες, προδότες και αθώοι» δίνουν την οπτική σου του αντί-ήρωα.


Όλες οι μάχες χρειάζονται γενναίους. Δεν είναι για όλους όμως έτσι. Υπάρχουν οι φυγάδες και οι προδότες, οι ένοχοι. Κανένας πόλεμος δεν νικήθηκε μόνο με τους ήρωες και τους αντάρτες. Οι αθώοι, τι ρόλο έπαιξαν αλήθεια; Τον ήρωα τον γεννούν οι συνθήκες και τα γεγονότα της εποχής, τους αθώους, ποια συνθήκη τους πλαισιώνει; Γιατί παρασημοφορούνται κάποιοι που πολέμησαν το κακό, ενώ άλλοι τους το είχαν ορίσει;

-Η απελπισία, η από χέρι χαμένη μάχη, η διαπίστωση πως τίποτα δεν έχει νόημα, όταν η πρώτη ύλη είναι κακής ποιότητας, μου ανέβαζαν τους παλμούς της καρδιάς από τη μια και από την άλλη με ωθούσαν να ξεσηκωθώ και να αποκηρύξω οτιδήποτε με κρατάει σε χαμηλή συχνότητα και αυτό σου το αναγνωρίζω.

Οι ανατομικές ατέλειες και οι χαλασμένοι νευρώνες μοιάζουν με βιομηχανικά λάθη-«ελαττωματικά προϊόντα». Δεν ξαναφτιάχνεται τίποτα από την αρχή. Συνήθως απαιτείς να στο αλλάξουν. Οι Ιάπωνες συναρμολογούν τα σπασμένα (τεχνική kintzougi), εκτιμούν το κάθε κομμάτι ότι έχει σημασία, πως τα ατελή πράγματα έχουν ομορφιά. Εμείς από την άλλη, έχουμε συνηθίσει να πετάμε το χαλασμένο. Για ανθρώπους με νοητική υστέρηση ή άλλα προβλήματα αναπηρίας η κοινωνία ανοίγει χαντάκια, τους «πετάει» στους δικούς τους ανθρώπους ως κάτοχοι των μηχανών συναρμολόγησης, λες και αυτοί τους παρήγαγαν.

-Απουσιάζει ο έρωτας σε αυτή τη συλλογή ως κάτι τετελεσμένο και ανάξιο μνείας. Στο προτελευταίο ποίημα «Άγνωστη ηδονή», γράφεις «σε τούτο το μέρος/που οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται πια/για να γυρίζουν την πλάτη πρώτοι,/να μην πενθούν τον έρωτα, να μην ασπάζονται/συναισθήματα και αλλαξοπιστήσουν/θαρρείς κάτι σαν θρησκεία να είναι η αγάπη, ο έρωτας/ και δεν τολμάς να δηλώσεις άθεος./Ποιους να ερωτευόσουν;/ Αυτούς που πίσω από τα γυαλιά τους δεν κλαίνε και/δεν θρηνούν τον επερχόμενο θάνατο/παρά τον κοροϊδεύουν για να νομίζουν πως έτσι/ τον ξεπερνάνε.


Τον έρωτα τον έχουμε υποτιμήσει μπροστά σε τόσα άλλα σημαντικά αγαθά και συναισθήματα αυτάρκειας και βολέματος. «Και τι να ερωτευόταν, ποιον έρωτα» –βάζω το ερώτημα στον ίδιο τον παραλήπτη, για να απαντήσω με ερώτηση: πως να υπάρξει έρωτας σε έναν ψυχικά διαλυμένο από χημικούς καταστολείς σώμα και πνεύμα; Τι να λένε εδώ οι σχετικοί επιστήμονες για τον έρωτα πάσχοντα, έναντι υγιή;

-Από το ποίημα «Διακοπή χρόνου», το απόσπασμα «Ο άσπιλος χρόνος να γεμίζει τα ποτήρια μας/με μαντεμένιο θυμό και το κουρδιστό ρολόι/ από βίτσιο να χτυπά κάθε ώρα,/κάθε λεπτό το υπαρξιακό μας εκκρεμές», αντανακλά την πεποίθησή σου ότι πάντα ο χρόνος και ο άνθρωπος θα βρίσκονται σε αέναη νομοτελειακή σχέση επικράτησης.


Ο χρόνος επιβάλλεται, μετράει, ανάλογα τα γεγονότα, διαφορετικά στον καθένα. Άλλοτε δείχνει μπλοκαρισμένος, ακούνητοι οι δείκτες του… σαν να διακόπηκε με την πρώτη κρίση… και «Ο χρόνος είχε παρέλθει» για εμάς.

-Τελικά αυτά τα γράμματα στάλθηκαν ποτέ, διαβάστηκαν ποτέ, απαντήθηκαν ποτέ;


Είναι σαν να διαβάστηκαν. Πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο. Ο παραλήπτης χωρίς να τα διαβάσει τα ξέρει, τα έχει κάπως μέσα του.

-Πόσο παρών είναι ο παραλήπτης τους στο παρόν, με μια αποστολέα «μονίμως στο αθάνατο παρελθόν»;

Νομίζω δεν έχω ξεκουρνιάσει ποτέ από το παρελθόν. Αντιθέτως, ο παραλήπτης των γραμμάτων προχωρά στο παρόν, είναι στο εδώ και τώρα, παρών στη μάχη με το σώμα και το μυαλό εν αποστρατεία.

-Το γνωμικό του Σίλερ «Γίνε ήλιος για να σε βλέπουν» με το οποίο κλείνει το «Ιντερλούδιο» είναι παρα/υποκίνηση για δράση και εξωστρέφεια, ενώ όλα προδικάζουν μια εκ προοιμίου αδράνεια και απόσυρση, χαρακτηριστικά ιδιαίτερα της εποχής που διανύουμε.


Είναι οι «Μαύροι ήλιοι» και οι σκιές του Γιούνγκ που βαθαίνουν μέσα μας. Περιγράφοντας το στερέωμα με λίγες λέξεις, εμείς, ως ανθρώπινες οντότητες, οι ταπεινές υπάρξεις της οικουμένης, δεν έχουμε παρά μηδαμινή υπόσταση… Περιέχουμε ό,τι υπάρχει γύρω μας, μέσα μας, κι όμως κρυβόμαστε στα σκοτάδια. Ας δράσουμε προς τη φυσική πηγή μας, το Φως, τον Ήλιο, αυτόν τον ένα μόλις που βλέπουμε.

-Στο ίδιο ποίημα διαπιστώνεται ότι οι αξέχαστες εμπειρίες γεμίζουν τη πλήξη μόνο αμαρτάνοντας, κάτι υπερρεαλιστικό καθώς «Έπειτα θα ζητήσουν αποδοκιμασία στις πράξεις τους/ στην ενοχή/στην τιμωρία/ στην εξομολόγηση/ στη θεία μετάληψη/ για να καθησυχαστούν/ για να μη μελαγχολήσουν/ που άφησαν το σώμα να τους προδώσει πρόστυχα».


Μαρτυρούν τα Υ που προανέφερα. Προτιμούν να κάνουν λάθος αντί να βρουν το λάθος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι μετά θα ζητήσουν συγχώρεση. Είναι οι συμπεριφορές που διαμορφώνουν τον Κοινό Νου ορίζοντάς του σημαντικές εξουσίες.

-«Οι λέξεις που συνθέτουν ένα γράμμα» ολοκληρώνεται με το καταπληκτικό τελευταίο διφορούμενο γράμμα «Αντίο ή καλωσόρισες», όπου η αμφιταλάντευση παίζει mind game, παλινδρομώντας ανάμεσα στη δημιουργία επιθυμίας του νόστου ή στην εκρίζωσή της. Και τα δύο απαιτούν έντονα συναισθηματικά φορτία.


Θα ήθελα να γύριζε από το Ψυχολογικό στρατόπεδο ανιάτων, όπως και να ‘χει. Βάζω στο μυαλό μου διάφορα σενάρια, όπως αν θα ερχόταν, έτσι καθαγιασμένος όπως τον έχω, γι’ αυτό τον λέω Άγιο (αβλαβή: δεν μπορεί να βλάψει και δεν θέλει, λείπει η θέληση ακόμη κι αν είχε τη βούληση να το κάνει), ίσως να μην μπορούσαν να τον αντικρύσουν οι άλλοι αληθινά και να… σταυρωνόταν μόνος του.

Μπορεί πάλι να έχει γυρίσει κι όλοι εμείς, εγώ η ίδια, να μην τον βλέπω, γιατί δεν έχω αλλάξει. Ν’ αρέσκομαι να τον περιμένω γιατί έτσι έμαθα να ζω μαζί του.

* Η Γκέλη Ντηλιά είναι ποιήτρια και συγγραφέας.
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ