Η κινητοποίηση ήτανε άμεση αλλά αυτό που είναι εξαιρετικής σημασίας είναι ότι η ανθρωπιστικού χαρακτήρα βοήθεια που προσέφερε η Ελλάδα, προκάλεσε τέτοια έκπληξη στην παγκόσμια κοινή γνώμη, που σήμερα πλέον μπορούμε να μιλάμε για φαινόμενο διαχείρισης κρίσης σεισμού σε Ελλάδα και Τουρκία ή σεισμική διπλωματία ή διπλωματία των σεισμών.
Αν και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις τους έχουν σπιλωθεί με αρκετή δυσπιστία και μακραίωνη σύγκρουση. Και παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές πολιτικές διαφορές, και οι δύο πλευρές επιδεικνύουν από το 1999 και έπειτα προθυμία για την επίλυση προβλημάτων που δεν είχαν καταφέρει να επιλυθούν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ο σεισμός του 1999 σήμανε μια τεράστια ιδεολογική αλλαγή στον τρόπο που προσεγγίζονταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και από τις δύο πλευρές.
Η βοήθεια που εστάλη προκάλεσε έντονη συγκίνηση ενώ αρκετοί είδαν στη βοήθεια αυτή έναν πολιτικό συμβολισμό, που έγκειται στην παροχή μιας νέας ευκαιρίας για την αναδιαμόρφωση της σχέσης των δύο χωρών. Ακόμα και ο ελληνικός και τουρκικός τύπος άλλαξε γραμμή πλεύσης και από εκδηλώσεις πολλές φορές σοβινιστικού εθνικισμού μετέβη σε πρεσβευτές της ειρήνης. Στην περίπτωση της ελληνικής βοήθειας προς τη γείτονα χώρα δόθηκε ευρεία κάλυψη σχεδόν καθημερινά σε κάθε εφημερίδα και τηλεοπτικό κανάλι στην Τουρκία, όπου η συναισθηματική γλώσσα διέφερε σημαντικά από τη συνήθη ρητορική που αντικαταστάθηκε ειδικά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων από λέξεις όπως «γείτονας» και «αληθινός φίλος», «Ώρα Φιλίας», «Φιλικά χέρια σε μαύρες Ημέρες», «Μια εκπληκτική Οργάνωση Υποστήριξης - Πέντε Έλληνες Δήμοι λένε δεν υπάρχει σημαία ή ιδεολογία στην ανθρωπιστική βοήθεια».
Στις 17 λοιπόν Αυγούστου του 1999 η Τουρκία γνώρισε έναν καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε σοβαρά τις περιοχές ιδιαίτερα τις περιοχές Adapazarı και Izmit. Ο σεισμός των 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, διήρκεσε 45 δευτερόλεπτα ενώ ένας δεύτερος έπληξε το İzmit πέντε μέρες αργότερα. Το ρήγμα πέρασε μέσα από βιομηχανικές και αστικές περιοχές της χώρας ενώ ο επίσημος αριθμός των θυμάτων ήταν περίπου 17.000, αν και ο πραγματικός αριθμός πιστεύεται ότι είναι πάνω από 35.000. Γύρω στους 300.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι, ενώ το οικονομικό κόστος του σεισμού υπολογίζεται σε περίπου 3 δισ. δολάρια.
Όπως έχει επισημανθεί , το κύριο χαρακτηριστικό του σεισμού στην Τουρκία ήταν η δυσκολία των τουρκικών αρχών να εφαρμόσουν κάθε ορθολογικό σχεδιασμό, λόγω του μεγέθους της καταστροφής, καθώς και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ελληνικών πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν προέρχονταν όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως και πιο κυρίως από τις τοπικές αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και ιδιώτες.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που δεσμεύτηκε να υποστηρίξει το έργο που συντελούσαν οι Τουρκικές αρχές για τη διάσωση των επιζώντων, την παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης και οποιαδήποτε μορφής βοήθεια χρειάστηκε η χώρα.
Μέσα σε λίγες ώρες από το σεισμό, το Υπουργείο Εξωτερικών είχε έρθει σε επαφή με τους ομολόγους τους στην Τουρκία, και ο τότε υπουργός έστειλε τους προσωπικούς του απεσταλμένους στην Τουρκία. Επίσης το υπουργείο δημιούργησε τρεις σταθμούς λήψης προϊόντων και βοήθειας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, σκοπός των οποίων ήταν η συγκέντρωση κάθε βοήθειας σε ιατρικά είδη, ρουχισμό και τρόφιμα. Την ίδια μέρα που προκλήθηκε ο σεισμός το ελληνικό Υπουργείο Δημόσιας Τάξης απέστειλε μια ομάδα διάσωσης αποτελούμενης από 24 άτομα και 2 εκπαιδευμένα σκυλιά διάσωσης, καθώς και αεροπλάνα πυρόσβεσης για να βοηθήσει με την κατάσβεση της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει στο διυλιστήριο Tupras.
Η κινητοποίηση λοιπόν της ελληνικής πλευράς ήταν τεράστια και έθεσε σε συναγερμό ολόκληρη τη χώρα. Η προθυμία για βοήθεια σε είδη και χρήματα, η διάθεση ενός ευμεγέθους αριθμού σε ανθρώπινο δυναμικό, ο συντονισμός πολλών φορέων κρατικών η μη, και η αμεσότητα με την οποία εκφράστηκε η αυτόβουλη βοήθεια της ελληνικής πλευράς, προβλήθηκε επάξια στην Τουρκία, τόσο στον τύπο, όσο στην τηλεόραση αλλά και σε επίπεδο συνάντησης φορέων για να ευχαριστήσουν και να τιμήσουν τους αρμοδίους που έκανα την αρωγή αυτή πραγματικότητα. Βέβαια, εδώ οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός που αναφέραμε και παραπάνω, την έκπληξη δηλαδή με την οποία η γείτονα χώρα αντιμετώπισε την ελληνική προσφορά.
Συμπερασματικά ο σεισμός στην Τουρκία ανέδειξε τα στοιχεία που οφείλουν οι κυβερνήσεις και οι πολίτες να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επέλθει η προσέγγιση των δύο λαών και αυτά είναι ο ανθρωπισμός και η αρχή της καλής γειτνίασης.
Η κινητοποίηση που επήλθε από ΜΚΟ της ελληνικής πλευράς πέρα από επίπεδο κρατικών και κοινοτικών φορέων (Εκκλησία της Ελλάδος, Μητρόπολη Μυτιλήνης, Ρόδου, Κυδωνίας και Αποκορώνου, Ηλείας, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Γιατροί του Κόσμου, Φαρμακοποιοί του Κόσμου, Φαρμακοποιοί του Κόσμου, Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, Ιατρικός Σύλλογος Αμαλιάδας, Σύνδεσμος Ελληνοτουρκικής Συνεργασίας, Σύλλογος Ελλήνων Ολυμπιονικών, Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδος, Σύλλογος Γυναικών Ροδόπης, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, πρόσκοποι και οδηγοί της Λέσβου, ΠΕΑΕΑ-παράρτημα της Ρόδου, μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Βροντάδων Χίου), οδήγησε τον Kαρακατσούλη να υποστηρίξει ότι η «μια κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία επίλυσης προβλημάτων» και ότι «πρόκειται για ένα σημαντικό εισερχόμενο στη θεωρητική ανάλυση των κρίσεων, οι οποίες, σύμφωνα με την παραδοσιακή κατανόησή τους, αποτελούν ένα σταθερό και αμετακίνητο ‘κακό’ που βρίσκεται εκτός συστήματος. Η επεξεργασία αυτή του ‘κακού’ κατά την επαφή του με το κρατικό-διοικητικό σύστημα, οι επιδράσεις του στη δομή και τα στοιχεία του συστήματος, καθώς και οι μεταλλάξεις και αναπροσαρμογές που ακολουθούν, συνήθως αποφεύγονται από τα διοικητικά επιτελεία, διότι ανατρέπουν τη γραφειοκρατική τάξη προτεραιοτήτων, στόχων, μέσων και δράσεων.»
Ο καταστροφικός σεισμός που έπληξε την Τουρκιά σήμερα , στην περιοχή της Αντιοχείας και σε άλλες 11 επαρχίες , ίσως αποτελέσει ένα γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε μια ύφεση της έντασης που έχουν οδηγηθεί οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις , τα τελευταία τρία χρονια ιδιαίτερα , λόγο της αναθεωρητικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση του κ Ταγιπ Ερντογάν . Το παράδειγμα του σεισμού του 1999 , δείχνει πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί .
Πάραυτα θεωρώ πως σε βάθος χρόνου αν δεν αλλάξουν οι στόχοι της Τουρκικής Εξωτερικής πολιτικής , τα αποτελέσματα του σεισμού θα είναι περιστασιακά και συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα .
Οψομεθα .
Στις 17 λοιπόν Αυγούστου του 1999 η Τουρκία γνώρισε έναν καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε σοβαρά τις περιοχές ιδιαίτερα τις περιοχές Adapazarı και Izmit. Ο σεισμός των 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, διήρκεσε 45 δευτερόλεπτα ενώ ένας δεύτερος έπληξε το İzmit πέντε μέρες αργότερα. Το ρήγμα πέρασε μέσα από βιομηχανικές και αστικές περιοχές της χώρας ενώ ο επίσημος αριθμός των θυμάτων ήταν περίπου 17.000, αν και ο πραγματικός αριθμός πιστεύεται ότι είναι πάνω από 35.000. Γύρω στους 300.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι, ενώ το οικονομικό κόστος του σεισμού υπολογίζεται σε περίπου 3 δισ. δολάρια.
Όπως έχει επισημανθεί , το κύριο χαρακτηριστικό του σεισμού στην Τουρκία ήταν η δυσκολία των τουρκικών αρχών να εφαρμόσουν κάθε ορθολογικό σχεδιασμό, λόγω του μεγέθους της καταστροφής, καθώς και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ελληνικών πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν προέρχονταν όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως και πιο κυρίως από τις τοπικές αρχές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και ιδιώτες.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που δεσμεύτηκε να υποστηρίξει το έργο που συντελούσαν οι Τουρκικές αρχές για τη διάσωση των επιζώντων, την παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης και οποιαδήποτε μορφής βοήθεια χρειάστηκε η χώρα.
Μέσα σε λίγες ώρες από το σεισμό, το Υπουργείο Εξωτερικών είχε έρθει σε επαφή με τους ομολόγους τους στην Τουρκία, και ο τότε υπουργός έστειλε τους προσωπικούς του απεσταλμένους στην Τουρκία. Επίσης το υπουργείο δημιούργησε τρεις σταθμούς λήψης προϊόντων και βοήθειας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, σκοπός των οποίων ήταν η συγκέντρωση κάθε βοήθειας σε ιατρικά είδη, ρουχισμό και τρόφιμα. Την ίδια μέρα που προκλήθηκε ο σεισμός το ελληνικό Υπουργείο Δημόσιας Τάξης απέστειλε μια ομάδα διάσωσης αποτελούμενης από 24 άτομα και 2 εκπαιδευμένα σκυλιά διάσωσης, καθώς και αεροπλάνα πυρόσβεσης για να βοηθήσει με την κατάσβεση της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει στο διυλιστήριο Tupras.
Η Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας έστειλε μια πλήρως εξοπλισμένη ιατρική ομάδα αποτελούμενης από 11 άτομα, 4 εκ των οποίων ήταν γιατροί, καθώς και σκηνές, ασθενοφόρα, φάρμακα, νερό, ρούχα, τρόφιμα και κουβέρτες. Το Υπουργείο Υγείας σύστησε τρεις μονάδες για δωρεά αίματος και την ίδια ημέρα βοήθεια εστάλη από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα νοσοκομεία της Κομοτηνής και της Ξάνθης δημιούργησαν δικές τους μονάδες για δωρεές αίματος, και η Εκκλησία της Ελλάδας ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία για τη συγκέντρωση χρημάτων με σκοπό την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης και αποστολής αυτών στη γείτονα χώρα. Οι πέντε μεγαλύτεροι δήμοι της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Πάτρα, και Ηράκλειο Κρήτης) απέστειλαν κοινή νηοπομπή με ανθρωπιστική βοήθεια ενώ η Εθνική Ένωση Τοπικών Αρχών (ΚΕΔΚΕ) και ο σύνδεσμος ΟΤΑ της Αττικής προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά για τα θύματα του σεισμού.
Η κινητοποίηση λοιπόν της ελληνικής πλευράς ήταν τεράστια και έθεσε σε συναγερμό ολόκληρη τη χώρα. Η προθυμία για βοήθεια σε είδη και χρήματα, η διάθεση ενός ευμεγέθους αριθμού σε ανθρώπινο δυναμικό, ο συντονισμός πολλών φορέων κρατικών η μη, και η αμεσότητα με την οποία εκφράστηκε η αυτόβουλη βοήθεια της ελληνικής πλευράς, προβλήθηκε επάξια στην Τουρκία, τόσο στον τύπο, όσο στην τηλεόραση αλλά και σε επίπεδο συνάντησης φορέων για να ευχαριστήσουν και να τιμήσουν τους αρμοδίους που έκανα την αρωγή αυτή πραγματικότητα. Βέβαια, εδώ οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός που αναφέραμε και παραπάνω, την έκπληξη δηλαδή με την οποία η γείτονα χώρα αντιμετώπισε την ελληνική προσφορά.
Οι λεζάντες στις εφημερίδες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι η Τουρκία θεωρούσε απίθανο το ενδεχόμενο να παράσχει η Ελλάδα βοήθεια τέτοιου μεγέθους, γεγονός που δυστυχώς εκφράζει την επικρατούσα τότε και ακόμη άποψη ότι οι δύο χώρες αδυνατούν να προσεγγίσουν η μία την άλλη. Βέβαια, η άποψη αυτή έχει δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα των πολιτικών πρωτοβουλιών και στρατιωτικών συγκρούσεων και διπλωματικών αποτυχιών αιώνων ενώ ένα γεγονός ιδιαίτερα αξιόλογης προσφορά ήταν περισσότερο καθοριστικό να επαναπροσδιορίσει τη θέση της η κάθε χώρα απέναντι στην άλλη.
Παρόλα αυτά, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι η άμεση κινητοποίηση και των δύο χωρών και στους δύο σεισμούς, την επίδειξη ανθρωπιάς σε κατάσταση ανάγκης και των παραμερισμό των πολιτικών διαφορών σε όφελος της ανθρώπινης ζωής. Το ελληνικό κράτος και οι ΜΚΟ έδειξαν το ανθρώπινό τους πρόσωπο πιο καθαρά από ποτέ και αυτός κατέστη ο πιο σημαντικός παράγοντας που αναδιαμόρφωσε τον τρόπο που οι πολίτες και η ηγεσία της Τουρκίας βλέπουν την Ελλάδα και εκείνοι την ελληνική πλευρά.
Παρόλα αυτά, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι η άμεση κινητοποίηση και των δύο χωρών και στους δύο σεισμούς, την επίδειξη ανθρωπιάς σε κατάσταση ανάγκης και των παραμερισμό των πολιτικών διαφορών σε όφελος της ανθρώπινης ζωής. Το ελληνικό κράτος και οι ΜΚΟ έδειξαν το ανθρώπινό τους πρόσωπο πιο καθαρά από ποτέ και αυτός κατέστη ο πιο σημαντικός παράγοντας που αναδιαμόρφωσε τον τρόπο που οι πολίτες και η ηγεσία της Τουρκίας βλέπουν την Ελλάδα και εκείνοι την ελληνική πλευρά.
Συμπερασματικά ο σεισμός στην Τουρκία ανέδειξε τα στοιχεία που οφείλουν οι κυβερνήσεις και οι πολίτες να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επέλθει η προσέγγιση των δύο λαών και αυτά είναι ο ανθρωπισμός και η αρχή της καλής γειτνίασης.
Η κινητοποίηση που επήλθε από ΜΚΟ της ελληνικής πλευράς πέρα από επίπεδο κρατικών και κοινοτικών φορέων (Εκκλησία της Ελλάδος, Μητρόπολη Μυτιλήνης, Ρόδου, Κυδωνίας και Αποκορώνου, Ηλείας, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Γιατροί του Κόσμου, Φαρμακοποιοί του Κόσμου, Φαρμακοποιοί του Κόσμου, Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, Ιατρικός Σύλλογος Αμαλιάδας, Σύνδεσμος Ελληνοτουρκικής Συνεργασίας, Σύλλογος Ελλήνων Ολυμπιονικών, Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδος, Σύλλογος Γυναικών Ροδόπης, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, πρόσκοποι και οδηγοί της Λέσβου, ΠΕΑΕΑ-παράρτημα της Ρόδου, μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Βροντάδων Χίου), οδήγησε τον Kαρακατσούλη να υποστηρίξει ότι η «μια κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία επίλυσης προβλημάτων» και ότι «πρόκειται για ένα σημαντικό εισερχόμενο στη θεωρητική ανάλυση των κρίσεων, οι οποίες, σύμφωνα με την παραδοσιακή κατανόησή τους, αποτελούν ένα σταθερό και αμετακίνητο ‘κακό’ που βρίσκεται εκτός συστήματος. Η επεξεργασία αυτή του ‘κακού’ κατά την επαφή του με το κρατικό-διοικητικό σύστημα, οι επιδράσεις του στη δομή και τα στοιχεία του συστήματος, καθώς και οι μεταλλάξεις και αναπροσαρμογές που ακολουθούν, συνήθως αποφεύγονται από τα διοικητικά επιτελεία, διότι ανατρέπουν τη γραφειοκρατική τάξη προτεραιοτήτων, στόχων, μέσων και δράσεων.»
Ο καταστροφικός σεισμός που έπληξε την Τουρκιά σήμερα , στην περιοχή της Αντιοχείας και σε άλλες 11 επαρχίες , ίσως αποτελέσει ένα γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε μια ύφεση της έντασης που έχουν οδηγηθεί οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις , τα τελευταία τρία χρονια ιδιαίτερα , λόγο της αναθεωρητικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση του κ Ταγιπ Ερντογάν . Το παράδειγμα του σεισμού του 1999 , δείχνει πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί .
Πάραυτα θεωρώ πως σε βάθος χρόνου αν δεν αλλάξουν οι στόχοι της Τουρκικής Εξωτερικής πολιτικής , τα αποτελέσματα του σεισμού θα είναι περιστασιακά και συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα .
Οψομεθα .