Με μία σπουδαία, πρόσφατη απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, επιλαμβανόμενο επί μακροχρόνιας υπόθεσης με σύνθετα νομικά ζητήματα, απάλλαξε κατηγορούμενο για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ο οποίος είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί.
Το χρονικό της υπόθεσης:
Ο κατηγορούμενος εντολέας μου, με πολυετή παρουσία δημιουργίας και εμπειρίας στον κατασκευαστικό τομέα, είχε ιδρύσει βιοτεχνική μονάδα, για την λειτουργία της οποίας, έλαβε σχετικές άδειες δυνάμει αποφάσεων του οικείου Νομάρχη. Επίσης έλαβε άδεια οικοδομής από την αρμόδια Διεύθυνση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, δυνάμει της οποίας ανήγειρε το κτίριο στο οποίο στεγάστηκε η βιοτεχνική του επιχείρηση.
Οι ανωτέρω αποφάσεις και η άδεια οικοδομής, προσβλήθηκαν προ ετών δικαστικά από κατοίκους της περιοχής όπου κατασκευάστηκε το βιοτεχνικό κτίριο. Τελικά οι εν λόγω άδειες, ακυρώθηκαν κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το σκεπτικό πως στην περιοχή του εργοστασίου, δεν είχε εγκριθεί ζώνη οικιστικού ελέγχου, ούτε ρυθμιστικό ή πολεοδομικό σχέδιο, ούτε ζώνη αναπτύξεως δραστηριοτήτων, το δε Περιφερειακό Χωροταξικό δεν καθόριζε τέτοια χρήση για εγκατάσταση και λειτουργία βιοτεχνικής μονάδας.
Κατόπιν αυτού, η αρμόδια υπηρεσία του οικείου Δήμου στα διοικητικά όρια του οποίου βρίσκεται η βιοτεχνική μονάδα, αφού διενήργησε αυτοψία ύστερα από την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ, χαρακτήρισε το κτίριο της επιχείρησης αυθαίρετο στο σύνολό του και επέβαλε στον επιχειρηματία δυσθεώρητα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής.
Ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 8α του Ν. 1337/1983 (δηλαδή για το αδίκημα της ανέγερσης αυθαιρέτου) και παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για το άνω αδίκημα.
Τον Φεβρουαρίου του 2020, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, με μία σημαντική απόφαση του, κήρυξε αθώο τον επιχειρηματία για την κατηγορία της ανέγερσης αυθαίρετης κατασκευής, αφού δέχτηκε πως δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση της πράξης, καθότι ουδέποτε ανήγειρε αυθαίρετο κτίριο και προφανώς ούτε δόλο είχε, αφού το βιοτεχνικό κτίριο κατασκευάστηκε με νόμιμες άδειες που μεταγενέστερα ακυρώθηκαν από το ΣτΕ εξαιτίας ελλείψεων του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού.
Η καταδίκη από το πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο για τις οφειλές προς το Δημόσιο:
Πριν όμως την αθώωσή του αυτή, σε βάρος του είχε ήδη ασκηθεί άλλη ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με φερόμενη οφειλή συνολικού ύψους που προσέγγιζε το μισό εκατομμύριο ευρώ, της οποίας οφειλής το μεγαλύτερο μέρος σε συντριπτικό ποσοστό, αποτελούσαν τα αντίστοιχα βεβαιωθέντα ως άνω πρόστιμα της Πολεοδομικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου, αναφορικά προς το άνω κτίριο που χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετο.
Ο κατηγορούμενος, παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και η υπόθεσή εκδικάστηκε μετά από αναβολές στις αρχές του έτους 2022, ακριβώς δύο χρόνια μετά την αμετάκλητη αθώωση του για την ανέγερση αυθαιρέτου.
Το ποινικό αυτό δικαστήριο, παρότι μετ’ επιτάσεως προβλήθηκε ότι δεν υφίσταται το χρέος των προστίμων αυτών και ότι ο κατηγορούμενος έχει αθωωθεί αμετάκλητα για το αδίκημα της ανέγερσης αυθαιρέτου, έκρινε ότι εφόσον δεν πρόσβαλε στα Διοικητικά Δικαστήρια τα επιβληθέντα πρόστιμα, δεν δύναται να απαλλαγεί. Επίσης δεν δέχτηκε ότι απορρέει οποιοδήποτε δεδικασμένο από την αθωωτική απόφαση για το αδίκημα της ανέγερσης αυθαιρέτου και εν τέλει κηρύχθηκε ένοχος.
Η ανατροπή από το δευτεροβάθμιο ποινικό δικαστήριο και η πλήρης δικαίωση:
Κατόπιν άσκησης έφεσης από τον καταδικασθέντα, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου προ ολίγων ημερών, δίκασε σε δεύτερο βαθμό εκ νέου την υπόθεση στο σύνολό της.
Οι ισχυρισμοί μας επικεντρώθηκαν με βάση και τις απόψεις παλαιότερης νομολογίας, στα εξής:
-Ότι το ζήτημα περί της ύπαρξης ή μη των επίδικων χρεών (ήτοι προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων), μπορεί, να ερευνηθεί από το εν λόγω ποινικό δικαστήριο, χωρίς να υφίσταται υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, αφού οι σχετικές αντιρρήσεις του κατηγορουμένου φθάνουν μέχρι του σημείου να μην πληρούται στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεδομένου ότι, εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο ζήτημα περί ανυπαρξίας του χρέους, δεν υπάρχει ούτε καν αρχικό άδικο και συνεπώς επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος από το ποινικό δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη ή μη του χρέους.
-Ότι η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου για το αδίκημα της ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου, στηριζόμενη σε κρίση ότι δεν έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προστίμων διατήρησης και ανέγερσης αυθαιρέτου, αποδεικνύει άμεσα το σφάλμα επιβολής των προστίμων αυτών σε βάρος του κατηγορουμένου, με συνέπεια να είναι ανύπαρκτο το επίδικο χρέος και, συνακόλουθα, να μην πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
-Ότι επιπλέον η τυχόν κατάφαση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου για την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, θα ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις των άρ. 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι θα δημιουργούσε αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αμετάκλητη αθώωση αυτού για την αξιόποινη πράξη της ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου και θα την αποδυνάμωνε και
– Ότι σε κάθε περίπτωση, η τυχόν αποδοχή από το Δικαστήριο της άποψης πως ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ανυπαρξίας του επίδικου χρέους του δεν ασκεί επιρροή στην συγκεκριμένη ποινική δίκη, επειδή δεν προβλήθηκε στα διοικητικά δικαστήρια και δεν οδήγησε, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, στη διαγραφή ή ακύρωση του ταμειακά βεβαιωμένου χρέους, θα συνιστούσε προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του περί εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στις διατάξεις των άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Το Δικαστήριο, δέχτηκε τους ισχυρισμούς αυτούς και με την σύμφωνη γνώμη και πρόταση του κ. Εισαγγελέως, κήρυξε πανηγυρικά αθώο τον κατηγορούμενο, ανατρέποντας πλήρως την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, δικαιώνοντάς τον νομικά, αλλά πρωτίστως ηθικά μετά από αυτήν την μακροχρόνια αδικία.
Το αποτέλεσμα αυτό, καταδεικνύει συν τοις άλλοις, την μη ορθή επιβολή των προστίμων σε βάρος του, για μία πράξη που ποτέ δεν έκανε και εσφαλμένα του καταλογίστηκε τόσο ποινικά όσο και πολεοδομικά καθώς και δημοσιονομικά, ταλαιπωρώντας τον επί σειρά ετών.
Επιλογικά, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι δικαστικές κρίσεις όπως η συγκεκριμένη, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικές της προάσπισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο τεκμήριο της αθωότητας και κυρίως, αποτελούν περίτρανη απόδειξη της σωστής λειτουργίας του Κράτους Δικαίου στην πατρίδα μας.
Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου
Δικηγόρος Κορίνθου