Σήμερα παραμονή της εθνικής μας εορτής και στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού για την Επανάσταση του 1821, ένα ερώτημα τέθηκε στους μαθητές του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αργολίδας: Πώς τα πρόσωπα των Ηρώων μας πέρασαν στην αθανασία, σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη εφευρεθεί ο φωτογραφική μηχανή και κατά συνέπεια η φωτογραφία; (Ας θυμηθούμε ότι πρώτος ο Νταγκέρ (Daguerre) ανακοίνωσε επίσημα το 1839 στην Ακαδημία Επιστημών και στη Σχολή Καλών Τεχνών, την εφεύρεση της φωτογραφίας).
Με ποιον λοιπόν τρόπο οι μορφές των αγωνιστών μας πέρασαν στην αιωνιότητα της μνήμης, που αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σήμερα να μας είναι τόσο γνώριμες και οικείες;
Στην εποχή που ζούσαν οι Ήρωες μας, στο μακρινό 1821, δεν θα μπορούσαν με άλλον τρόπο να αποθανατιστούν οι μορφές τους εκτός από τον τρόπο του σχεδιασμού «εκ του φυσικού», πώς όμως και από ποιόν Έλληνα καλλιτέχνη θα μπορούσαν να αποτυπωθούν; Πώς θα μπορούσε αυτό να συμβεί σε μια χώρα που σπάραζε κάτω από τα δεσμά της; Αυτό θα ήταν ανέφικτο να το πραγματοποιηθεί διότι οι Έλληνες της εποχής του απελευθερωτικού Αγώνα ήταν σχεδόν αγράμματοι και αδαείς γύρω από ζητήματα και πρακτικές της τέχνης και το μόνο που τους απασχολούσε ήταν ο Αγώνας τους. Ως εκ τούτου, θα ήταν πολύ δύσκολο και μόνο να σκεφτούν τη σημασία μιας τέτοιας ιστορικής καταγραφής, την οποία αργότερα ο χρόνος την μετέτρεψε σε ιστορική μνήμη.
Στον φιλέλληνα υπολοχαγό Καρλ Κρατσάϊζεν, (1794-1878) οφείλουμε την “αγιογραφία” των αγωνιστών του ’21. Τουλάχιστον όσων είχαν επιζήσει από τις αιματηρές συγκρούσεις και τις ηρωικές θυσίες που είχαν προηγηθεί μέχρι το Νοέμβριο του 1826, τότε δηλαδή που ο Γερμανός αξιωματούχος φτάνει στην Ελλάδα προκειμένου να καταταχτεί σε σώμα Βαυαρών εθελοντών συνεπαρμένος από το πνεύμα του φιλελληνισμού και του ρομαντισμού που επικρατούσε κατά τον 19ο αιώνα. Αν και έμεινε στην Ελλάδα μόνο για ένα χρόνο, πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες όπως η πολιορκία της Αθήνας το 1826 και την πολιορκία της Ακρόπολης το 1827.Ερασιτέχνης ζωγράφος ο Κρατσάϊζεν, στο στρατιωτικό του σακίδιο εκτός όπλα έφερε μαζί του μολύβια και χαρτί ιχνογραφίας. Με σπάνια ιστορική συνείδηση αλλά και εξαιρετική σχεδιαστική δεξιότητα πρόλαβε, πριν χαθούν για πάντα, να αιχμαλωτίσει στο χαρτί τις φυσιογνωμίες των κυριότερων πρωταγωνιστών της κρίσιμης εκείνης στιγμής του Αγώνα που διακυβευόταν η έκβασή του, ενώ ο εμφύλιος διχασμός απειλούσε να δυναμιτίσει ότι είχε με αίμα κατακτηθεί.
Το πιο σημαντικό μέρος του έργου του όμως αποτελούν τα πορτρέτα μορφών της επανάστασης, φιλοτεχνημένα είτε στα στρατόπεδα σε Ναύπλιο, Πόρο, Αίγινα Σαλαμίνα, Αθήνα, Πειραιά από τα οποία πέρασε, ή στην Γ' Εθνοσυνέλευση, στην οποία ήταν παρών. Τον Απρίλιο του 1827 θα καταλήξει στο στρατόπεδο του Φαλήρου, λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Γεώργιου Καραϊσκάκη, (23 Απριλίου). Εκεί πρόλαβε να αποτυπώσει σ’ ένα ημιτελές σχέδιο που αποτελεί μια συγκλονιστική μαρτυρία, ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο.
Ο Καραϊσκάκης στο κρεβάτι του πόνου αποτυπώνεται από τον Γερμανό με σεβασμό και ευαισθησία. “Τα εμπύρετα ευγενή χαρακτηριστικά του ήρωα, τρικυμισμένα από την αγωνία για όσα συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή και όσα μάντευε με τη στρατηγική του οξυδέρκεια πως θ’ ακολουθήσουν. Ο θάνατος έχει αποτυπωθεί μεταφορικά σ’ αυτό το μοναδικό σχέδιο που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ποτέ να ολοκληρωθεί.”(Μ. Λαμπράκη – Πλάκα).
Είναι και το μόνο που δεν φέρει την υπογραφή του εικονιζόμενου προσώπου. Γιατί ο Καρλ Κρατσάϊζεν, για να ολοκληρώσει τον χαρακτήρα του ιστορικού τεκμηρίου που φαίνεται να προσέδιδε σ’ αυτά τα σχέδια, έβαζε τον εικονιζόμενο να υπογράψει στο κάτω μέρος του χαρτιού.
Η Ιστορικός Τέχνης και μέχρι τέλους της ζωής της Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα έγραψε: “Του οφείλουμε θαυμασμό για την πρόνοιά του και ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη σιωπηλή αλλά ψηλαφητή μαρτυρία. Είναι σα ν’ ακουμπάμε το αδρό χέρι που χάραξε αυτές τις γραμμές. Για πόσα πράγματα μας μιλούν αυτές οι υπογραφές, συχνά διστακτικές, αδέξιες, σπάνια αποφασιστικές! Πόσοι από τους πατέρες του έθνους, τους πρωτεργάτες της ελευθερίας μας, γνώριζαν γράμματα; Πόσοι ήταν αναλφάβητοι όπως αρχικά ο Στρατηγός Μακρυγιάννης; Αυτές οι υπογραφές ισοδυναμούν με άλλες απόκρυφες αλλά εξίσου αποκαλυπτικές προσωπογραφίες”.
Το βλέμμα του Καρλ Κρατσάϊζεν είναι διεισδυτικό, οξύ και υποστηρίζεται από ένα χέρι που σχεδιάζει διστακτικά, μεν αλλά με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία. Τα ιχνογραφήματα αυτά μετά την επιστροφή του στη γενέτειρά του επεξεργάζονται και λιθογραφούνται στο Μόναχο. Εκεί εκδίδεται και κυκλοφορεί Λεύκωμα με τον Τίτλο: «Προσωπογραφίες των διασημοτέρων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες, σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κρατσάϊζεν» (1828-1831).
Οι είκοσι προσωπογραφίες των θρυλικών μορφών του Αγώνα που παρουσιάστηκαν σε εκείνη την έκδοση, σχεδιασμένες με μολύβι, μας αποκάλυψαν τότε τις αυθεντικές μορφές των ηρώων που είχαν στοιχειώσει τη φαντασία μας, από τότε που στόλιζαν τις σχολικές αίθουσες στην παραποιημένη λιθογραφική εκδοχή τους εκδοχή. Εξάλλου υπάρχει μια τάση εξιδανίκευσης που δικαιολογείται από το ρομαντικό πνεύμα και τον φιλελληνικό του θαυμασμό για τις θρυλικές μορφές που αντικρίζει. Ίσως όμως η πιο σημαίνουσα αρετή αυτών των σχεδίων είναι η ψυχολογική τους μαρτυρία, η αποτύπωση του χαρακτήρα, του ήθους κάθε προσώπου.
Αυτά τα πρόσωπα που μας ατενίζουν μ’ ένα φαινομενικά ήρεμο τρόπο μοιάζει να ζουν σε μια διπλή διάσταση του χρόνου· μέσα στην αιωνιότητα και μέσα στην ιστορική στιγμή. Η αιωνιότητα τα κάνει να μοιάζουν ατάραχα, αμάραντα, ενώ η αγωνιώδης στιγμή ρίχνει τον αδιόρατο ίσκιο της στα βλέμματα και προσδίδει μια επίσημη σοβαρότητα στις εκφράσεις.
Οφείλουμε πράγματι ευγνωμοσύνη, όπως επισήμανε ο Ιστορικός Τέχνης Παντελής Πρεβελάκης σε σχετική αναφορά του, τόσο στους κληρονόμους του Κρατσάϊζεν που διαφύλαξαν αυτό τον θησαυρό όσο και στον Ζαχαρία Παπαντωνίου, Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, που είχε την έμπνευση να τον αποκτήσει το 1926. Πρόκειται για τις λιθογραφίες των: Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γιακουμάκη Τομπάζη, Νικηταρά, Γεώργιου Κουντουριώτη, Α. Μαυροκορδάτου, Μακρυγιάννη, Κωνσταντίνου Νικόδημου, Γ. Καραϊσκάκη, Ιωάννη Μακρή, Ανδρέα Ζαΐμη, Κωνσταντίνου Κανάρη, Γεώργιου Σισίνη, Κίτσου Τζαβέλα, Ιωάννη Μιλαΐτη, Ανδρέα Μιαούλη.
Αυτές οι λιθογραφίες αποτέλεσαν το πρότυπο για την ιστορική εικονογραφία του Αγώνα, ιδιαίτερα του Βρυζάκη και του Τσώκου, αλλά αργότερα και του γλύπτη Λάζαρου Σώχου, όταν αποτύπωσε την αυθεντική μορφή του έφιππου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη γλυπτική σύνθεση η οποία κοσμεί το ιστορικό πάρκο του Ναυπλίου, (και βέβαια τον χώρο έξω από την παλιά Βουλή στην Αθήνα).
Αυτές οι μορφές σήμερα πρωταγωνιστούν και μας επιτρέπουν με την ευκαιρία του εορτασμού της εθνικής μας εθνεγερσίας, να παρουσιάσουμε, μέσα από τα σχέδια του Κρατσάϊζεν, τις αυθεντικές μορφές των Αγωνιστών και να μοιραστούμε με όλους τους Έλληνες, και ιδιαίτερα με τους νέους, τη συγκίνηση και το δέος που διεγείρουν οι εικόνες εκείνων που με την ηρωική αυτοθυσία τους μας χάρισαν την ελευθερία.
Για την ιστορία: Οι λιθογραφίες του Κράτσαϊζεν κληροδοτήθηκαν μετά το θάνατό του στην κόρη του Μαρία, που με τη σειρά της τα άφησε στον ρωσικής καταγωγής άντρα της, καθηγητή Ιών Φετώφ. Αυτός σε προχωρημένη ηλικία αποφάσισε, μετά και από την διαμεσολάβηση και έντονη προτροπή του ζωγράφου Νικολάου Γύζη, (την εποχή που ο Γύζης βρισκόταν στην Γερμανία ως καθηγητής στη φημισμένη Ακαδημία του Μονάχου), αντί να τα κληροδοτήσει στους απογόνους του να τα διαθέσει στο ελληνικό δημόσιο.
Ο τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου επιθυμώντας διακαώς την απόκτηση του λευκώματος, διαπραγματεύτηκε τα λιθογραφήματα του Κράτσαϊζεν που εν τέλει πουλήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1926 έναντι 200.00 δραχμών, μαζί με προσωπικά του αντικείμενα, μια φωτογραφία του και ένα σελάχι του Πλαπούτα. Οι λιθογραφίες του φυλάσσονται σήμερα στην “Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου” του Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα.
Κείμενο: Μάγδα Μάρα
Κείμενο: Μάγδα Μάρα