Είναι ένα πρωινό τέλη Φλεβάρη, αρχές Μάρτη του 1970. Ο Μανώλης Χιώτης μετά την επιστροφή του από την Αμερική χωρισμένος από την Μαίρη Λίντα και παραγκωνισμένος από τις εξελίξεις στην ελληνική δισκογραφία, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και προτιμά να περνά τον καιρό του στο εξοχικό του στον Ωρωπό. Την ίδια στιγμή ο επί χρόνια συνεργάτης και φίλος Μίκης Θεοδωράκης είναι κρατούμενος στις παρακείμενες φυλακές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Ο Χιώτης, άνθρωπος ελεύθερος και δημοκρατικός, αποφασίζει μια παράτολμη πράξη που θα τον βάλει σε περιπέτειες. Με μια παρέα μουσικών παρελαύνει αργά σε ρυθμό ιεροτελεστίας κατά μήκος της προκυμαίας δίπλα στα συρματοπλέγματα της φυλακής παίζοντας και τραγουδώντας το "Ροδόσταμο" του Μίκη. Η ενέργειά του αυτή, καταφανώς αντικαθεστωτική, γίνεται αντιληπτή από τους φύλακες. Κάποιος από αυτούς ξυπνά τον κρατούμενο Θεοδωράκη ο οποίος σπεύδει στα συρματοπλέγματα και αναγνωρίζει τον συνεργάτη του. Ένας ενωμοτάρχης σπεύδει να μιλήσει στον ταραξία Χιώτη. Το περιστατικό φαίνεται να λήγει κάπου εκεί, όμως θα έχει και συνέχεια με τον ξυλοδαρμό του Χιώτη από τα όργανα της Χούντας και την απομόνωσή του σε δωμάτιο του Ευαγγελισμού.
Λέγεται, ότι το ξύλο ο Χιώτης εξαιτίας της απείθειάς του επέσπευσαν το τέλος του. Σε κάθε περίπτωση η στάση του Χιώτη σε μια από τις πιο τολμηρές αντιδικτατορικές ενέργειες αποτυπώνει τον κώδικα τιμής στον οποίο υπάκουαν οι παλιοί ρεμπέτες και οι δημιουργοί που έχτισαν λιθαράκι-λιθαράκι τον λαϊκό μας πολιτισμό.
Ποιος ήταν ο μεγάλος βιρτουόζος του μπουζουκιού;
Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1920 στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του από το Ναύπλιο. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ούτι από τον διάσημο μουσικοδιδάσκαλο της εποχής Γεώργιο Λώλο. Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο και σε ηλικία μόλις 15 ετών έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του σε μαγαζιά της περιοχής.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μανώλης Χιώτης δεν έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη (η μητέρα του μάλιστα διατηρούσε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά μπαρ της εποχής) και αυτό το αρχοντικό στυλ στο πάλκο διατήρησε και ο ίδιος στη μετέπειτα πορεία του.
Το 1936 κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε για λίγες ημέρες στα "Παγώνια" (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) και αμέσως μετά στο "Δάσος", πλάι στον μεγάλο Στράτο Παγιουμτζή. Ήταν ακόμα 16 χρονών, ωστόσο ο διακρίνοντας το ταλέντο του, τον παρουσίασε στην Columbia, με την οποία υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, ως "διευθύνον πρίμο όργανο", το χειμώνα του 1936.
Την επόμενη χρονιά φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι "Γιατί δεν λες το ναι" (Το χρήμα δεν το λογαριάζω), με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή. Λίγο αργότερα γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα και παίζει μαζί του στις κλασικές εκτελέσεις των προπολεμικών επιτυχιών του, "Νυχτερίδα", "Μ' έχεις μαγεμένο", "Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη" κ.ά.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Μανώλης Χιώτης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του και η καριέρα του εκτινάσσεται απότομα, όταν ηχογραφεί σε δεύτερη εκτέλεση το ήδη επιτυχημένο τραγούδι του "Ο πασατέμπος" (1946). Σε αυτό το τραγούδι κάνει -σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη- την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο μπουζούκι, μία καινοτομία που εκτιμάται ότι πρώτος ο Χιώτης χρησιμοποίησε, αν και φαίνεται ότι τελικά το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε και νωρίτερα. Στο πάλκο, χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια, ένα κλασικό, με μεταλλικές χορδές, κι ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι.
Μαίρη Λίντα: Η γυναίκα "σταθμός" στην ζωή του
Κατά τη δεκαετία του '40 γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη: "Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς" (Ντουο Χάρμα), "Θα σου πω το μυστικό μου" (Μ. Νίνου), "Το φτωχομπούζουκο" (Στ. Τζουανάκος) κ.ά. Το 1950, έπειτα από δυο χρόνια χωρίς σουξέ, γράφει σε στίχους του Ν. Ρούτσου (που του έδινε στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης) "Τα πεταλάκια" και την ίδια χρονιά το "Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο" με τη Στέλλα Χασκίλ.
Το 1954 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την τραγουδίστρια Ζωή Νάχη και αποκτά μαζί της δύο παιδιά. Λίγο αργότερα γνωρίζει τη Μαίρη Λίντα και κάνουν μαζί το ανεπανάληπτο ντουέτο που κυριάρχησε στο ελληνικό τραγούδι μέχρι το '66, οπότε και χώρισαν (είχαν παντρευτεί το 1959).
Ανεπανάληπτες επιτυχίες, κλασικές φιγούρες στον κινηματογράφο και λάτιν ρυθμοί, που κορυφώνονταν σε οργιαστικά σόλα. Παράλληλα, δίνει και εκπληκτικά, κλασικού ύφους, σουξέ στον Στέλιο Καζαντζίδη, κυρίως σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Το 1959 ενορχηστρώνει τον "Επιτάφιο" του Μίκη Θεοδωράκη, που έχει κάνει ήδη μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει. Ακολουθούν οι "Λιποτάκτες", η "Πολιτεία" και το "Αρχιπέλαγος". Με τις ενορχηστρώσεις του Χιώτη και τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, τα έργα του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκι -του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας- αποκτούν λαϊκή απήχηση. Είναι ουσιαστικά αυτός που ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου "Έντεχνου".
Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με τη Λίντα (πράγμα που του στοίχισε πολύ), κάνει αποτυχημένες συνεργασίες και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώγει. Στις 21 Μαρτίου του 1970, ανήμερα των γενεθλίων του, ο Μανώλης Χιώτης αφήνει την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του, στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα "Ηλιοβασιλέματα" και το δακρυσμένο πλήθος τραγουδά. Μαζί και οι τρεις συντρόφισσες της ζωής του: Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα και Μπέμπα Κυριακίδου.
Τελικά πώς πέθανε ο Μανώλης Χιώτης;
"Mου λένε ότι ο Mανώλης πέθανε από την καρδιά του. Tους ρωτάω πολλές φορές να μου το λένε συνέχεια, γιατί τ’ ακούω να σφυρίζει, στριφογυρνάει στ’ αυτιά μου και δεν μπορεί να μπει μέσα. Tους απαντάω μ’ ένα τραγούδι του ίδιου του Xιώτη, το "Aυτά που λες τ’ ακούω βερεσέ”" έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Θυμόταν ο Μίκης Θεοδωράκης: "Ήταν Φεβρουάριος ή Μάρτιος του 1970, όλοι μες στο στρατόπεδο κοιμόμασταν. Με ξύπνησε ένας φρουρός και μου είπε: "Κύριε Μίκη, κάποιοι εκεί έξω τραγουδάνε δικά σας τραγούδια”. Ήρθα κοντά στο συρματόπλεγμα και είδα μια παρέα τρεις τέσσερις άντρες και μία γυναίκα που προχωρούσαν στο μώλο και τραγουδούσαν το "Ροδόσταμο”. Κατάλαβα ότι ένας από αυτούς ήταν ο Χιώτης. Σιγά- σιγά ξύπνησαν όλοι οι κρατούμενοι, συγκεντρώθηκαν τριγύρω μου και γέμισε το συρματόπλεγμα. Ένας ενωματάρχης από το διοικητήριο βγήκε και συνομίλησε με τον Χιώτη. Δεν τον έπιασαν εκείνη τη μέρα…".
Τον συνέλαβαν όμως κάποια μέρα από τις επόμενες και σύμφωνα με τις μαρτυρίες φίλων και συνεργατών ο Χιώτης ξυλοκοπήθηκε αγρίως από τα όργανα της Χούντας. Κατέληξε τελικά σε ένα θάλαμο του Ευαγγελισμού ουσιαστικά σε συνθήκες αυστηρής κράτησης. Κανείς δεν επιτρεπόταν να τον δει. Ακόμα και η κόρη του Βασίλη Τσιτσάνη που εργαζόταν ως ιατρός στο νοσοκομείο δεν είχε πρόσβαση στον ασθενή.
Τελικά την καραντίνα την έσπασε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος μπήκε στο δωμάτιο και βλέποντας τον Χιώτη κλινήρη και σε κακό χάλι του είπε: "Μην φοβάσαι, Μανώλη, είμαστε όλοι εδώ. Δεν θα σε πειράξει κανένας". Ο Χιώτης είχε καρδιολογικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια προφανώς από την χρόνια έλλειψη ύπνου, από το τσιγάρο, από τις κάθε είδους εντάσεις στη ζωή του. Κάποιοι θεωρούν ότι τον "σκότωσε" ο χωρισμός του με τη Μαίρη Λίντα.
Σήμερα ωστόσο πληθαίνουν οι φωνές που στοχοποιούν το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν πάντως της 21ης Μαρτίου μιλά για αιφνίδιο θάνατο από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας, στις 21 Μαρτίου του 1970.