Ο πίνακας είναι προσφορά φίλων του Νικόλα Ταρατόρη και ήταν ιδέα του Γιώργου Γιαννούση, προέδρου της «Αργολικής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού».
Στον χώρο της εκδήλωσης, όπου είχε γίνει, κυριολεκτικά, το αδιαχώρητο από τους φίλους και τα μέλη της «Πρότασης», η πρόεδρος Πίνκα Νάντη – Ταρατόρη, αφού καλωσόρισε τους παριστάμενους, κάλεσε στο βήμα τον Γιώργο Γιαννούση, ο οποίος μίλησε για τον Νικόλα Ταρατόρη, παρουσιάζοντας λεπτομερώς την εργογραφία του ως σκηνοθέτη αλλά και το σύνολο της πολιτιστικής προσφοράς του στο Άργος και στην Αργολίδα, συνολικά, σκιαγραφώντας παράλληλα, με συγκινητικές πινελιές την μορφή του. Την ίδια ώρα, στην οθόνη της σκηνής παρουσιάζονταν στιγμές από το σκηνοθετικό έργο του, από βίντεο που δημιούργησαν για την περίσταση τα μέλη της θεατρικής ομάδας Άρης Πανανός και Γιώργος Μυλωνάς.
Στον χώρο της εκδήλωσης, όπου είχε γίνει, κυριολεκτικά, το αδιαχώρητο από τους φίλους και τα μέλη της «Πρότασης», η πρόεδρος Πίνκα Νάντη – Ταρατόρη, αφού καλωσόρισε τους παριστάμενους, κάλεσε στο βήμα τον Γιώργο Γιαννούση, ο οποίος μίλησε για τον Νικόλα Ταρατόρη, παρουσιάζοντας λεπτομερώς την εργογραφία του ως σκηνοθέτη αλλά και το σύνολο της πολιτιστικής προσφοράς του στο Άργος και στην Αργολίδα, συνολικά, σκιαγραφώντας παράλληλα, με συγκινητικές πινελιές την μορφή του. Την ίδια ώρα, στην οθόνη της σκηνής παρουσιάζονταν στιγμές από το σκηνοθετικό έργο του, από βίντεο που δημιούργησαν για την περίσταση τα μέλη της θεατρικής ομάδας Άρης Πανανός και Γιώργος Μυλωνάς.
Ιδιαίτερη αίσθηση και συγκίνηση προκλήθηκε όταν ο Γιώργος Γιαννούσης κάλεσε στο βήμα τον πρόεδρο του συλλόγου «Παλαμήδης», ποιητή Θεοδόση Σπαντιδέα, για να αποδώσει το βιωματικό ποίημα που έγραψε για τον Νικόλα Ταρατόρη, ποίημα που η ζωγράφος παραθέτει στο κάτω μέρος του πίνακα.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με ζωντανή μουσική, την οποία επιμελήθηκαν και προσέφεραν ανιδιοτελώς ο Θεόφιλος Μετασίδης (μπουζούκι – τραγούδι) και ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος (κιθάρα – τραγούδι), με την συνδρομή των Γιάννη Χιώτη (κρουστά), Αλεξίας Χιώτη (τραγούδι), Μαρίας Καραφωτιά (τραγούδι) και Γιώργου Μουσταΐρα (τραγούδι).
Ταυτόχρονα, οι κυρίες της «Πρότασης» είχαν ετοιμάσει μια μεγάλη ποικιλία εξαιρετικών μεζέδων που προσφέρθηκαν στους παριστάμενους.
Ιδιαίτερες στιγμές της μουσικής εκδήλωσης ήσαν όταν ο Βαγγέλης Ζερβόπουλος τραγούδησε τα «Παραπονεμένα λόγια», αγαπημένο τραγούδι του Νικόλα Ταρατόρη και το κλείσιμο της βραδιάς, με τον Παναγιώτη Κλεισιάρη να τραγουδά α καπέλα το «Βοριάς είν’ η αγάπη σου». Η ηχοληψία, οι προβολές και οι φωτισμοί ήσαν, για μια ακόμη φορά, ανιδιοτελής προσφορά του τελειομανούς Βασίλη Μαρκάκη.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο δημοτικός σύμβουλος Άργους – Μυκηνών Νίκος Γκαβούνος, πρόεδρος Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του Δήμου & του Γηροκομείου Άργους, ο υποψήφιος βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Γιώργος Γαβρήλος, εργατολόγος, η υποψήφια δημοτική σύμβουλος Άργους – Μυκηνών Λένα Παπαθανασίου, Λυκειάρχις, ο Γιάννης Ρούσος, πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων Λογοτεχνών Αργολίδας και η Βασιλική Καχριμάνη, εκπρόσωπος του συλλόγου «Δαναός».
Το ποίημα του Θεοδόση Σπαντιδέα
σχοινοβάτης
στον Νικόλα Ταρατόρη
έρχομαι από μακριά
διασχίζω την γέφυρα
κρατώντας βαθιές τις ρίζες
και το υψωμένο μου χέρι
να σταματά τον ήλιο
αφήνοντας πίσω μου
τον οικείο χώρο
και τον φόβο του θανάτου
κατά την τελετουργία
στην νέα εστία
γίνονται δεκτοί οι ξένοι
τους δίνεται τροφή
και κατάλυμα
με άρωμα
ανθισμένων λουλουδιών
και ήχων
φθάνω
ολισθαίνοντας
πάνω στην άγνωστη κουπαστή
σε άλλον ορίζοντα
με χρώματα νέα
και εικόνες
δίχως ταυτότητα
ωσάν θεός των οδών
που περιφρονεί τα όρια
ανάμεσα στις όχθες
του ταυτού και του άλλου
εγώ
είμαι η γέφυρα
που συγκροτεί τον εαυτό μου
με τους παλαιούς
και νέους αγωνιστές
ξέρω πια
πώς να μετρώ τους νεκρούς
τους αγαπημένους
τους γνωστούς
και τους αγνώστους
που κάθε μέρα φεύγουν
για το μεγάλο ταξίδι
εκεί
που δεν υπάρχει γυρισμός
κι ούτε σκοπός
μονάχα
οι μουδιασμένες μνήμες
μιας
γυμνωμένης σκηνοθεσίας
που χρωστώ
σχοινοβάτης
στον Νικόλα Ταρατόρη
έρχομαι από μακριά
διασχίζω την γέφυρα
κρατώντας βαθιές τις ρίζες
και το υψωμένο μου χέρι
να σταματά τον ήλιο
αφήνοντας πίσω μου
τον οικείο χώρο
και τον φόβο του θανάτου
κατά την τελετουργία
στην νέα εστία
γίνονται δεκτοί οι ξένοι
τους δίνεται τροφή
και κατάλυμα
με άρωμα
ανθισμένων λουλουδιών
και ήχων
φθάνω
ολισθαίνοντας
πάνω στην άγνωστη κουπαστή
σε άλλον ορίζοντα
με χρώματα νέα
και εικόνες
δίχως ταυτότητα
ωσάν θεός των οδών
που περιφρονεί τα όρια
ανάμεσα στις όχθες
του ταυτού και του άλλου
εγώ
είμαι η γέφυρα
που συγκροτεί τον εαυτό μου
με τους παλαιούς
και νέους αγωνιστές
ξέρω πια
πώς να μετρώ τους νεκρούς
τους αγαπημένους
τους γνωστούς
και τους αγνώστους
που κάθε μέρα φεύγουν
για το μεγάλο ταξίδι
εκεί
που δεν υπάρχει γυρισμός
κι ούτε σκοπός
μονάχα
οι μουδιασμένες μνήμες
μιας
γυμνωμένης σκηνοθεσίας
που χρωστώ